Από πολλούς θεωρήθηκε απλά μια γραφική φιγούρα των ελληνικών γηπέδων. Μια πιο προσεκτική ματιά στα πλακάτ που κρεμούσε πάνω του, όμως, μαρτυρούσε ότι ο θρυλικός «Μητσάρας» διέθετε ποδοσφαιρική -και όχι μόνο- παιδεία που σπανίζει στις μοντέρνες κοινωνίες μας.
Από την δεκαετία του ’80 κιόλας, οι αναγνώστες των αθλητικών εφημερίδων και οι τηλεθεατές εκπομπών σαν την ιστορική «Αθλητική Κυριακή» συνήθισαν να βλέπουν πίσω από τους πρωταγωνιστές την προσπάθεια ενός ανθρώπου να στριμωχτεί ανάμεσα στις κάμερες και τα μικρόφωνα, προκειμένου να μπει στο πλάνο. Ωστόσο, δεν έχανε και άλλες ευκαιρίες, είτε αυτές ήταν μια φωτιά σε ένα διαμέρισμα είτε η επίσκεψη ενός πολιτικού σχεδόν οπουδήποτε.
Με τον καιρό αυτός ο τύπος απέκτησε και όνομα. Ήταν ο Μητσάρας, αγνώστων λοιπών στοιχείων, τουλάχιστον για όσους δεν ζούσαν στη Νέα Σμύρνη ή στην Καλλιθέα, τις περιοχές δηλαδή που αποτέλεσαν το «βασίλειο» της πιο cult μορφής που είχαμε δει ποτέ στον χώρο.
Η πλήρης ταυτότητά του έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό μόνο όταν… εξαφανίστηκε. Ήταν Οκτώβριος του 2014 όταν μέσα από ένα διαδικτυακό μήνυμα ο τότε αντιδήμαρχος Καλλιθέας εξέφραζε την θλίψη του για τον θάνατό του. Τότε μόνο, σε κάποιες από τις αναρτήσεις που ακολούθησαν, μάθαμε ότι ο «Μητσάρας» λεγόταν Δημήτρης Γαλάνης.
Πολύ σύντομα ο «θάνατος» αμφισβητήθηκε. Κάποιοι μίλησαν για μια παράξενη, ακόμη και ηθελημένη, εξαφάνιση. Μάλιστα, λίγες μέρες αργότερα, η αδελφή του Αναστασία εμφανίστηκε στην εκπομπή της Αγγελικής Νικολούλη, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρεθούν τα ίχνη του.
Οι έρευνές της δεν απέδωσαν καρπούς και το μυστήριο γύρω από την τύχη του Μητσάρα γιγαντώθηκε. Οι φήμες και τα σενάρια, επίσης. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι στο επόμενο εντός έδρας παιχνίδι του Πανιωνίου ο Μητσάρας και τα πλακάτ του δεν βρίσκονταν εκεί για να σχολιάσουν την επικαιρότητα.
Με γραφή που μαρτυρούσε έναν άνθρωπο με πολιτική σκέψη και αιχμηρό χιούμορ, ο Μητσάρας χρησιμοποίησε υπέρ του αυτή την πρωτότυπη ασυλία που είχε κερδίσει μέσα από τον καλόκαρδο, άκακο χαρακτήρα του για να σπάσει στεγανά και να αφυπνίσει συνειδήσεις.
Ο «γραφικός» μιλούσε για θέματα που ο μέσος «κανονικός» νεοέλληνας έδειχνε να προσπερνά με μια αβάσταχτη ελαφρότητα, προτιμώντας να ασχοληθεί με την εμφάνιση, το αμάξι, τα μπουζούκια, τις γκόμενες, τα μαλλιά και τα μούσια του.
Ο Μητσάρας, πάλι, το πολύ-πολύ να σε πλησίαζε (μόνο όταν σε είχε δει αρκετές φορές κι είχατε ανταλλάξει δυο κουβέντες) και να σου έλεγε: «Αν έχεις την διάθεση να δώσεις χαρτζιλικάκι, δίνεις. Δεν έχεις, δεν δίνεις». Με εκείνο το πονηρό χαμόγελο και την παράξενη λάμψη στα μάτια στην οποία δύσκολα μπορούσε να αντισταθεί κανείς.
Για χρόνια δεν υπήρξε γεγονός της επικαιρότητας για το οποίο δεν πήρε θέση. Από την δολοφονία του Γρηγορόπουλου και τα μνημόνια, μέχρι την ανεξαρτητοποίηση του Κοσσόβου και την αλλαγή διοίκησης στους κυανέρυθρους, ο Μητσάρας είχε να περάσει το δικό του ξερό και σκληρό μήνυμα.
Στην πραγματικότητα αυτός ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας λειτουργούσε το δικό του facebook, το δικό του twitter και το δικό του instagram, χρησιμοποιώντας την δύναμη που προκύπτει από τον συνδυασμό μιας εικόνας με μερικές λέξεις, σε μια προσπάθεια όχι να περάσει απλά την θέση του, αλλά να κάνει όσους τον έκριναν από την πολυθρόνα τους να σκεφτούν κάτι παραπάνω από τον εαυτό τους.
Παρά τις έρευνες που ακολούθησαν σε νοσοκομεία, νεκροτομεία, χώρους φιλοξενίας αστέγων και κάθε σπιθαμή των γειτονιών στις οποίες περιφερόταν φροντίζοντας μέχρι και τα αδέσποτα, δεν βρέθηκε κάποιο στοιχείο που να μαρτυρούσε τι είχε συμβεί.
Τώρα, κάτι παραπάνω από τέσσερα χρόνια μετά, είναι βέβαιο πως ο Μητσάρας ζει. Τουλάχιστον μέσα από τα αυτοσχέδια πλακάτ του. Τουλάχιστον μέσα στις καρδιές των ανθρώπων που τον γνώρισαν έστω και φευγαλέα και κατάλαβαν ότι κάποιες φορές ακόμη κι ένας «ρακένδυτος γραφικός» μπορεί να είναι πολύ ανώτερός τους, όταν η σύγκριση δεν περιορίζεται στην ύλη που προάγει ο καταναλωτισμός, αλλά επεκτείνεται σε όσα θα έπρεπε να αφορούν κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο…