Το δυστύχημα στα Τέμπη τον Απρίλιο του 2003 έχει μείνει στην ιστορία ως το πιο πολύνεκρο τροχαίο στην Ελλάδα.
Σε μια τραγωδία που δεν μπορούσε να συλλάβει ο ανθρώπινος νους, 21 μαθητές έχασαν τη ζωή τους όταν μία νταλίκα μπήκε στο αντίθετο ρεύμα και η καρότσα της «θέρισε» το λεωφορείο που μετέφερε μαθητές της Α’ Λυκείου από την Αθήνα στο Μακροχώρι Ημαθίας.
Όπως ήταν φυσιολογικό, το γεγονός έλαβε τεράστια έκταση στον Τύπο, δεν ήταν όμως το πρώτο στους ελληνικούς δρόμους με τόσο τραγικές συνέπειες. Ακριβώς ίδιος ήταν ο αριθμός των θυμάτων σε μια ξεχασμένη από τα Μ.Μ.Ε. τραγωδία, που συνέβη πολλά χρόνια πριν στην Κρήτη, κάτω από συνθήκες που επίσης παραπέμπουν σε μια νοσηρά ευφάνταστη αλληλουχία γεγονότων.
Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1972, ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ ξεκίνησε από το χωριό Καλαμαύκα, κοντά στην Ιεράπετρα, με προορισμό το μοναστήρι της Παναγίας της Εξακουστής, στη γειτονική κοινότητα των Μαλλών. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα στις Μάλλες στηνόταν πανηγύρι και το κεφαλοχώρι, που βρίσκεται 26 χλμ. βορειοδυτικά της Ιεράπετρας, προσέλκυε πολύ κόσμο από τα γύρω χωριά.
Το συγκεκριμένο λεωφορείο όμως δεν έπρεπε να βρίσκεται στο δρόμο. Για την ακρίβεια ήταν έγκλημα που δεν είχε ακόμα αποσυρθεί. Ήταν ένα «γέρικο» όχημα 35 ετών, του οποίου η προθεσμία είχε λήξει και για κάποιο ανεξήγητο λόγο έπαιρνε συνεχώς παρατάσεις. Άνηκε στην εταιρία «Λάτο», η οποία εκτελούσε δρομολόγια στην άγονη γραμμή, που συνέδεε τη Σητεία με τα ορεινά χωριά, συμπεριλαμβανομένης της Καλαμαύκας.
Το τιμόνι του λεωφορείου ήταν ελαττωματικό, ενώ μόλις δύο ημέρες πριν το μοιραίο δρομολόγιο, είχαν σπάσει τα φρένα του, κοντά στο χωριό Πρυνά. Λίγους μήνες νωρίτερα, το Δεκέμβρη του ’71, είχε πιάσει φωτιά ο κινητήρας του, ενώ εκτελούσε δρομολόγιο. Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις δεν υπήρξαν θύματα. Αντί όμως αυτά τα δύο περιστατικά να εκληφθούν ως κρούσματα θεόσταλτης τύχης από τους υπευθύνους, το λεωφορείο παρέμεινε ενεργό σε ένα οδικό δίκτυο που «κραυγάζει» για την επικινδυνότητα του.
Η Καλαμαύκα απείχε από το μοναστήρι μόλις 10 χλμ., αλλά χρειαζόταν περίπου 20 λεπτά για να διανυθεί η απόσταση, μέσω ενός κακοτράχαλου δρόμου με αλεπάλληλες στροφές. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής, για να εκτελέσει το δρομολόγιο εκείνο το πρωί ο οδηγός, χρειάστηκε να δέσει τα φρένα του λεωφορείου με σύρμα! Επιπλέον, στο όχημα χωρητικότητας 24 θέσεων, στοιβάχτηκαν 51 άνθρωποι. Κάποιοι κατέθεσαν ότι ο οδηγός και ο εισπράκτορας μάταια προσπαθούσαν να κατεβάσουν τους επιβάτες, που επέμεναν να ταξιδέψουν όρθιοι, από τη βιασύνη τους για να κοινωνήσουν.
Η πορεία με το υπερφορτωμένο σαράβαλο έως το μοναστήρι ήταν μια μικρή περιπέτεια για τους επιβαίνοντες, ωστόσο έως και 100 μέτρα πριν από το τέλος της διαδρομής, η τύχη ήταν μαζί τους. Λίγα μετρά μετά την τελευταία στροφή όμως, τους εγκατέλειψε με τον πιο καταδικαστικό τρόπο. Το όχημα ξέφυγε από την πορεία του και έπεσε στη χαράδρα της βουνοκορφής Αξακούκου. Κατρακύλησε με τις ρόδες, θέρισε μερικά πεύκα και σταμάτησε σε βάθος 47μ., με τις πίσω ρόδες στον αέρα και το μπροστινό τμήμα στο έδαφος. Η «τρελή» πορεία του σταμάτησε σε δύο μεγάλους βράχους και για το λόγο αυτό υπήρξαν επιζήσαντες.
Εντός χαράδρας, με το λεωφορείο σχεδόν κατακόρυφα, εκτιλύχθηκαν σκηνές απόλυτου χάους. Αν το όχημα δεν είχε φτάσει τόσο κοντά στο μοναστήρι, ίσως να γλίτωναν πολύ λιγότεροι, διότι το ρόλο των διασωστών έπαιξαν εκείνοι που βρίσκονταν ήδη στην Παναγία την Εξακουστή και αντιλήφθηκαν αμέσως τι είχε συμβεί.
Δεκαοχτώ άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από τη σφοδρή πρόκρουση, άλλοι τρεις τραυματίες ξεψύχησαν κατά τη μεταφορά τους στο νοσοκομείου του Αγίου Νικολάου. Στο νοσοκομείο της πρωτεύουσας του Λασιθίου, ο χειρουργός κ. Τζώρτζης χαρακτήρισε εκείνη την ημέρα ως τη «χειρότερη της σταδιοδρομίας μου».
Αν είχαν τηρηθεί τα στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας, τουλάχιστον στον αριθμό των επιβατών, οι νεκροί θα ήταν πολύ λιγότεροι. Οι πιο πολλοί τραυματίες είχαν πολλαπλά κατάγματα στο κρανίο και στα πλευρά, τα οποία προήλθαν από τη σύνθλιψη των ορθίων στο μπροστινό μέρος του λεωφορείου, καθώς αυτό έπεφτε στον γκρεμό. Κάποιοι άλλοι πέθαναν από ασφυξία. Μεταξύ των θυμάτων υπήρξαν και παιδιά, ενώ για κάποιες οικογένειες το τίμημα ήταν πολύ βαρύ. Όπως αυτή του Μανόλη Γαρεφαλάκη, από την οποία επέζησαν μόνο τα δύο αγόρια, ο 12χρονος (τότε) Νίκος και ο 8χρονος Μιχάλης. Ο πατέρας, η μητέρα Μαρία και η 13χρονη κόρη Σοφία, βγήκαν νεκροί από το επονομαζόμενο – μετά την τραγωδία – «λεωφορείο του θανάτου».
Στην κατάθεση του, ο οδηγός δήλωσε ότι πάνω στην τελευταία στροφή έσπασαν ξανά τα φρένα του λεωφορείου. Όλα τα θύματα ήταν από την Καλαμαύκα Ιεράπετρας και η 8η Σεπτεμβρίου θεωρείται έως και σήμερα «καταραμένη» στο ορεινό, λασιθιώτικο χωριό.
Ποτέ άλλοτε ένας τόσο μικρός τόπος δεν πλήρωσε τόσο βαρύ το τίμημα της εγκληματικής κρατικής αμέλειας, αλλά και της ελληνικής οδικής «παιδείας», που συνοψίζεται στο αγχολυτικό «σιγά μην συμβεί σε μένα»…