Συνήθως όταν κάποιος πάει στο Άγιο Όρος το κάνει για τρεις κυρίως λόγους
: 1) ή γιατί έχει ένα σοβαρό πρόβλημα, συνήθως υγείας, γι’ αυτόν ή για κάποιο στενό συγγενικό του πρόσωπο με την ελπίδα να βρει κάποιον σοφό γέροντα με την ικανότητα να τον βοηθήσει, 2) ή για τουριστικούς λόγους, να δει επιτέλους και να γνωρίσει τι είναι αυτό το περίφημο Άγιο Όρος για το οποίο μιλάνε σε όλο τον κόσμο και το επισκέπτονται πρόεδροι, βασιλείς και πρωθυπουργοί, ( Κάρολος, βασιλιάς της Αγγλίας, Βλαδίμηρος Πούτιν της Ρωσίας, κ. α. 3) ή τρίτο, για καθαρά πνευματικούς λόγους. Στην περίπτωση αυτή συνήθως πηγαίνει συστημένος και στις περισσότερες περιπτώσεις για να συναντήσει τον πνευματικό του καθοδηγητή, τον πνευματικό του πατέρα με τον οποίο θα συζητήσουν διάφορα ζητήματα πνευματικά μέχρι και κοινωνικά που άπτονται της προσωπικής τους ζωής.
Υπάρχει και ένας τελευταίος λόγος για κάποιους που ζητάνε μια ξεχωριστή εμπειρία. Όμως το Άγιο Όρος δεν «αποκαλύπτεται» παρά μόνο σε λίγους. Το περίεργο είναι πως καμιά φορά «αποκαλύπτετε» και σε επισκέπτες που δεν έχουν το καταξιωμένο υπόβαθρο για να τους αποκαλυφθεί όλη η πραγματική άγια φύση αυτού του τόπου, που παρόμοιος του δεν υπάρχει σε όλο τον κόσμο. Αυτό δε, γίνεται ακριβώς για να ωφεληθούν πνευματικά και να αλλάξουν την όλη τους θεώρηση για την ζωή και τον κόσμο.
Και πράγματι στο Άγιο Όρος συμβαίνουν συχνά μικρά ή μεγάλα θαύματα και πολλοί προσκυνητές βρίσκονται σε διάφορες περιπέτειες που δεν θα μπορούσαν να τις φανταστούν σε κάποιο άλλο μέρος, ή το πιο συνηθισμένο, αργούν να τις συνειδητοποιήσουν και μετά από καιρό συνήθως ξαφνικά τους έρχεται η φώτιση για να καταλάβουν π.χ. τι είπε κάποιος γέροντας, γιατί το είπε, γιατί αντίκρισαν κάποια εικόνα σαν να τους κοιτούσε ζωντανή, γιατί μετά από μια εξαντλητική αγρύπνια αντί να πέσουν ξεροί για ύπνο, είχαν τέτοια ζωτικότητα που άντεχαν στη συνέχεια σε κοπιαστική πορεία πολλών ωρών.
Πριν από λίγο καιρό κάποιος φίλος είχε διηγηθεί την περιπέτεια του. Είχε πάει στον Γέροντα του, ένα μαγευτικό και πνιγμένο στην βλάστηση μέρος κοντά στις Καριές και στην μονή Παντοκράτορος. Μετά από μια περιεκτική όπως πάντα συζήτηση που είχαν, με μεγάλο το πνευματικό όφελος, τον αποχαιρέτησε τον και κίνησε πεζή για την μονή του Παντοκράτορος, όπου συνήθως καταλύει όταν βρίσκεται στο Άγιο Όρος. Ο δρόμος ήταν κατηφορικός και φυσούσε ένα δροσερό αεράκι. Το τοπίο με φόντο την θάλασσα ήταν μαγευτικό, αλλά σε λίγο άρχισε να βρέχει και ο αέρας έγινε ξαφνικά πολύ δυνατός. Περπατούσε με μεγάλη δυσκολία ώσπου έφτασε σε ένα μονοπάτι που έκοβε στην πλαγιά δεξιά από τον κυρίως δρόμο, σε μια απότομη κατηφόρα και έφτανε πιο γρήγορα στο μοναστήρι που φαίνονταν μεγαλόπρεπο κάτω στην βραχώδη ακτή. Μπήκε στο μονοπάτι, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν αδύνατο να το βαδίσει καθώς ήταν πολύ στενό και το νερό της βροχής; το είχε μετατρέψει σε μικρό χείμαρρο. Πολύ κουρασμένος γύρισε προς τα πίσω να ανέβει αναγκαστικά ξανά στον κεντρικό δρόμο και τότε είδε από ψηλά στον δρόμο να περνάει ένα φορτηγό. Σκέφτηκε προς στιγμή ότι σώθηκε από την ταλαιπωρία. Φώναξε δυνατά αλλά δυστυχώς ο οδηγός του φορτηγού δεν τον άκουσε. Τι κρίμα σκέφτηκε, ο Θεός φαίνεται ήθελε να κουραστεί και άλλο.
Ένοιωθε πραγματικά ξεθεωμένος καθώς ανέβηκε και ξαναβρέθηκε στον κυρίως δρόμο για το μοναστήρι. Η βροχή τώρα είχε δυναμώσει και είχε γίνει μπόρα, ο αέρας φυσούσε και τα πόδια του πονούσαν. Προχώρησε σφιγμένος και σε λίγο ξαφνικά αντίκρισε δεξιά του πιο χαμηλά, την είσοδο ενός άλλου μονοπατιού που είχε και μια ταμπέλα, «προς μονή Παντοκράτορος». Αμέσως σκέφτηκε να ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι που δεν το ήξερε γιατί φαντάστηκε ότι σίγουρα θα έφτανε πιο γρήγορα στο μοναστήρι. Μπήκε με κάποιο δισταγμό μέσα στο στενό μονοπάτι και σε λίγο βρέθηκε σε ένα φανταστικό τοπίο όπου η βλάστηση των δέντρων ήταν τόσο πυκνή, ώστε η βροχή που ακούγονταν με δυνατό θόρυβο μόλις και μετά βίας περνούσε τα κλαδιά των δέντρων.
Προχώρησε διστακτικά ενώ γύρω του απλώθηκε ένα μυστήριο μισοσκόταδο όπου διακρίνονταν οι φιγούρες των δέντρων σαν γιγάντια παράξενα και μυστήρια ζωντανά πλάσματα. Καθώς βάδιζε κατάκοπος ξαφνικά συνέβη κάτι που τον κατατρόμαξε. Στα αριστερά του ήταν μια απόμακρη πλαγιά και κάτω κυλούσε ένα βαθύ ρυάκι. Μέσα από την πλαγιά έξαφνα πρόβαλαν μικρά αγριογούρουνα που έτρεχαν σαν τρελά από το ένα μέρος στο άλλο. Τον έπιασε φόβος γιατί αμέσως του ήρθε η σκέψη πως κοντά στα μικρά βρίσκεται και η μεγάλη αγριογούρουνα που είναι αδυσώπητη όταν καταλάβει ότι κάποιος άγνωστος βρίσκεται κοντά στα μικρά της. Ένοιωσε ένα ρίγος και σκέφτηκε πως αν προβάλλει μέσα από την βλάστηση με επιθετικές διαθέσεις, θα έπρεπε να σκαρφαλώσει σε κάποιο δέντρο αν και τα πόδια του δεν τον έπαιρναν. Ήταν πραγματικά σε απελπιστική κατάσταση και με δυσκολία κρατιόνταν όρθιος.
Τότε συνέβη κάτι το τελείως απροσδόκητο. Από το βάθος του μονοπατιού εμφανίστηκε σαν ανθρώπινη φιγούρα ένα μαύρο ψηλό, αγέρωχο άλογο, που τον κοιτούσε με νόημα. Έμοιαζε σαν παράξενη απόκοσμη ανθρώπινη φιγούρα ντυμένη σε μαύρα ράσα. Στην αρχή τρόμαξε, αλλά μετά μια φωνή μέσα του τον έσπρωξε να πάει προς τα εκεί. Το άλογο άρχισε να περπατάει αργά προς τα μπρος και κάθε λίγο και λιγάκι γυρνούσε πίσω για να δει αν τον ακολουθούσε ο προσκυνητής. Αυτός άρχισε να αισθάνεται μια ανακούφιση και μια περίεργη στην αρχή σιγουριά. Το άλογο έδειχνε ότι καταλαβαίνει ποιος ήταν, ότι είχε έρθει να τον βοηθήσει και να τον ενθαρρύνει να συνεχίσει τον δρόμο του.
Περπάτησε αρκετή ώρα με το άλογο σαν «προστάτη» και οδηγό. Ήταν πολύ περίεργο, αλλά όσο περνούσε η ώρα ενώ η κούραση του είχε εξαφανιστεί, άρχισε να έχει την αίσθηση ότι το άλογο ήταν άνθρωπος που τον αντιμετώπιζε με αγάπη και τον προστάτευε από το άγνωστο μισοσκόταδο τοπίο. Το βλέμμα του είχε μια παράξενη αίσθηση ότι καταλαβαίνει πολύ περισσότερο από εκείνον, ότι έχει την αντίληψη του περιβάλλοντος και του χρόνου αλλά και της κατάστασης του, σαν να ήταν κάτι παραπάνω από αυτόν. Η βροχή δεν είχε σταματήσει και ήταν ήδη μούσκεμα. Πέρασαν το ποταμάκι από ένα αυτοσχέδιο πετρώδες πέρασμα που το υπέδειξε το άλογο και σε λίγο αντίκρισε τα πρώτα κτίσματα του μοναστηριού. Ένοιωσε μια μεγάλη ανακούφιση. Το άλογο σαν άνθρωπος προχώρησε τώρα πιο γρήγορα και πήγε σε ένα μικρό ξέφωτο. Εκεί σταμάτησε σοβαρό και περίμενε τον προσκυνητή. Όταν έφτασε δίπλα του αυτό τον κοίταζε με ένα χαρακτηριστικό, σοβαρό, αλλά πολύ φιλικό ύφος. Ένοιωσε παράξενα ενώ ήταν παντού βρεγμένος και τα πόδια του πονούσαν. Ένοιωσε την ανάγκη να το ευχαριστήσει σαν άνθρωπο και του μίλησε. Εκείνο τον κοίταζε σα να καταλάβαινε τι του έλεγε. Για μια στιγμή κατάλαβε πως αυτή ήταν η φυσιολογική του θέση. Λογικά θα έπρεπε να βρίσκεται συνέχεια εκεί και να μην απομακρυνθεί χωρίς να του το ζητήσει κάποιος καλόγερος για κάποια εργασία, όμως το άλογο είχε φύγει από την φυσιολογική του θέση, είχε έρθει μέσα στο μονοπάτι μέχρι σε αυτόν και από εκεί τον κάλεσε τρόπον τινά να το ακολουθήσει και να τον βγάλει από το μονοπάτι όπου τριγύριζαν τα αγριογούρουνα με άγνωστες διαθέσεις, ίσως επικίνδυνες ακόμα και για την ζωή του. Ανατρίχιασε, αλλά νόμιζε πώς είδε για μια στιγμή στην θέση του αλόγου έναν πολύ ψηλό, πολύ αδύνατο και αγέρωχο καλόγερο που τον κοιτούσε με γλυκιά συμπάθεια.
Στη συνέχεια προχώρησε για να φτάσει κατάκοπος στην μεγάλη πύλη του μοναστηριού που έβλεπε στο Αιγαίο Πέλαγος. Η βροχή δεν είχε σταματήσει και πότιζε τώρα όλο του το κορμί. Όταν μπήκε στην αυλή του μοναστηριού πήγε και προσκύνησε την εικόνα της Παναγίας που στέκεται όρθια σαν αόρατη θεία μορφή με τα χέρια σαν να σπέρνουν την γη. Μετά το προσκύνημα κάθισε λίγο να ξαποστάσει και να συλλογιστεί τι είχε συμβεί. Θυμήθηκε τότε πως κάποιοι προσκυνητές μιλούσαν για τους αοράτους μοναχούς που συχνά εμφανίζονται σαν μορφές αιθέριες, συχνά σαν κλασικοί καλόγεροι, συχνά σαν μυστήριες μαυροφορημένες φιγούρες που κάνουν πως δεν σε ακούνε και στη συνέχεια χάνονται μυστηριωδώς. Δεν ήθελε να ισχυριστεί πως αυτή ήταν μια εμπειρία συνάντησης με κάποιο αόρατο μοναχό, αλλά….