«Μια γυναίκα θήλαζε το μωρό της. Της το άρπαξαν από το στήθος και το πέταξαν στον λάκκο»

Κοινοποίηση:
Dina_pronicheva_trial_big

Η Ντίνα Προνιτσέβα ήταν ένα από τα ελάχιστα άτομα που γλίτωσαν από τη ναζιστική σφαγή στο Μπάμπι Γιαρ. Η αφήγηση της συγκλονίζει

Τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν το Κίεβο την 19η Σεπτεμβρίου 1941. Ακριβώς μια εβδομάδα μετά, σε κάθε γωνιά της πόλης, αναρτήθηκε η παρακάτω ανάρτηση: «Όλοι οι Εβραίοι της πόλης του Κίεβου και των περιχώρων πρέπει να εμφανιστούν τη Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου, στις οκτώ το πρωί, στη γωνία των οδών Μελνικόβα και Ντοκρετίφσκιαγια (κοντά στο νεκροταφείο Βιισκόβε). Να φέρετε μαζί σας έγγραφα, χρήματα, τιμαλφή, ζεστά ρούχα, κουβέρτες κτλ. Όποιος Εβραίος δεν ακολουθήσει αυτή την εντολή και βρεθεί αλλού θα εκτελεστεί. Οι πολίτες που θα μπουν στα σπίτια τα οποία θα αφήσουν οι Εβραίοι και θα οικειοποιηθούν τα υπάρχοντα τους θα εκτελεστούν επίσης». Η φημολογία που ανέπτυξαν οι ίδιες οι κατοχικές δυνάμεις ανέφερε ότι θα τους μετέφεραν σε άλλη περιοχή για να εργαστούν.

Η προσέλευση ξεπέρασε ακόμα και τις πιο αισιόδοξες προσδοκίες των Γερμανών. ‘Ένας από τους διοικητές των ναζιστικών δυνάμεων στην περιοχή αναφέρει χαρακτηριστικά: «Παρότι αρχικά περιμέναμε περίπου 5.000 έως 6.000 Εβραίους προσήλθαν πάνω από 30.000. Μέχρι την τελευταία στιγμή της εκτέλεσης τους πίστευαν ότι θα τους μεταφέρουμε κάπου αλλού. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της πολύ έξυπνης οργάνωσης μας».
Οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τους Εβραίους, τους κατέγραψαν και στη συνέχεια τους μετέφεραν ανά ομάδες εκατό ατόμων στη χαράδρα του Μπάμπι Γιαρ (Φαράγγι της Γιαγιάς). Εκεί, κατά την προσφιλή τους συνήθεια, είχαν στήσει μια γραμμή θανάτου.

Επιτηρούμενοι από στρατιώτες των SS και μέλη της ουκρανικής αστυνομίας, οι Εβραίοι διατάσσονταν να γδυθούν και να τακτοποιήσουν τα ρούχα και τα υπάρχοντά τους. Στη συνέχεια χωρίζονταν σε ομάδες δέκα ατόμων, οδηγούνταν στο βάθος της χαράδρας και εκτελούνταν με πυρά αυτόματων όπλων και πολυβόλων. Για να είναι σίγουροι ότι δεν θα ξεφύγει κανείς οι Ναζί είχαν περιφράξει την περιοχή με συρματόπλεγμα και είχαν τοποθετήσει φρουρά. Για περίπου δύο 24ωρα η γερμανική μηχανή θανάτου θέριζες αθώες ψυχές. Δολοφόνησαν 33.771 άτομα.

Ένας από τους οδηγούς φορτηγών, που μετάφεραν τους μελλοθάνατους, θα καταθέσει: «Έβλεπα τι συνέβαινε όταν οι Εβραίοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, έφτασαν. Οι Ουκρανοί τους οδηγούσαν σε μια σειρά από διαφορετικά μέρη όπου ο ένας μετά τον άλλο, έδιναν τις αποσκευές τους, μετά τα παλτά, τα παπούτσια, τα ρούχα και τελικά ακόμα και τα εσώρουχα τους. Συγκέντρωναν το κάθε είδος ρούχο σε ξεχωριστό σωρό. Σε ένα συγκεκριμένο σημείο άφηναν ό,τι πολύτιμο είχαν πάνω τους. Όλα συνέβαιναν πολύ γρήγορα και όποιος δίσταζε τον κλοτσούσαν και τον έσπρωχναν για να προχωρήσει. Όταν ήταν πλέον γυμνοί τους οδηγούσαν μέσα στην χαράδρα που είχε περίπου 15 μέτρα ύψος, 30 μέτρα πλάτος και 150 μήκος. Εκεί τους παραλάμβανε η ομάδα εκτέλεσης. Τους έβαζαν μπροστά στους Εβραίους που είχαν ήδη σκοτώσει και τους ζητούσαν να ξαπλώσουν πάνω στα πτώματα που είχαν δημιουργήσει στρώματα. Ένας αστυνομικός ερχόταν και πυροβολούσε κάθε Εβραίο με πολυβόλο στο πίσω μέρος του λαιμού. Είδα τους εκτελεστές να στέκονται μπροστά σε αυτό τον σωρό των πτωμάτων και να πυροβολούν τον έναν μετά τον άλλο». Όταν πλέον ολοκλήρωσαν το φρικτό έργο τους οι Γερμανοί κάλυψαν τα πτώματα με μια λεπτή στρώση χώματος.

Ζωντανή μέσα στον λάκκο

Η Ντίνα Προνιτσέβα είναι ένα από τα 29 άτομα που επισήμως έχουν καταγραφεί ως επιζώντες από τη σφαγή στο Μπάμπι Γιαρ. Είναι όμως η μοναδική που κατέθεσε στη δίκη που έγινε τον Ιανουάριο του 1946 (κεντρική φωτο) για να αποδοθούν ευθύνες. Η Προνιτσέβα μίλησε στον ιστορικό Γιτζάκ Αράντ για τα όσα βίωσε. Η περιγραφή της συγκλονίζει:

«Το όνομα μου είναι Ντίνα, Ντίνα Μιρονόβα Βάσερμαν. Μεγάλωσα σε μια φτωχή εβραϊκή οικογένεια υπό σοβιετική ηγεσία στο πνεύμα του διεθνισμού και έτσι δεν είναι περίεργο που ερωτεύτηκα έναν Ρώσο, τον Νικολάι Προνίτσεφ. Τον παντρεύτηκα και ζούσαμε ερωτευμένοι και ευτυχισμένοι. Έτσι έγινα η Ντίνα Μιχαϊλόβα Προνιτσέβα. Το διαβατήριο μου έγραφε ότι είμαι Ρωσίδα. Κάναμε δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι.

Πριν τον πόλεμο ήμουν ηθοποιός στο παιδικό θέατρο του Κίεβου. Ο σύζυγος μου έφυγε για το μέτωπο τη δεύτερη μέρα του πολέμου και έμεινα με τα δύο παιδιά μας και την άρρωστη μητέρα μου. Τα στρατεύματα του Χίτλερ κατέλαβαν το Κίεβο στις 19 Σεπτεμβρίου 1941 και από την πρώτη μέρα άρχισαν να ληστεύουν και να σκοτώσουν Εβραίους. Ζούσαμε μέσα στον τρόμο.

Όταν είδα τις αφίσες στην πόλη και διάβασα την εντολή ότι όλοι οι Εβραίοι του Κίεβου πρέπει να συγκεντρωθούν στο Μπάμπι Γιαρ, το οποίο δεν ήξερα που είναι, στην καρδιά μου ένιωσα μεγάλη ανησυχία. Το κορμί μου έτρεμε.

Κατάλαβα ότι τίποτα καλό δεν μας περίμενε στο Μπάμπι Γιαρ. Έντυσα λοιπόν τα μικρά μου, την κόρη μου που ήταν τριών ετών και το αγόρι μου που ήταν πέντε και έβαλα τα υπάρχοντα μας σε έναν σάκο. Πήρα τα παιδιά και τα πήγα στην πεθερά μου. Στη συνέχεια πήρα την άρρωστη μητέρα μου και ακολουθώντας την εντολή πήρα το δρόμο για το Μπάμπι Γιαρ.

Εκατοντάδες, λάθος χιλιάδες Εβραίοι περπατούσαν στην ίδια διαδρομή. Ένας ηλικιωμένος με μακριά λευκή γενειάδα περπαρούσε δίπλα μου. Είχε κοτσίδες και στο χέρι του την χαρακτηριστική ταινία της προσευχής. Μουρμούριζε χαμηλόφωνα. Προσευχόταν όπως το έκανε ο πατέρας μου όταν ήμουν παιδί. Μπροστά μου περπατούσε μια γυναίκα, κρατούσε δύο παιδιά στα χέρια της και ένα τρίτο είχε πιάσει το φόρεμα της και την ακολουθούσε. Οι άρρωστοι και οι πολύ ηλικιωμένοι μεταφέρονταν με κάρα τα οποία ήταν γεμάτα και με σάκους και βαλίτσες. Μικρά παιδιά έκλαιγαν.

Οι μεγαλύτεροι, που δυσκολεύονταν να περπατήσουν, σέρνονταν και μπορούσες να ακούσεις τον χαρακτηριστικό ήχο. Χωρίς να μιλούν συνέχιζαν την πορεία της θλίψης. Οι Ρώσοι σύζυγοι συνόδευαν τις Εβραίες συζύγους τους, οι Ρωσίδες συνόδευαν τους Ρώσους άντρες τους.

Όταν πλησιάσαμε το Μπάμπι Γιαρ ακούγαμε φωνές και φρικτές κραυγές. Άρχισα να καταλαβαίνω τι συνέβαινε αλλά δεν είπα τίποτα στη μητέρα μου. Όταν φτάσαμε μας διέταξαν να δώσουμε τα έγγραφα και ό,τι πολύτιμο έχουμε και στη συνέχεια να βγάλουμε τα ρούχα μας. Ένας Γερμανός πλησίασε τη μητέρα μου και της έβγαλε το χρυσό δαχτυλίδι που φορούσε. Τότε η μητέρα μου μού είπε: “Ντινότσκα είσαι Προνιτσέβκα, μια Ρωσίδα. Πρέπει να σώσεις τον εαυτό σου, τρέξε στα μικρά σου. Πρέπει να ζήσεις γι’ αυτά”

Όμως δεν μπορούσα να τρέξω. Γύρω μας στέκονταν φασίστες με πολυβόλα, Ουκρανοί αστυνομικοί και άγρια σκυλιά έτοιμα να ξεσκίσουν έναν άνθρωπο. Επιπλέον πώς μπορούσα να αφήσω μόνη τη μητέρα μου; Την αγκάλιασα, ξέσπασα σε κλάματα, δεν μπορούσα να την αφήσω.

Η μητέρα μου με έσπρωξε και κλαίγοντας μου είπε: “Φύγε γρήγορα”.

Τότε πλησίασα ένα τραπέζι που καθόταν ένας χοντρός αξιωματικός, του έδειξα το διαβατήριο μου και του είπα χαμηλόφωνα: Είμαι Ρωσίδα.

Κοίταζε προσεκτικά το διαβατήριο μου όταν πλησίασε γρήγορα ένας αστυνομικός και φώναζε: “Μην την πιστεύεις, είναι Εβραία, την ξέρουμε”.

Ο Γερμανός μού είπε να βγω στην άκρη και να περιμένω. Κάθε φορά έβλεπα μια νέα ομάδα ανδρών, γυναικών, ηλικιωμένων και παιδιών να αναγκάζονται να γδυθούν. Τους πήγαιναν σε έναν λάκκο και τους πυροβολούσαν με πολυβόλα. Μετά έφερναν την επόμενη ομάδα..

Είδα αυτή τη φρίκη με τα ίδια μου τα μάτια. Παρότι δεν στεκόμουν κοντά στον λάκκο έφταναν σε εμένα φρικτές κραυγές τρομαγμένων ανθρώπων και παιδικές φωνές να λένε: “Μαμά, μαμά…”.

Τα έβλεπα όλα αυτά αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω πως άνθρωποι σκότωναν άλλους ανθρώπους μόνο επειδή ήταν Εβραίοι. Τότε κατάλαβα ότι οι φασίστες δεν είναι άνθρωποι αλλά κτήνη.

Είδα μια νεαρή γυναίκα, εντελώς γυμνή, να θηλάζει το μωρό της όταν ένας αστυνομικός πήγε τρέχοντας σε αυτή. Άρπαξε το παιδί από το στήθος της και το πέταξε μέσα στον λάκκο. Η μητέρα έτρεξε να το πιάσει και αυτός την πυροβόλησε.

Ο Γερμανός, που με είχε διατάξει να περιμένω, έφερε μαζί κάποιον ανώτερο του. Του έδωσε το διαβατήριο μου και του είπε: “Αυτή η γυναίκα λέει ότι είναι Ρωσίδα αλλά ο αστυνομικός ξέρει ότι είναι Εβραία”.

Ο ανώτερος πήρε το διαβατήριο, το εξέτασε για αρκετή ώρα και είπε: “Το Ντίνα δεν είναι ρωσικό όνομα. Είσαι Εβραία, πάρτε την”.

Ο αστυνομικός με διέταξε να γδυθώ και με έσπρωξε προς έναν γκρεμό όπου μια ακόμα ομάδα ανθρώπων περίμενε τη μοίρα της. Πριν όμως ακουστούν οι πυροβολισμοί, από φόβο, έπεσα μέσα στον λάκκο, πάνω στα σώματα αυτών που είχαν ήδη δολοφονηθεί. Τις πρώτες στιγμές δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα. Ούτε που ήμουν, ούτε πως βρέθηκα εκεί.

Σκέφτηκα ότι έχασα τα λογικά μου αλλά όταν άνθρωποι άρχισαν να πέφτουν πάνω μου ανέκτησα τη συναίσθηση μου και κατάλαβα τα πάντα. Άρχισα να εξετάζω το σώμα μου για να βεβαιωθώ ότι δεν είχα τραυματιστεί.

Προσποιήθηκα ότι είμαι νεκρή. Αυτοί που είτε είχαν σκοτωθεί, είτε ήταν τραυματίες βρίσκονταν από κάτω και από πάνω μου. Πολλοί ανέπνεαν ακόμα, άλλοι βογκούσαν από πόνο. Ξαφνικά άκουσα ένα παιδί να κλαίει και να φωνάζει “μαμά”. Σκέφτηκα το κοριτσάκι μου και άρχισα να κλαίω κι εγώ.

Οι πυροβολισμοί ήταν ασταμάτητοι και τα σώματα συνέχισαν να πέφτουν. Έσπρωξα πτώματα από πάνω μου καθώς φοβόμουν ότι θα θαφτώ ζωντανή. Το έκανα πολύ προσεκτικά για να μην τραβήξω την προσοχή των αστυνομικών.

Ξαφνικά επικράτησε ησυχία. Σκοτείνιαζε. Γερμανοί με πολυβόλα περιφέρονταν και αποτελείωναν τους τραυματίες. Ένιωσα ότι κάποιος στεκόταν από πάνω μου και παρότι ήταν δύσκολα, δεν έδωσα σημάδι ζωής. Μετά ένιωσα ότι μας έριχναν χώμα. Έκλεισα τα μάτια μου ώστε να μην μπει και δεν μπορώ να δω. Μετά όλα έγιναν σκοτεινά και ήσυχα. Κυριολεκτικά η σιγή του θανάτου. Άνοιξα τα μάτια μου και έδιωξα το χώμα. Σιγουρεύτηκα ότι κανείς δεν ήταν κοντά, κανείς δεν με έβλεπε. Όταν είδα τον γεμάτο με πτώματα λάκκο με κατέκλυσε ο τρόμος. Σε κάποια σημεία η γη κινούνταν, μισοπεθαμένοι άνθρωποι ακόμα ανέπνεαν.

Κοίταξα τον εαυτό μου και τρόμαξα. Ήμουν γεμάτη αίματα. Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά δεν μπορούσα. Τότε είπα στον εαυτό μου: “Ντίνα σήκω και φύγε. Τρέξε μακριά από εδώ, τα παιδιά σου σε περιμένουν”. Έτσι σηκώθηκα και έτρεξα όμως άκουσα έναν πυροβολισμό και κατάλαβα ότι με είχαν δει. Έπεσα στο έδαφος και έμεινα ακίνητη. Ήταν ήσυχα. Σύρθηκα προσεκτικά προς το λοφάκι που υπήρχε γύρω από τον λάκκο. Ξαφνικά ένιωσα μια κίνηση πίσω μου. Στην αρχή φοβήθηκα αλλά μετά αποφάσισα να σταθώ για λίγο. Γύρισα σιγά σιγά και ρώτησα: “Ποιος είσαι;”.

Μου απάντησε μια λεπτή φοβισμένη παιδική φωνή: “Θεια μην φοβάσαι εγώ είμαι. Το όνομα μου είναι Φίμα και το επίθετο μου Σνάιντερμαν. Είμαι 11 ετών. Πάρε με μαζί σου, φοβάμαι πολύ το σκοτάδι”.

Πλησίασα το αγόρι, το αγκάλισα σφιχτά και άρχισα να κλαίω. Το αγόρι μου είπε: “Μην κλαις θεία”.

Ξεκινήσαμε να κινούμαστε χωρίς να κάνουμε θόρυβο. Φτάσαμε την άκρη του λάκκου, ξεκουραστήκαμε για λίγο και συνεχίσαμε να σκαρφαλώνουμε. Είχαμε βγει από τον λάκκο και σταθήκαμε όρθιοι. Σκεφτόμασταν προς ποια κατεύθυνση θα ήταν καλύτερο να πάμε όταν ένας πυροβολισμός ακούστηκε. Από ένστικτό πέσαμε και οι δύο στο έδαφος. Μείναμε ακίνητοι για αρκετά λεπτά, πολύ τρομαγμένοι να πούμε κάτι. Όταν ηρέμησα πλησίασα το αγόρι και το ρώτησα: “Πώς νιώθεις Φίμα;”

Δεν μου απάντησε. Μέσα στο σκοτάδι έπιασα τα χέρια και τα πόδια του. Δεν κουνιόταν, δεν υπήρχε σημάδι ζωής. Σηκώθηκε λίγο και κοίταξα το πρόσωπο του. Τα μάτια του ήταν κλειστά. Προσπάθησα να τα ανοίξω μέχρι που κατάλαβα ότι το παιδί ήταν νεκρό. Ο πυροβολισμός που είχε ακουστεί του πήρε τη ζωή. Του χάιδεψα το πρόσωπο, του είπα αντίο, σηκώθηκα και άρχισα να τρέχω.

Μόνο όταν ήμουν σίγουρη ότι είχα απομακρυνθεί αρκετά από αυτό το φρικτό μέρος που λέγεται Μπάμπι Γιαρ σταμάτησα να τρέχω. Είδα μια καλύβα που με δυσκολία διακρινόταν μέσα στο σκοτάδι…».

Μετά τη σφαγή της 29ης και 30στής Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν πολλές φορές ακόμα το Μπάμπι Γιαρ. Εκτός από Εβραίους υπολογίζεται ότι εκτέλεσαν εκεί περίπου 150.000 αιχμαλώτους πολέμου, τσιγγάνους και Ρουμάνους, Ουκρανούς αντιφρονούντες. Η Ντίνα Προνιτσέβα πέθανε το 1977 σε ηλικία 67 ετών.

Πηγή: janus.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: