Μεγαλώνει το χάσμα στις νέες συντάξεις γήρατος που χορηγούνται σε πρώην εργαζoμένους του ιδιωτικού τομέα σε σχέση με εκείνους που προέρχονται από τον δημόσιο τομέα. Τα περισσότερα χρόνια ασφάλισης και η συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη για τους δημοσίους υπαλλήλους είναι οι δύο βασικοί λόγοι στους οποίους αποδίδεται αυτή η μεγάλη απόκλιση.
Αντίθετα, στον ιδιωτικό τομέα, οι εργαζόμενοι προτιμούν τη μειωμένη σύνταξη, με τις μητέρες ανηλίκων να κρατούν τα ηνία, ενώ οι μνημονιακές μειώσεις μισθών και ο νόμος Κατρούγκαλου επέδρασαν αρνητικά στο ύψος των συντάξεων για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.
Όπως αποδεικνύεται από έρευνα της ΕΝΥΠΕΚΚ οι νέοι συνταξιούχοι του ιδιωτικού τομέα λαμβάνουν πλέον λιγότερο από τα 2/3 της σύνταξης που λαμβάνουν οι συνομήλικοί τους οι οποίοι συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ενιαίου Συστήματος Ελέγχου και Πληρωμών των Συντάξεων «ΗΛΙΟΣ» του υπουργείου Εργασίας για το σύνολο του 2024, η μέση κύρια σύνταξη γήρατος για τους πρ. ασφαλισμένους του ΕΦΚΑ ανήλθε στα 746,67 ευρώ, ενώ η μέση επικουρική στα 191,72 ευρώ κατά μέσο όρο. Στο Δημόσιο το ύψος των συντάξεων είναι κατά 36,8% υψηλότερο και διαμορφώνεται στα 1.180,1 ευρώ κατά μέσο όρο.
Δυσοίωνο το μέλλον
Την ίδια ώρα μικρότερες συντάξεις με περισσότερα χρόνια δουλειάς επιφυλάσσει το μέλλον για τους νέους ασφαλισμένους, δηλαδή τους σημερινούς εφήβους. Ηδη τα στοιχεία είναι ανησυχητικά, καθώς σήμερα οι κύριες συντάξεις που εκδίδονται δεν ξεπερνούν κατά μέσο όρο τα 750 ευρώ στον ιδιωτικό τομέα, παρά τις αυξήσεις που δόθηκαν την τελευταία διετία.
Κι αυτό οφείλεται στα εξής:
1. Ο νόμος Κατρούγκαλου οδηγεί σε χαμηλότερες ανταποδοτικές συντάξεις λόγω των χαμηλών ποσοστών αναπλήρωσης.
2. Οι συντάξεις των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα είναι συνάρτηση του μισθού, ο οποίος αυξάνεται με δυσκολία.
3. Οι περίοδοι ανεργίας – ειδικά στη δεκαετία της κρίσης – δεν συμβάλλουν στην αύξηση της σύνταξης.
Μικρότερες κατά 13% οι αποδοχές στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες
Στην Ελλάδα ο μέσος μεικτός μισθός πλήρους απασχόλησης για τις γυναίκες είναι 1.115 ευρώ, δηλαδή 13% χαμηλότερος από τον αντίστοιχο μισθό των ανδρών (1.284 ευρώ), οι μισές επιχειρήσεις (53%) έχουν μηδενική ή πολύ περιορισμένη (έως 15%) συμμετοχή γυναικών στο Διοικητικό Συμβούλιο, ενώ μία στις δέκα επιχειρήσεις (11%) δεν εμπιστεύεται γυναίκα επικεφαλής σε καμία διεύθυνση ή τμήμα της επιχείρησης.
Παρά το γεγονός ότι η ίση αμοιβή των δύο φύλων κατοχυρώνεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία (Συνθήκη της Ρώμης – 1957), οι γυναίκες συνεχίζουν να κερδίζουν λιγότερα από τους άνδρες, με το μέσο μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων στην ΕΕ να ανέρχεται στο 13%, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σύμφωνα με τη Eurostat, οι γυναίκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση αμείβονταν κατά μέσο όρο 12,7% λιγότερο από τους άνδρες. Με άλλα λόγια, για την ίδια εργασία ένας άνδρας αμείβεται 1 ευρώ, ενώ μια γυναίκα 0,87 ευρώ.
Το έμφυλο μισθολογικό χάσμα αναγνωρίζεται από την ΕΕ και η αντιμετώπισή του αποτελεί έναν από τους στόχους της Στρατηγικής για την ισότητα των φύλων. Τον Ιούνιο του 2023 ψηφίστηκε η Ευρωπαϊκή Οδηγία για την εφαρμογή της αρχής «ίσης αμοιβής για ίση εργασία» ή εργασία ίσης αξίας μέσω της μισθολογικής διαφάνειας και μηχανισμών επιβολής (Pay Transparency Directive). Η ενσωμάτωση της Οδηγίας στο ελληνικό Δίκαιο αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί έως τον Ιούνιο του 2026.
Περισσότερες γυναίκες κατέχουν υψηλά αξιώματα στον επιχειρηματικό χώρο, αλλά εξακολουθούν να υφίστανται ανισότητες, αφού οι άνδρες παραμένουν στους ηγετικούς ρόλους.