Το «ψαλίδι» στις συντάξεις θα μειωθεί από το 60% στο 30% για όσους συνταξιούχους εργάζονται, σε εφαρμογή του νόμου Βρούτση που ψηφίστηκε το Φεβρουάριο. Οι εν λόγω συνταξιούχοι δικαιούνται και αναδρομικά από τη μείωση του πέναλτι τα οποία αναμένεται να καταβληθούν τον Οκτώβριο.
Σύμφωνα με τη χθεσινή εγκύκλιο του ΕΦΚΑ το μέτρο αφορά:
α. Ασφαλισμένους που συνταξιοδοτήθηκαν από τις 28 Φεβρουαρίου 2020 και μετά και ανέλαβαν εργασία ή δραστηριότητα είτε πριν είτε μετά τη συνταξιοδότησή τους.
β. Ασφαλισμένους που είχαν ήδη συνταξιοδοτηθεί κατά την ημερομηνία αυτή και ανέλαβαν εργασία, μετά τις 28 Φεβρουαρίου
γ. Ασφαλισμένους που είχαν ήδη συνταξιοδοτηθεί κατά την ημερομηνία αυτή και οι οποίοι είχαν αναλάβει εργασία ή ιδιότητα ή δραστηριότητα, πριν από τις 28 Φεβρουαρίου. Να σημειωθεί εδώ πως ειδικές ρυθμίσεις ισχύουν για τους συνταξιούχους οι οποίοι είχαν αναλάβει εργασία ή είχαν αποκτήσει ιδιότητα ή δραστηριότητα υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση, πριν από τις 13 Μαίου 2016
δ. Όσους εργάζονται ως μισθωτοί ή αυτοαπασχολούνται σε χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε χώρα με την οποία δεν έχει συναφθεί διμερής σύμβαση κοινωνικής ασφάλειας, οι οποίοι αντιμετωπίζονται κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα.
Για παράδειγμα συνταξιούχος έπαιρνε από τα ταμεία 900 ευρώ το μήνα. Ωστόσο ξεκίνησε να εργάζεται, με αποτέλεσμα να έχει μείωση 540 ευρώ. Μετά τις αλλαγές η περικοπή στη σύνταξη θα είναι 270 ευρώ.
Να σημειωθεί πως αίρεται η απαγόρευση να λαμβάνουν προσωρινή σύνταξη όσοι εργάζονται. Για πρώτη φορά δίνεται η δυνατότητα σε συνταξιούχους εργαζόμενους, να πάρουν και αυτοί την προσωρινή σύνταξη που τους αναλογεί.
Η εγκύκλιος διευκρινίζει επίσης ότι το μέτρο αφορά και τα πρόσωπα που λαμβάνουν χορηγία ή βουλευτική σύνταξη οι οποίοι είτε έχουν αναλάβει εργασία ή ιδιότητα ή δραστηριότητα πριν την 29.2.2020 ή θα αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχόληση μετά την ισχύ του ν. 4670/2020, δηλαδή από 29.2.2020, εφόσον για την εργασία ή την ιδιότητα ή την δραστηριότητα προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης στον e-ΕΦΚΑ, σύμφωνα με τις σχετικές γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις των πρώην φορέων που εντάχθηκαν στον e-ΕΦΚΑ.
Η καταβαλλόμενη στον απασχολούμενο επικουρική σύνταξη αναστέλλεται ή περικόπτεται μόνο εφόσον προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ (τ. ΕΤΕΑΕΠ).
Η αναστολή της σύνταξης όσων αναλαμβάνουν εργασία σε φορέα της Γενικής Κυβέρνησης εξακολουθεί να ισχύει εφόσον αυτοί δεν έχουν συμπληρώσει το 61ο έτος της ηλικίας τους έως 28.02.2021 και από 01.03.2022 για όσους δεν έχουν συμπληρώσει το 62ο έτος της ηλικίας τους.
Συνταξιούχοι που είχαν αναλάβει εργασία ή δραστηριότητα πριν την 13/05/16 (έναρξη ισχύος ν. 4387/2016) και εξαιρούνταν από την εφαρμογή του αρ. 20 του ν. 4387/2016 σύμφωνα με ειδικότερες διατάξεις, οι οποίοι εξακολουθούν να εργάζονται, υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος από 01.03.2022.
Συνταξιούχοι δημόσιοι υπάλληλοι του e-ΕΦΚΑ οι οποίοι από 01.03.20 και εντεύθεν, εργάζονται ως μισθωτοί ή αυτοαπασχολούνται σε χώρα εκτός Ε.Ε. ή σε χώρα με την οποία δεν έχει συναφθεί διμερής σύμβαση κοινωνικής ασφάλειας, υπόκεινται στις ρυθμίσεις του άρθρου 27 του ν. 4670/2020.
Επισημαίνεται ότι στους απασχολούμενους συνταξιούχους λόγω αναπηρίας / ανικανότητας δεν έχουν εφαρμογή οι κοινοποιούμενες διατάξεις (άρθρο 27 του Ν. 4670/2020), αλλά εφαρμόζονται οι διατάξεις της νομοθεσίας των εντασσομένων στον e-ΕΦΚΑ φορέων.
Η αναστολή / περικοπή της σύνταξης λαμβάνει χώρα για όσο χρονικό διάστημα ο συνταξιούχος απασχολείται και για την εργασία του αυτή έχει την υποχρέωση καταβολής εισφορών στους Κλάδους Κύριας & Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ.
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου δεν υφίσταται η δυνατότητα αναλογικής περικοπής της σύνταξης βάσει των ημερών απασχόλησης ανά μήνα. Ως εκ τούτου το ποσό της σύνταξης, που λαμβάνει ο συνταξιούχος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 27 του εν λόγω νόμου, καταβάλλεται μειωμένο κατά 30% για όλο το χρονικό διάστημα (μήνες) για το οποίο προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης.
Β. Καταβολή Εισφορών – Αξιοποίηση χρόνου ασφάλισης
Κατά το χρόνο απασχόλησης του συνταξιούχου καταβάλλονται, ανάλογα με την αναληφθείσα απασχόληση, εργασία ή ιδιότητα, οι προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν για την προσαύξηση του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης και της επικουρικής σύνταξης.
Ο απασχολούμενος συνταξιούχος υποχρεούται στην καταβολή εισφοράς ασθένειας, ενώ γίνεται και η σχετική παρακράτηση από την σύνταξή του.
Οι απασχολούμενοι συνταξιούχοι που υπάγονται για παροχή υγειονομικής περίθαλψης εκτός ΕΟΠΥΥ, δεν καταβάλουν διπλή εισφορά συνταξιούχων και απασχολούμενων, αλλά εξακολουθούν να ισχύουν τα προβλεπόμενα από τους κανονισμούς των φορέων ασθένειας που έχουν διατηρήσει την αυτοτέλεια τους.
Οι συνταξιούχοι υποχρεούνται πριν αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχοληθούν, να το δηλώσουν στους Ασφαλιστικούς τους Οργανισμούς. Παράλειψη της δήλωσης συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου ποσού ίσου με το ύψος 12 μηνιαίων συντάξεων.
Το οφειλόμενο ποσό δύναται να αποπληρωθεί με παρακράτηση του ΛΑ της κύριας σύνταξης (ΚΕΔΕ). Αναφορικά με το ποσό οφειλής της επικουρικής σύνταξης δύναται να αποπληρωθεί με συμψηφισμό του συνόλου της επικουρικής ή και του εφάπαξ (αρθ. 46, του ν. 4670/2020), άλλως το ποσό της οφειλής εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ.
Γ. Εξαιρέσεις από την παρούσα ρύθμιση
• Οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν αυτοτελή ή αναλογική σύνταξη από τον e-ΕΦΚΑ, με βάση τις διατάξεις περί συνυπολογισμού περιόδων ασφάλισης, των ΕΚ 883/04 & του Εφαρμοστικού του 987/09, οι οποίοι αναλαμβάνουν εργασία σε άλλο Κ.Μ. της ΕΕ.
• Οι συνταξιούχοι του ΟΓΑ οι οποίοι ασκούν απασχόληση υπακτέα στην ασφάλιση του τ. ΟΓΑ
• Οι ψυχικά ασθενείς του αρ. 23 του ν. 4488/2017, για τους οποίους η απασχόληση ενδείκνυται για λόγους ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης, υπό τους όρους και προϋποθέσεις που αναφέρονται αναλυτικά στις ως άνω αναφερόμενες διατάξεις.
• Συνταξιούχοι του Δημοσίου που λαμβάνουν σύνταξη ως πάσχοντες από παρα-τετραπληγία σύμφωνα με τις διατάξεις του 4ου εδαφίου της περ. α, παρ. 1, αρ. 1 & 26, του π.δ. 169/07
• Όσοι λαμβάνουν το εξωϊδρυματικό επίδομα (ν.1140/1981) ή το επίδομα του αρ. 54 του Π.Δ. 169/07
• Οι πολύτεκνοι των οποίων το ένα τουλάχιστον των τέκνων είναι ανήλικο ή σπουδάζων έως το 24ο έτος της ηλικίας του ή είναι ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία.