Η απαγορευμένη ελληνική ταινία που γυρίστηκε εν αγνοία του πρωταγωνιστή της…
«Η τέχνη δεν είναι αυτό που βλέπεις, αλλά αυτό που κάνεις τους άλλους να δουν», έλεγε ο Εντγκάρ Ντεγκά. Τι γίνεται όμως όταν κυριολεκτικά δεν γνωρίζει ότι παράγει τέχνη ο ίδιος ο πρωταγωνιστής μιας ταινίας; Εντάσσεται και αυτή η μορφή στην κατηγορία «η τέχνη δεν έχει όρια» – φράση για την οποία έχουν χυθεί τόνοι μελάνης – ή απηχεί σε μια άλλη ρήση του Γάλλου ζωγράφου και γλύπτη, σύμφωνα με την οποία «η τέχνη είναι ένα πάθος που δεν παντρεύεσαι νόμιμα, αλλά το βιάζεις»;
Κάπως έτσι – ως «βιασμός» της τέχνης – ερμηνεύτηκε από τη Δικαιοσύνη στα μέσα της δεκαετίας του ’70 η προσπάθεια του σκηνοθέτη Γιάννη Κοκκόλη να δημιουργήσει ίσως την πιο αιρετική ταινία όλων των εποχών στον παγκόσμιο κινηματογράφο!
Επηρεασμένος όχι από κάποιον εκπρόσωπο των καλών τεχνών, αλλά από τον Τζορτζ Όργουελ, έστησε μια ολόκληρη κινηματογραφική παραγωγή πάνω σε έναν πρωταγωνιστή, που δεν είχε την παραμικρή ιδέα ότι είχε επιλεχθεί για το ρόλο.
Ένα ιστορικό εγχείρημα, βασισμένο πάνω στο «Μεγάλο Αδελφό» του «1984», που κανείς όμως δεν είδε ποτέ, αφού ο κεντρικός ήρωας του σεναρίου δεν… εκτίμησε την καλλιτεχνική ματιά του σκηνοθέτη.
Ο Κοκκόλης διάλεξε έναν άγνωστο άνθρωπο που πληρούσε κάποια συγκεκριμένα κριτήρια για να κάνει ένα κινηματογραφικό πείραμα. Έναν ανύπαντρο με αξιοπρεπή μισθό, που να ζει μικροαστικά και να έχει μεγαλοαστικά όνειρα. Ο «εκλεκτός» ήταν 36 ετών, δημόσιος υπάλληλος που εργαζόταν στον ΟΤΕ.
Το απίστευτο σενάριο της ταινίας είχε ως εξής: Όταν ο Κ.Β., ο άνθρωπος που έπεσε θύμα αυτής της πλεκτάνης, γνώρισε (δήθεν) τυχαία μια γυναίκα, αυτή του συστήθηκε ως σύζυγος βαθύπλουτου ατόμου, που είχε φυτείες καουτσούκ στην Αφρική. Η γυναίκα του είπε ότι ο σύζυγός της ήταν ανάπηρος και ανίκανος και για να τον πείσει του τον παρουσίασε σε αναπηρική καρέκλα. Ο σύζυγος έδειξε να τον συμπαθεί και του πρότεινε να εργαστεί στις στις επιχειρήσεις του.
«Η σύζυγος όμως με παρέσυρε σε ρομαντικούς περιπάτους, σε θαλάσσια μπάνια, εκδρομές κτλ. Μια μέρα με κάλεσε σπίτι της λέγοντάς μου χαρακτηριστικά ότι ο σύζυγός της απουσιάζει στο εξωτερικό. Ξαφνικά όταν ήμασταν στο κρεβάτι μπαίνουν μέσα στην κρεβατοκάμαρα αστυνομικοί», κατέθεσε στο δικαστήριο ο Κ.Β.
«Οι αστυνομικοί με κατηγόρησαν για μοιχεία και άρχισαν την ανάκριση. Σιγά- σιγά όμως η ανάκριση ξέφυγε από τα πλαίσια της μοιχείας και με ρωτούσαν πολιτικά θέματα για την υπηρεσία μου και συγκεκριμένα μου ζητούσαν να τους αποκαλύψω ποιοι χουντικοί εξακολουθούν να εργάζονται στον ΟΤΕ.
Όταν τελείωσε η ανάκριση κρίθηκα αποφυλακιστέος και αφέθηκα ελεύθερος. Από την ημέρα εκείνη δεν είδα ξανά την κοπέλα».
Κατηγορούμενη στη δίκη δεν ήταν η κοπέλα που τον εξαπάτησε, αλλά ο σκηνοθέτης, καθώς όλα αυτά που περιέγραψε ο υπάλληλος βιντεοσκοπήθηκαν κρυφά, σε μια πολύ πιο προχωρημένη εκδοχή του «Truman Show», 23 χρόνια προτού αυτό σπάσει τα ταμεία στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Ο ανυποψίαστος υπάλληλος θα γινόταν εν αγνοία του πρωταγωνιστής στον κινηματογράφο, σε μια ιστορία στα όρια της παράνοιας. Όλοι όσοι συμμετείχαν στην ταινία, εκτός από τον ίδιο, ήταν πληρωμένοι ηθοποιοί.
Η κοπέλα που είχε επιλεγεί αρχικά, ήταν η Μαρία Αλιφέρη, η οποία δεν ήταν ακόμα διάσημη, αλλά όταν διαπίστωσε το είδος του εγχειρήματος, παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από μια άλλη κοπέλα.
Τα γυρίσματα κράτησαν δύο μήνες και τα συνεργεία παρακολουθούσαν και κατέγραφαν τις κινήσεις του υπαλλήλου όλο το 24ωρο. Οι κάμερες έγραφαν ακόμα και όταν το ζευγάρι έκανε έρωτα μέσα από καθρέπτες, που από την πίσω μεριά ήταν τζάμια!
Σύμφωνα με το σενάριο, ο «πρωταγωνιστής» κατά την ανάκριση, «λύγισε» και η υπόθεση πήρε άλλη τροπή. Δεν ήταν η μοιχεία που ενδιέφερε πια αστυνομικούς και ανακριτές.
Ο ανάπηρος σύζυγος ήταν δήθεν μπλεγμένος σε υπόθεση κατασκοπίας σε βάρος της χώρας. Σε συνεργασία με έναν ναυτικό, πραγματικό φίλο του πρωταγωνιστή, για να γίνει πιο πιστευτή η ιστορία, είχε επιδοθεί σε λαθρεμπόριο όπλων.
Στο άκουσμα της κατηγορίας περί «εσχάτης προδοσίας» ο Β.Κ. σοκάρεται. «Αρχίζει να καρφώνει συναδέλφους του και εξηγεί πολλά για την κατάσταση στην υπηρεσία του με ονόματα για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου», όπως αναφέρεται σε ρεπορτάζ της εποχής στο περιοδικό «Επίκαιρα», με την υπογραφή της Λιάνας Κανέλλη (19/08/1976)
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «το σενάριο προέβλεπε εικονική εκτέλεση σε ερημική τοποθεσία! Το ίδιο το συνεργείο όμως και ο σκηνοθέτης δεν άντεξαν το πείραμα. Δύο μηνών αγωνία τελείωσε εκεί…».
Τρομοκρατημένος ο Κ.Β. και υπό την απειλή της εκτέλεσης, ορκίστηκε ότι δεν θα πει τίποτα σε κανέναν για ό,τι έγινε.
Τα γυρίσματα τελείωσαν εκεί, αλλά ο πρωταγωνιστής εκμυστηρεύτηκε την ιστορία σε έναν φίλο του και τελικά έφτασε έως την αστυνομία. Η υπόθεση κατέληξε στα δικαστήρια όπου ο σκηνοθέτης παραδέχτηκε με κυνικό τρόπο όσα είχε κάνει.
«Είμαι αδίστακτος. Μπορεί να είχα κάποιες ηθικές αναστολές και για αυτό κράτησα την ταινία θαμμένη έναν ολόκληρο χρόνο. Είναι γυρισμένη από τον περασμένο Αύγουστο. Την ιδέα την είχα στο μυαλό μου χρόνια ολόκληρα. Ακόμα δεν την έχω ξεπεράσει αυτή τη δουλειά σαν εμπειρία, ήταν κάτι το τρομακτικό. Ήθελα να δείξω ως που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος», κατέθεσε στο δικαστήριο ο Γιάννης Κοκκόλης.
Η ταινία ονομάστηκε «Πειραματόζωο» και αν ο πρωταγωνιστής δεν κινούνταν νομικά, θα κυκλοφορούσε κανονικά στις αίθουσες.
Ο εισαγγελέας της δίκης υποστήριξε ότι ο σκηνοθέτης ήθελε να κάνει μια ταινία σεξ με λίγες εναλλακτικές σκηνές, ζητώντας την ενοχή του.
Ο Κοκκόλης καταδικάστηκε σε 16 μήνες φυλάκιση για παραβίαση προσωπικών δεδομένων, αλλά άσκησε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος.
Η κοπέλα, ο ανάπηρος σύζυγος και οι υποτιθέμενοι αστυνομικοί δεν αναζητήθηκαν και δεν βρέθηκαν ποτέ. Η ταινία είναι καταχωρημένη στα πρακτικά του ελληνικού κινηματογράφου ως η πιο… απαγορευμένη που γυρίστηκε ποτέ.
Ο Γιάννης Κοκκόλης είχε ανακαλύψει τον… Big Brother δύο δεκαετίες προτού γίνει ξανά «best seller» σε όλο τον κόσμο, μέσω της τηλεοπτικής προβολής του.
Το δικό του εγχείρημα θα ήταν παγκοσμίως ο πρόδρομος των Reality, αν ο πρωταγωνιστής του ασπαζόταν ως αξίωμα την πεποίθηση ότι η τέχνη δεν έχει όρια…