Ο αυτόπτης Παναγιώτης Τσοροτιώτης ,από το Διαβολίτσι Μεσσηνίας, που επέζησε της σφαγής, σε υπόμνημα που συνέταξε[1] για τον Κοσμά Αντωνόπουλο ανέφερε: «Οι κομμουνισταί μπήκαν πρώτα εις το 6ον φυλάκιο ανατολικώς οπού ο υπολοχαγός 3ου λόχου[2] εκάμθη και έβαλε τους άνδρες του φυλακίου μπροστά σε άσπρο πανί και παρεδόθη μαζί με την γυναίκα του και το παιδί του».
Άλλοι λένε ότι οι ελασίτες μπήκαν «γύρω στο μεσημέρι της 15ης Σεπτεμβρίου από το φυλάκιο στη Κάτω Ρούγα,[3] άλλοι λένε ότι « η είσοδος των Κακούργων έγινε στις 12.00 της 15ης, «όταν εκάμθησαν οι άνδρες στο φυλάκιο στο Μπεζεστένι και παραδόθηκαν», και άλλες μαρτυρίες υποστηρίζουν ότι όταν παραδόθηκε η Κάτω Ρούγα είχε ήδη παραδοθεί το φυλάκιο γύρω από το βυζαντινό ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, στις παρυφές της βορειοανατολικής πλευράς της πόλης. Ο ιερέας Παπαδόπουλος στο κείμενό του υποστήριξε ότι το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου, όταν βγήκε η Επιτροπή το τμήμα της περιμέτρου «από το φυλάκιο των Ταξιαρχών, μέχρι την οικεία Δορκοφίκη», είχε ουσιαστικά εγκαταλειφτεί και πως όταν βγήκαν από το φυλάκιο της Κάτω Ρούγας η άμυνα και εκεί είχε ήδη καταρρεύσει. Ουσιαστικά ο ιερέας Παπαδόπουλος, επιβεβαιώνει τον Καζάκο, ότι είχαν απομείνει τις θέσεις μάχης περί τους 300.
Οι υπόλοιποι, μετά την διαρροή των αποτελεσμάτων της νυχτερινής σύσκεψης με τους εγγλέζους στρατιωτικούς συνδέσμους, και τους ψιθύρους των Εαμιτών του Μελιγαλά για τη λίστα των εξήντα «εθνοπροδοτών», κρύφτηκαν στα σπίτια, όπως είχε γίνει προηγουμένως στον Πύργο και όπως έγινε αργότερα στους Γαργαλιάνους. Αυτό ήταν « το αποτέλεσμα της κατάρρευσης του ηθικού» στο οποίο αναφέρθηκε ο Καζάκος, στην έκθεση του στο ΓΕΣ.
Το γεγονός είναι ότι σχεδόν οι μισοί ταγματασφαλίτες που αισθανόντουσαν ότι δεν τους βάρυναν «εγκλήματα», εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και κατέφυγαν στην αμφίβολη «ασφάλεια» των σπιτιών τους, τη νύχτα της 14ης. Οι αυτόπτες, τοποθετούν την είσοδο των ελασιτών από τέσσερα τουλάχιστον φυλάκια, ταυτοχρόνως. Το 6ο , την Κάτω Ρούγα, το Μπεζεστένι, και τους Ταξιάρχες, όπου οι αμυνόμενοι «εκάμφθησαν» και παραδόθηκαν. Οι κομμουνιστές ομοφώνως υποστηρίζουν ότι μπήκαν από τον Προφήτη Ηλία και ότι «οι αμυνόμενοι πανικοβλήθηκαν, και άρχισαν να σηκώνουν λευκές σημαίες», ενώ από τα σπίτια άπλωναν λευκά σεντόνια.
Η αμυντική περίμετρος του Μελιγαλά στηριζόταν σε πέντε κεντρικά φυλάκια τα οποία υπεράσπιζαν οι πέντε λόχοι πέριξ των οποίων υπήρχαν θέσεις άμυνας μέσα στα σπίτια. Επομένως οι αυτόπτες επιβεβαιώνουν την ταυτόχρονη και απότομη «κατάρρευση» σε όλα τα φυλάκια. Δηλαδή τη συνθηκολόγηση.
Ο ελασίτης Σπύρος Ξιάρχος[4], στο γεμάτο «επαναστατικά ψεύδη» βιβλίο αναμνήσεων που έβγαλε επί ΠΑΣΟΚ το 1982, έγραψε ότι «η τελευταία ταγματασφαλίτικη σφαίρα ρίχτηκε στις 12 και 05, και σκότωσε τον Αντώνη Τσιγουρή , από την Ανδρίτσαινα, ενώ ένα λεπτό πριν (12.04) «μια σφαίρα βρήκε στο μέτωπο τον ανθυπολοχαγό Διακουμογιαννόπουλο».
Ο Βασίλης Κλεφτόγιαννης[5] τα περιέγραψε ως εξής: «Μέσα στην εκκλησία ήταν κρυμμένοι 2- 3 ταγματασφαλίτες με αυτόματα. Ώσπου να τους αντιληφθούμε και να τους εξοντώσουμε, μας σκότωσαν την τελευταία στιγμή το διμοιρίτη και τον καπετάνιο της διμοιρίας. Οι επιζώντες στα χαρακώματα συλλαμβάνονται». Αυτό σημαίνει ότι η αντίσταση που προέβαλε ο ανθυπολοχαγός Μπένος ο υπερασπιστής του υψώματος κράτησε πέντε λεπτά. Ο επικεφαλής της άμυνας του φυλακίου ανθυπολοχαγός Θεοφάνους συμμετείχε στην έξοδο του Καζάκου, και τους έπιασαν αργότερα στην Αλωνίσταινα. Ο Μπένος που είχε τη μάνα και την αδελφή του στον Μελιγαλά αποφάσισε να αποθάνει μετά των αλλοφύλων. Αυτή ήταν «η μάχη του Αη-Λιά». Οι κομμουνιστές παραδέχονται ότι μετά την πτώση του ΑηΛιά οι ταγματασφαλίτες παραδόθηκαν. Ο Βαγγέλης Μαχαίρας[6], θυμόταν: Όταν μπήκε μέσα στο Μελιγαλά το πρώτο τμήμα του ΕΛΑΣ, οι ταγματασφαλίτες παρατήσανε τη μάχη και φεύγανε προς κάθε κατεύθυνση. Το τμήμα μου έπιασε εκατόν είκοσι».
Και όμως σε αντίθεση με τις αναμνήσεις των μαχητών το Δεύτερο Γραφείο του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, στο υπ’ αριθμό 9458 δελτίο του, της 16ης Σεπτεμβρίου, που βγήκε με εντολή του Μπελογιάννη και του Βελουχιώτη, έγραφε τα εξής προφητικά : «…αφού συντρίψαμε την άμυνα 1.000 και παραπάνω Ράλληδων οι οποίοι διεκδίκησαν την πόλη σπίτι προς σπίτι 800 σκοτώθηκαν στη μάχη. Δικές μας απώλειες 60 νεκροί και 150 τραυματίες…». Η ανακοίνωση ήταν απολύτως ψευδής. Φυσικά, και δεν υπήρξε καμιά μάχη σπίτι με σπίτι. Το επιβεβαίωσε στις «αναμνήσεις» του και ο Ξιάρχος, που έγραψε επί λέξει: «μετά την κατάπαυση της αντίστασης στον Άγιο Λιά δεν έγιναν οδομαχίες αλλά υπήρξαν 4-5 μεμονωμένες αντιστάσεις που εξοντώθηκαν». Όμως σημασία έχει η προαναγγελία της εκτέλεσης ανθρώπων που ήσαν αιχμάλωτοι και ήσαν ζωντανοί όταν τους ανακοίνωσε ως νεκρούς το Δεύτερο Γραφείο του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ. Το μεσημέρι της 15ης Σεπτεμβρίου, οι νεκροί ταγματασφαλίτες από τις μάχες ήσαν μόνο 15, και οι εκτελεσθέντες τραυματίες στο νοσοκομείο ήσαν 41. Σύνολο 56. Μετά τη συνθηκολόγηση μάζεψαν τους αιχμαλώτους ταγματασφαλίτες και τους «αντιδραστικούς άμαχους» στο περιφραγμένο Μπεζεστένι , (κάπου 3000 αιχμαλώτους). Τότε άρχισαν οι αυτοδικίες από αντάρτες και καπετάνιους του ΕΛΑΣ . Αιχμάλωτοι εκκαλούντο ονομαστικά έξω από το Μπεζεστένι και τους εκτελούσαν. Το σύνολο των θυμάτων των αυτοδικιών δεν εξακριβώθηκε ποτέ. Από τις μαρτυρίες όσων επέζησαν υπολογίζονται σε 120-150. Επομένως, όταν ο δεύτερο γραφείο του ΕΛΑΣ ανακοίνωνε 800 νεκρούς, ουσιαστικά ανακοίνωνε την μέλλουσα εκτέλεση τουλάχιστον 600 ανθρώπων που ήσαν ζωντανοί.
Για να μπαλώσουν κάπως αυτή τη φρικτή πραγματικότητα οι ευαίσθητοι αριστεροί, την προσπερνούν με «ψυχραιμία» και γράφουν ότι « ο αριθμός των περιλάμβανε προφανώς χοντρικά και τους εκτελεσμένους των επόμενων ημερών», χωρίς να μπορούν να δικαιολογήσουν το πώς γνώριζε και πρόβλεψε τις εκτελέσεις των επομένων ημερών το δεύτερο γραφείο.
Αυτή την εκδοχή , υιοθέτησε προφανώς και ο λοχαγός Γκίμπσον, που είχε τεράστιες προσωπικές ευθύνες για τη σφαγή , και την μετέδωσε στο Κάιρο. Το δελτίο της 24ης Σεπτεμβρίου, της Force 133, που ετοιμαζόταν για να έρθει στην Ελλάδα αναφέρει: «…Συμφώνως προς αναφορά του ΕΛΑΣ 1300 άνδρες των ΤΑ ενεπλάκησαν εις μάχην διά τον Μελιγαλά την 15ην Σεπτεμβρίου εις την οποίαν 800 εφονεύθησαν, έναντι 60 φονευθέντων του ΕΛΑΣ και 30 τραυματισθέντων…».
Έτσι καλύφθηκαν πολιτικά οι ευθύνες της αγγλικής αποστολής και τα ίχνη της σφαγής των αιχμαλώτων. Η Force 133, ενώ ήταν παρούσα και γνώριζε ότι σκοτώθηκαν μόνο 15 ταγματασφαλίτες και οι άλλοι παραδόθηκαν, κάλυψε τη σφαγή και υιοθέτησε 9 μέρες μετά την παράδοση την πλαστή εκδοχή της «σκληρής μάχης». Αυτό το σενάριο το είχαν έτοιμο οι προπαγανδιστές του ΚΚΕ και στο φύλλο αρ. φύλλου 2, της εφημερίδας «ΛΑΙΚΗ ΝΙΚΗ» στις 18/09/1944 έγραφαν: «Κατά εκατοντάδες οι Ταγματαλήτες παραδίδονται , άλλοι στους αντάρτες, κι άλλοι στην οργή του λαού που σα θάλασσα ξεχύνεται στους δρόμους ζητώντας εκδίκηση». Επομένως η σφαγή έγινε από τη «θάλασσα του λαού» που «ξεχύθηκε στους δρόμους ζητώντας εκδίκηση». Η προπαγάνδα των κομμουνιστών είχε έτοιμη την επικοινωνιακή αξιοποίηση της «λαϊκής οργής».Αυτό δηλαδή που κάνουν και σήμερα με το κουτοπόνηρο ερώτημα, «ποιοι είναι θαμμένοι στην Πηγάδα»;
Ο ΕΛΑΣ, την πρώτη μέρα κράτησε σε γενικές γραμμές τη συμφωνία με τους εγγλέζους. Τα σημειώματα των οργανώσεων για τους μελλοθάνατους περιελάμβαναν 60 ονόματα.[7] Όμως ο ελασίτης Αντώνης Πέτρουλας του 8ου συντάγματος, χρόνια μετά θυμόταν την τηλεφωνική εντολή του πολιτικού Επίτροπου της Μεραρχίας, του Μπελογιάννη, που έλεγε: «Να μη φεισθήτε ουδενός». Στη μία το μεσημέρι, σχηματίστηκε Λαϊκή Επιτροπή,[8] για να αποφασίσει την τύχη των αιχμαλώτων που ήσαν στοιβαγμένοι σαν ζώα στο Μπεζεστένι….
Τις πρωινές ώρες του Σαββάτου, 16 Σεπτεμβρίου, απολύθηκαν με απόφαση της Επιτροπής, τα περισσότερα παιδιά, οι γυναίκες, και πολλοί ηλικιωμένοι. Το μεσημέρι εμφανίστηκαν στο Μπεζεστένι ο Βελουχιώτης συνοδευόμενος από το Αχιλλέα Μπλάνα (Γραμματέα του ΚΚΕ Πελοποννήσου) , τον γραμματέα του ΕΑΜ στην Πελοπόννησο Τάσο Κουλαμπά[9] και τον κομισάριο Νίκο Μπελογιάννη. Μπροστά στους Ουίλκι , Γκίμπσον και Φατσέα, έδωσαν εντολή στους υπευθύνους του ΕΛΑΣ[10], «να ερευνηθεί χωρίς συναισθηματισμό και μεγαθυμία η περίπτωση κάθε ταγματασφαλίτη, για να μην ξεφύγει κανένας που έχει διαπράξει έγκλημα».
Οι κρατούμενοι χωρίστηκαν ανάλογα με τον τόπο καταγωγής τους, και οι τοπικές Επιτροπές του ΕΑΜ από τα γύρω χωριά και τις κωμοπόλεις, που κατέφθασαν , έδιναν πληροφορίες για το αν ήταν ταγματασφαλίτες η «αντιδραστικοί». Πολλές τοπικές οργανώσεις , για να φανούν «πρότυπα» , ζητούσαν και έπαιρναν τους συγχωριανούς των να τους «δικάσουν» και να τους εκτελέσουν στα χωριά τους. Το παράδειγμα το έδωσε η οργάνωση Οιχαλίας και Μερόπης. Πήραν 15 «αντιδραστικούς» και τους εκτέλεσαν. Και από το Νησί πήραν 13 από τον Μελιγαλά τους οδήγησαν στο κέντρο της Μεσσήνης και εκεί με χορούς και τραγούδια τους εκτέλεσαν και αυτοί. Στο Νεοχώρι εκτελέστηκαν 150, στο Σολάκι και στην Ανθούσα 200. Γύρω στους 25 από εκείνους που διέφυγαν με τον Καζάκο και τον Θεοφάνους, εκτελεστήκαν κοντά στο Σολάκι, και τους έθαψαν εκεί. Πολλούς αξιωματικούς και στρατιώτες του Τάγματος τους μετέφεραν στη μάντρα του «Κριμπά», στη Μερόπη , και τους εκτέλεσαν το βράδυ, της 16ης Σεπτεμβρίου και τους έριξαν σ’ ένα ξεροπήγαδο.
Εκεί έσφαξαν και τους γιατρούς, τους δικηγόρους, και τους καθηγητές που έπιασαν στον Μελιγαλά. Μόνο τα Ζευγολατιό δεν σκότωσε κανέναν.Εκεί η «αστική τάξη» διασώθηκε. Τα πτώματα όσων εκτελέστηκαν από «το λαό» στα γύρω χωριά δεν ρίχτηκαν στην Πηγάδα. Άλλοι τους υπολογίζουν σε 750 και άλλοι σε 1200. Ο Άρης με τον Μπελογιάννη, έφυγαν για την Μερόπη, από όπου παρέλαβαν τους 19 που δολοφονήθηκαν πανηγυρικά στην Καλαμάτα. Από τη Μερόπη με τον ασύρματο ο Ουίλκι και ο Γκίμπσον ενημέρωσαν το Κάιρο ότι «ο Άρης πηγαίνει στην Καλαμάτα από τον Μελιγαλα, επικεφαλής της ΙΙΙ Μεραρχια του ΕΛΑΣ, με 1000 αντάρτες και το Επιτελειο του, [11] και μεταφέρει αριθμό αιχμαλώτων» .
Το όργιο της προαναγγελθείσας από το ΙΙ Γραφείο του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, σφαγής άρχισε μετά την αποχώρηση του Άρη του Μπελογιάννη και των «συμμάχων». Την τύχη των κρατούμενων αποφάσισαν εν τάχει σε ένα άτυπο ανταρτοδικείο ο Μπράβος και ο Καραμούζης….
Η πρώτη ομάδα από 50 έφυγε από το Μπεζεστένι «για ανάκριση», γύρω στις 11πμ του Σάββατου 16 Σεπτεμβρίου, και διασταυρώθηκε στον δρόμο με τους έφιππους Βελουχιώτη και Μπελογιάννη. Στο πενθήμερο από τις 16 ως τις 20 Σεπτεμβρίου έφυγαν 13 κουστωδίες κρατουμένων. Άλλες με 50 άλλες με 100, άλλες με 120.
Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν ασταμάτητα ως την Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου το μεσημέρι, οπότε ελευθερώθηκαν οι τελευταίοι 34 επιζώντες. Πόσοι ακριβώς εκτελέστηκαν στην Πηγάδα κανείς δεν ξέρει. Με άλλους υπολογισμούς είναι 1154. Άλλοι τους κατεβάζουν σε 850, και ο κομμουνιστής Καραμούζης που ήταν εκεί, αλλά δεν μέτραγε, τους υπολόγισε σε 1200. Το 1945, το ιατροδικαστικό συνεργείο του Καψάκη ξέθαψε 708 πτώματα, και σταμάτησε, γιατί δεν άντεχαν άλλο οι εργάτες τη δυσοσμία. Όλοι είχαν σκοτωθεί με μαχαίρια, μπαλτάδες και τσεκούρια. Οι συνοδοί τους σταματούσαν στην ελιά πριν την Πηγάδα. Μετά έλεγαν στο θύμα να βγάλει τα παπούτσια και τα ρούχα του, επειδή ήθελαν να τα μοιράσουν στους Ελασίτες και μετά έδιναν εντολή να κατέβη κάτω, όπου τον έσφαζαν[12].Οι άλλοι από πάνω βλέπανε.
Οι περισσότεροι καυγάδες εκείνες μέρες ανάμεσα στους αντάρτες του κανονικού και εφεδρικού ΕΛΑΣ έγιναν για το ποιός θα πάρει τα παπούτσια των κρατουμένων και των εκτελεσμένων. Αυτό πρέπει να ήταν το χαμηλότερο επίπεδο που ξέπεσε η «επανάσταση». Το ίδιο έκαναν με τα ρούχα και τα παπούτσια των νεκρών και στον Φενεό. Μάζευαν τα ρούχα των σκοτωμένων τα έδιναν στους επόμενους μελλοθάνατους να τα πλύνουν και τα μοίραζαν ως «μέρισμα» στους Ελασίτες στα χωριά. Οι 226 νεκροί της πρώτης μέρας, πριν ξεκινήσει η σφαγή στην Πηγάδα, θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους στο νεκροταφείο. 19 δολοφονήθηκαν στην Καλαμάτα.
Συνολικά οι νεκροί ήσαν περισσότεροι από 1740 και λιγότεροι από 2650. Στο μνημείο της Πηγάδας είναι γραμμένα ονόματα από 61 πόλεις και χωριά. Οι 300 ήσαν από τον Μελιγαλά. Το καλοκαίρι του 1949 δικάστηκαν 31 άτομα για τη σφαγή. Από αυτούς, 13 καταδικάστηκαν σε θάνατο, 11 σε ισόβια και 7 αθωώθηκαν….
παραπομπές [1] 3-10- 1961
[2] εφ. Υπ/γός Μηχανικού Γ.Παπαγεωργίου.
[3] Διοικητής του φυλακίου ήταν Γεώργιος Νίκ. Χιλίαρχος, πού επέζησε της μάχης και της μετέπειτα σφαγής. (Κοσμά Αντωνοπούλου: ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΣ 1941 – 1945)
[4] Σπύρος Ξιάρχος. «Η αλήθεια για το Μελιγαλά» (Καλαμάτα, Μάιος 1982).
[5] Βασίλης Κλεφτόγιαννης ο.π.
[6] Στη Μερόπη που ήταν το κέντρο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην Μεσσηνία, οι αριστεροί «επίγονοι» των «αγωνιστών», δημιούργησαν αρχείο με τις «ηρωικές αναμνήσεις» των ελασιτών.
[7] Σύμφωνα με τον λοχαγό του ΔΣΕ, Κων. Παπακωνσταντίνου (Μπελά), ο γραμματέας του ΕΑΜ Μελιγαλά του είπε ότι την πρώτη ημέρα μετά τη μάχη, η Επιτροπή του Μελιγαλά είχε καταρτίσει μια κατάσταση που περιείχε μόνο 60 αξιωματικούς, ταγματασφαλίτες και προσωπικότητες της πόλης για εκτέλεση.
[8] Τα μέλη της ήσαν οι Δορκοφίκης, Πανταζής, Φράγκος, Καραμούζης, Ήλίας Δεδούσης, καί Στέλιος Διακουμογιαννόπουλος
[9] Τάσος Κουλαμπάς (10 Φεβρουαρίου 1897 – 24 Μαΐου 1964). Ήταν ο αρχηγός του σταφιδικού κινήματος στη Μεσσηνία από το 1928 ως το 1936. Μέλος του ΚΚΕ από το 1925.Στις εκλογές του 1958 εξελέγη βουλευτής Μεσσηνίας με την ΕΔΑ.
[10] Γιάννης Μιχαλόπουλος (‘Ωρίων), Γιάννης Φράγκος (Άκρίτας), Κανναβός, Βασίλης Μπράβος (λαϊκός επίτροπος στο ανταρτοδικείο της Καλαμάτας και κύριος υπεύθυνος της σφαγής στο Μελιγαλά), Νίκος Μητρόπουλος (στέλεχος της ΟΠΛΑ Μεσσηνίας και εκ των εκτελεστών στην Πηγάδα), Γιάννης Καραμούζης κλπ
[11] Έγγραφο του βρετανικού υπουργείου των εξωτερικών, F.O.371/4363/R 15766, 17/09/1944.
[12] Η ίδια διαδικασία εφαρμόστηκε και στην Ούλεν στα Δεκεμβριανά, όπως είπε στην απολογία του ο δήμιος της ΟΠΛΑ Στέφανος Λιόλιος: «Τους διέταζα να γδυθούν κι ύστερα τους έβαζα να γονατίσουν στο χώμα και να σκύψουν το κεφάλι πάνω στις μεγάλες πέτρες, που είχα αραδιάσει . Έπαιρνα ένα τσεκούρι και τους έδινα μια τσεκουριά πίσω στο κεφάλι και αν δεν τους αποτελείωνα με την πρώτη, τους έδινα και δεύτερη και τρίτη, ώσπου να τα βροντήξουν»…
Πηγή: elkosmos.gr
Υ.Γ… Το ΜΑΚΕΛΕΙΟ τιμά τη μνήμη των αθώων που σφαγιάστηκαν από τους κομμουνιστές με DVD αφιέρωμα στο φύλο του Σαββατοκύριακου για τους αναγνώστες της περιφέρειας…