Μία νέα μελέτη σχετικά με την πιθανή εποχικότητα της λοίμωξης COVID-19 από τον ιό SARS-CoV-2, πραγματοποίησε ο Δρ. Kieran Sharkey από το Πανεπιστήμιο του Liverpool. Τα μέχρι στιγμής στοιχεία δείχνουν ότι οι άλλοι τέσσερις κορωνοϊοί που κυκλοφορούν περισσότερο στους ανθρώπους συμπεριφέρονται με τον τρόπο αυτό, δηλαδή παρουσιάζουν έξαρση τον χειμώνα ενώ γίνονται πιο ήπιοι το καλοκαίρι. Ταυτόχρονα, έχουμε ήδη δει περιστατικά COVID-19, νοσηλείες και θανάτους να εκτοξεύονται κατά τη διάρκεια του χειμώνα, γεγονός που υποδεικνύει την εποχική δράση.
Πολλές ανθρώπινες συμπεριφορές, άλλωστε, είναι εποχικές. Το καλοκαίρι, για παράδειγμα, περνάμε περισσότερο χρόνο σε εξωτερικούς χώρους, όπου ο κίνδυνος μόλυνσης είναι χαμηλότερος και ακολουθούμε έναν πιο δραστήριο τρόπο ζωής, ο οποίος αυξάνει την ικανότητα του σώματος να αντισταθεί στη λοίμωξη. Επιπλέον, είναι πιθανό να επωφελούμαστε από την αυξημένη έκθεση στο ηλιακό φως, πράγμα το οποίο αυξάνει τα επίπεδα της βιταμίνης D, ενισχύοντας έτσι το ανοσοποιητικό μας σύστημα.
Υπάρχουν, επίσης, στοιχεία που δείχνουν ότι η υπεριώδης ακτινοβολία του ηλιακού φωτός μειώνει τη διάρκεια επιβίωσης του ιού στις επιφάνειες, ενώ η υγρασία και η θερμοκρασία μπορεί να επηρεάζουν τη μετάδοση. Συνδυαστικά, οι παράγοντες αυτοί είναι πιθανό να έχουν κάποια επίδραση στην εξάπλωση του ιού.
Πόσο σημαντική είναι, όμως, αυτή η επίδραση; Και ποιες οι συνέπειές της στον έλεγχο της COVID-19 καθώς προσεγγίζουμε τους θερμότερους μήνες, αλλά και στο ενδεχόμενο μιας νέας έκρηξης τον χειμώνα; Επειδή οι υπάρχουσες έρευνες έχουν παράσχει ασαφή αποτελέσματα σχετικά με το αν και κατά πόσο οι εποχές επηρεάζουν τον SARS-CoV-2, οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Liverpool του θέλησαν να βρουν πιο σαφείς απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα.
Αξιολογώντας την επίδραση του κλίματος
Οι επιδημιολόγοι χρησιμοποιούν τον δείκτη αναπαραγωγής –το λεγόμενο R- για να περιγράψουν την ανάπτυξη μιας επιδημίας. Όσο υψηλότερος ο αριθμός R, τόσο ταχύτερη η εξάπλωση. Κατά την έναρξη μιας επιδημίας, η ανάπτυξη δεν επηρεάζεται από οποιονδήποτε εκτίθεται στη νόσο και αναπτύσσει ανοσία, επομένως εξαπλώνεται εκθετικά. Στο σημείο αυτό, ο αριθμός R που περιγράφει αυτή την εξάπλωση ορίζεται σε R0.
Χρησιμοποιώντας δεδομένα από εξάρσεις σε όλο τον κόσμο, λοιπόν, η νέα αυτή έρευνα προσδιόρισε το Ro για την COVID-19 σε 359 μεγάλες πόλεις με περισσότερους από 500.000 κατοίκους η καθεμία, οι οποίες βίωσαν σημαντική έξαρση της νόσου το 2020.
Οι ειδικοί επικεντρώθηκαν σε μεγάλες πόλεις (και όχι σε χώρες ή μικρότερες πληθυσμιακές ομάδες) για να εξετάσουν μεγάλες εξάρσεις σε ποικίλες γεωγραφικές περιοχές για χρήσιμες συγκρίσεις. Συγκρίνοντας τα δεδομένα των εξάρσεων στις πόλεις με δημογραφικά, κλιματικά και άλλα στοιχεία ελέγχου της μετάδοσης, μπόρεσαν να προσδιορίσουν αν κάποιος από αυτούς τους παράγοντες μπορούσε να εξηγήσει το ποσοστό εξάπλωσης του ιού.
Διαπίστωσαν, λοιπόν, ότι η αυξημένη υπεριώδης ακτινοβολία (UV) αντιστοιχούσε σε μια μείωση στην ταχύτητα εξάπλωσης του ιού. Κατά μέσο όρο, το Ro μειώθηκε κατά 0,05 για κάθε 10 (kJ/m²) αύξηση στην ημερήσια UV ακτινοβολία.
«Καθώς τα επίπεδα της UV ακτινοβολίας είναι υψηλότερα το καλοκαίρι, τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι πράγματι υπάρχει εποχική επίδραση στη μετάδοση. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι αυτή η συσχέτιση δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η UV ακτινοβολία είναι η αιτία της μειωμένης μετάδοσης, καθώς μπορεί να σχετίζεται και με άλλους αιτιώδεις παράγοντες», εξηγεί ο Δρ. Sharkey.
Για παράδειγμα, όσο υψηλότερη είναι η UV ακτινοβολία σε μία πόλη, τόσο μεγαλύτερη είναι και η ζέστη που επικρατεί. Οι επιστήμονες δεν βρήκαν έναν ξεχωριστό, στατιστικά σημαντικό σύνδεσμο ανάμεσα στο R₀ και τη θερμοκρασία ή την υγρασία σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά δεν μπορούν να αποκλείσουν τέτοιες σχέσεις.
«Ο συσχετισμός ανάμεσα στην ιική μετάδοση και τη θερμοκρασία ή την υγρασία μπορεί να έχει καλυφθεί από άλλους παράγοντες που επηρεάζουν το R₀, καθώς και από τον ισχυρό συσχετισμό ανάμεσα στην UV ακτινοβολία και τη θερμοκρασία», προσθέτει ο ειδικός.
Ποιο είναι το συμπέρασμα
Παρόλο που η επίδραση της UV ακτινοβολίας που παρατήρησαν οι επιστήμονες ήταν στατιστικά σημαντική, παρέμεινε σχετικά μικρή σε σύγκριση με άλλους παράγοντες. Τα δημογραφικά στοιχεία των πόλεων, όπως το μέγεθος και η έκταση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, συνδυαστικά με τα μέτρα δημόσιας υγείας αντιστοιχούσαν σε μεγάλο βαθμό στις παρατηρούμενες διακυμάνσεις στον δείκτη R₀.
«Οι κυβερνητικές παρεμβάσεις αντιστοιχούσαν περίπου τέσσερις φορές περισσότερο στη διακύμανση του R₀ συγκριτικά με την ακτινοβολία UV. Το σημαντικό, όμως, είναι ότι αυτό είναι στον έλεγχό μας. Μέσα στο επόμενο διάστημα, πιθανά περαιτέρω κύματα της πανδημίας θα προσδιοριστούν κυρίως από μέτρα που ορίζουν οι κυβερνήσεις, παρά από τον καιρό. Μαζί με αυτό, και οι επιδράσεις των εμβολίων κατά της COVID-19 που τώρα αναπτύσσονται», σημειώνει ο Δρ. Sharkey και καταλήγει:
«Μακροπρόθεσμα, τα ερωτήματα σχετικά με το αν η COVID-19 θα εξελιχθεί σε μια εποχική ενδημική λοίμωξη παρόμοια με αυτή της γρίπης ή άλλων κορωνοϊών παραμένουν. Η έρευνά μας εντόπισε στοιχεία για μικρές εποχικές εξάρσεις που μπορεί να προκαλέσουν τέτοιου είδους διακυμάνσεις όταν η COVID-19 πιθανότατα σταθεροποιηθεί σε μια ενδημική μεταδοτική νόσο».
Γεγονός είναι, πάντως, πως η πρόβλεψη της συμπεριφοράς ενός τέτοιου πολύπλοκου συστήματος όσο είναι ο κόσμος είναι δύσκολη και καθώς βγαίνουμε σταδιακά από την αρχική επιδημική φάση, η μακροπρόθεσμη συμπεριφορά της μετάδοσης της COVID-19 θα εξαρτηθεί μάλλον από πολλούς άλλους παράγοντες, όπως το επίπεδο και η διάρκεια της ανοσίας από τη φυσική λοίμωξη, καθώς και από την αποτελεσματικότητα και διάρκεια της προστασίας που θα παράσχουν τα υπάρχοντα και μελλοντικά εμβόλια και από την εξέλιξη νέων μεταλλάξεων του ιού.