Παγωμένη η κυπριακή κοινωνία παρακολουθεί την υπόθεση φόνων αλλοδαπών γυναικών τα πτώματα των οποίων ανασύρθηκαν από φρεάτιο του παλιού μεταλλείου Μιτσερού, την ίδια ώρα που προσπάθειες γίνονται για τον εντοπισμό και της εξάχρονης κόρης της μιας εξ αυτών στην λίμνη Μεμί Ξυλιάτου. Δράστης των ειδεχθών εγκλημάτων, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε στις διωκτικές αρχές, ένας άνδρας υπεράνω πάσης υποψίας. Μορφωμένος, στρατιωτικός στο επάγγελμα, διαζευγμένος και πατέρας δύο παιδιών. Ένα προφίλ που θα ταίριαζε σε χιλιάδες άλλους Κύπριους, με την μόνη διάφορα πως κάτω από την μάσκα του ευυπόληπτου πολίτη, κρυβόταν… ο «Ορέστης», ένα αρπακτικό που με μαεστρία παγίδευε «εύκολα και βολικά» θύματα μέσω διαδικτύου και αφού τις έπειθε να τον συναντήσουν, τις σκότωνε. Αυτό τουλάχιστον συνέβη στις δύο μέχρι στιγμής γυναίκες που βρέθηκαν νεκρές στο υγρό φρεάτιο του Μιτσερού, με τις διωκτικές αρχές να μην αποκλείουν την πιθανότητα στον πάτο του να έχουν θαφτεί κι άλλες αθώες γυναίκες.
Για τα εγκληματολογικά χρονικά της Κύπρου η υπόθεση του «Ορέστη» είναι πρωτοφανής, για τα εγκληματολογικά χρονικά όμως μεγαλύτερων χωρών τέτοιες υποθέσεις δεν είναι μοναδικές. Ακόμη και για την μικρή σχετικά Ελλάδα περιπτώσεις κατά συρροή δολοφόνων γυναικών έχουν καταγραφεί στο παρελθόν, με την χαρακτηριστικότερη εκείνη του Κυριάκου Παπαχρόνη, του στρατιωτικού με το αγγελικό πρόσωπο, που την δεκαετία του ’80 έσπειρε τον τρόμο στους δρόμους της βόρειας Ελλάδας.
Το φονικό ξέσπασμα
Ο Κυριάκος Παπαχρόνης γνωστός και ως ο δράκος της Δράμας, ήταν ένας από τους πλέον διαβόητους εγκληματίες που έδρασαν στον ελληνικό χώρο.
Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός του Στρατού, απασχόλησε την κοινή γνώμη με σωρεία εγκληματικών ενεργειών, οι βιαιότερες των οποίων ήταν οι βιασμοί και οι ανθρωποκτονίες ιερόδουλων γυναικών στην περιοχή της Βόρειας Ελλάδας την δεκαετία του ’80.
Η δολοφονική του δράση ξεκίνησε συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 1981 όταν βίασε και σκότωσε μια ιερόδουλο και τέλειωσε τον Δεκέμβριο του 1982, με τον σοβαρό τραυματισμό μιας 30χρονης μητέρας τεσσάρων παιδιών.
Στο διάστημα αυτό είχε διαπράξει δύο ανθρωποκτονίες γυναικών, επτά απόπειρες ανθρωποκτονιών, οκτώ απόπειρες βιασμών, κακοποιήσεις αλλά και πέντε βομβιστικές επιθέσεις.
Οι μαρτυρίες των θυμάτων που επέζησαν καθώς και το γεγονός ότι οι περισσότερες επιθέσεις τις πραγματοποιούσε φορώντας τη στρατιωτική του στολή βοήθησαν στην σύλληψή του, στις 13 Δεκεμβρίου του 1982 από την Ασφάλεια της Δράμας.
Ως έφεδρος δόκιμος αξιωματικός, η δίκη του διεξήχθη από το Διαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, και ο Παπαχρόνης βρέθηκε αντιμέτωπος με τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή και της παράνομης οπλοχρησίας και οπλοκατοχής κατ’ εξακολούθηση.
Το δικαστήριο τον καταδίκασε «δις εις θάνατον», ποινή που μετατρεπόταν σε 22 χρόνια κάθειρξη. Τον πρώτο καιρό της φυλάκισής του υπήρξε ιδιαίτερα απείθαρχος και βίαιος αλλά από την δεκαετία του 1990 και έπειτα μεταβλήθηκε σε υποδειγματικό κρατούμενο. Αποφυλακίστηκε σε ηλικία 44 χρονών, το 2004, αφού είχε εκτίσει ολόκληρη την ποινή του. Σήμερα ζει στη Λάρισα, και δεν έχει απασχολήσει ξανά τις διωκτικές αρχές.
Ο serial killer με το αγγελικό πρόσωπο
Το απόγευμα της 9ης Σεπτεμβρίου του 1981, ο Παπαχρόνης επισκέφτηκε έναν οίκο ανοχής στην περιοχή Προφήτης Ηλίας της Ξάνθης και ζήτησε τις υπηρεσίες μιας 46χρονης ιερόδουλης. Η συνέρευση όμως κατέληξε σε καυγά, με την ιερόδουλη (σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Παπαχρόνη) να υποτιμά την σεξουαλική του ικανότητα. Ο Παπαχρόνης έφυγε έξαλλος από θυμό, για να επιστρέψει μερικές ώρες αργότερα, να την βρει μόνη της και να την μαχαιρώσει μέχρι θανάτου.
Το επόμενο θύμα του, επίσης ιερόδουλη, το συνάντησε νύχτα στους δρόμους της Δράμας. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1981 και ενώ η ιερόδουλη αναζητούσε πελάτες, ο Παπαχρόνης την ακολούθησε χωρίς να γίνει αντιληπτός, και την μαχαίρωσε στην πλάτη. Όμως οι φωνές του θύματος προκάλεσαν την αναστάτωση των περαστικών και ο Παπαχρόνης έφυγε γρήγορα.
Δέκα μέρες αργότερα, στις 30 Δεκεμβρίου, και αφού είχε βγει από έναν κινηματογράφο που έπαιζε πορνογραφικές ταινίες θα εντοπίσει μια 19χρονη φοιτήτρια λίγο πριν φτάσει στο σπίτι της. Την μαχαίρωσε με πέντε μαχαιριές στον τράχηλο, αλλά έγινε αντιληπτός από τον πατέρα της 19χρονης που την περίμενε και έφυγε.
Στις 15 Ιανουαρίου 1982, ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο, επιτέθηκε σε μία φιλόλογο την ώρα που περπατούσε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Δράμας. Την παρέσυρε κάτω από την αερογέφυρα και χτυπώντας την με το μαχαίρι του, προσπάθησε να τη βιάσει. Όμως τελικά άλλαξε γνώμη και άφησε την γυναίκα να φύγει, η οποία ήταν και το πρώτο θύμα που έδωσε στην Αστυνομία ακριβή, και λεπτομερή περιγραφή του Παπαχρόνη.
Στις 15 Αυγούστου του 1982 συνάντησε τυχαία στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης μια πρόσφατη γνωριμία του και με επιμονή της ζητούσε να βρεθούν οι δυο τους. Ακολούθησε την κοπέλα μέχρι το σπίτι της, ζητώντας της να κάνουν έρωτα και στο τέλος της έκλεισε το στόμα, την άρπαξε και την παρέσυρε σε ένα παρακείμενο αλσύλλιο. Έβγαλε το μαχαίρι (που το είχε πάντα μαζί του) από την κάλτσα του και την μαχαίρωσε στον τράχηλο, της έσκισε τα ρούχα και την βίασε. Την παράτησε γυμνή παίρνοντας όλα τα προσωπικά της αντικείμενα, τα οποία πέταξε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μενεμένης, κρατώντας μόνο τον αναπτήρα της, στοιχείο που αργότερα θα τον συνδέσει πέραν πάσης αμφιβολίας με την δολοφονία της κοπέλας. Η κοπέλα πέθανε δυο ώρες αργότερα από εσωτερική αιμμοραγία και πνευμονική ασφυξία.
Στις 21 Σεπτεμβρίου του 1982 επιτέθηκε κατά μιας 23χρονης, η οποία κατόρθωσε να ξεφύγει.
Την 1η Οκτωβρίου του 1982 ύστερα από παρακολούθηση επιτέθηκε και τραυμάτισε σοβαρά μια 18χρονη λίγα μέτρα έξω από το σπίτι της στην Δράμα ενώ στις 25 Οκτωβρίου επιτέθηκε στην Ξάνθη αυτή τη φορά, εναντίον μιας 32χρονης ιερόδουλης, την οποία τραυμάτισε πολύ σοβαρά.
Το τελευταίο θύμα του, ήταν μια 30χρονη καθαρίστρια, μητέρα τεσσάρων παιδιών, την οποία παρακολουθούσε στενά αρκετές ημέρες πριν της επιτεθεί. Όταν το έκανε αυτό , στις 8 Δεκεμβρίου του 1982- την μαχαίρωσε στο πρόσωπο και στην καρωτίδα, και εξαφανίστηκε.
Η σύλληψη
Οι περιγραφές του δράστη από τα επιζώντα θύματά του και το γεγονός ότι αναφέρονταν σε έναν άντρα που φοράει στρατιωτική στολή, διευκόλυνε τις διωκτικές Αρχές, περιορίζοντας το εύρος των υπόπτων. Η συμμετοχή των στρατιωτικών Αρχών στην αναζήτηση του δολοφόνου, με την λεπτομερή διεξαγωγή ερευνών και παρακολούθηση των κινήσεων των «ύποπτων» στρατιωτών και στρατιωτικών, οδήγησαν στην σύλληψή του, λίγες μέρες μετά την τελευταία δολοφονική του επίθεση.
Όταν μαθεύτηκε η είδηση της επίθεσης στο τελευταίο θύμα του, δύο αξιωματικοί του στρατοπέδου, ο Χρήστος Τριανταφυλλίδης και ο Τάσος Κοσμίδης, ψάχνοντας στα αρχεία ανακάλυψαν ότι εκείνη την νύχτα, ήταν ελάχιστοι άντρες έξω από το στρατόπεδο λόγω απαγόρευσης εξόδου, και ένας από αυτούς, ο Κυριάκος Παπαχρόνης, είχε αργήσει μάλιστα, να επιστρέψει. Κλήθηκε σε ανάκριση από τον υπεύθυνο του στρατοπέδου, και το γεγονός πως δεν είχε άλλοθι για το συγκεκριμένο βράδυ σε συνδυασμό και με την εμφανή νευρικότητά του, έκαναν τον αξιωματικό να δώσει εντολή να ερευνηθεί το διαμέρισμά του. Από την έρευνα αυτή, ανακαλύφθηκαν τα μαχαίρια του καθώς κι ο αναπτήρας που είχε κρατήσει ως «αναμνηστικό» από ένα από τα θύματά του. Έπειτα το λόγο πήρε η Ασφάλεια της Δράμας. Συνέλαβε τον Παπαχρόνη το βράδυ της 13ης Δεκεμβρίου του 1982. Η απόλυτη άρνηση των συμβάντων που αρχικά επέλεξε ως τρόπο άμυνας εναντίον των κατηγοριών, σύντομα κατέρρρευσε. Οι πολλές ανακρίβειες, οι λανθασμένες απαντήσεις του, η σωρεία των αναγνωρίσεων από τα θύματά του, η έλλειψη άλλοθι, αλλά και η κούραση από τις ανακρίσεις, τον οδήγησαν εν τέλει να παραδεχτεί και να αποδεχτεί όλα τα εγκλήματά του και τις κατηγορίες που τον αφορούσαν.
Επίσης ομολόγησε ότι στις 12 Μαρτίου του 1982 είχε τοποθετήσει δύο ωρολογιακές βόμβες στο Ταχυδρομείο και στο κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην Ξάνθη, ότι την επόμενη μέρα, 13 Μαρτίου είχε τοποθετήσει άλλες δύο βόμβες σε ένα κατάστημα και στο υποκατάστημα της Τράπεζας Πίστεως στην Καβάλα, ότι στις 16 Ιουνίου 1982 είχε τοποθετήσει ακόμα μια βόμβα στην πόρτα του στρατοπέδου του στη Δράμα, και ότι είχε προκαλέσει μικρό εμπρησμό στο αεροδρόμιο της Καβάλας.
Νάρκισσος και αλγολάγνος
Σύμφωνα με τον ίδιο, η αιτία της συμπεριφοράς του, βρίσκεται στην πρώτη επίσκεψη που έκανε, στην εφηβική ηλικία, σε οίκο ανοχής. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι σε ηλικία 13 χρονών και ενώ είχε πάει να επισκεφτεί πρώτη φορά μιαν ιερόδουλη σε ένα πορνείο στην Ξάνθη, η απόρριψη και η ειρωνεία που βίωσε από την πόρνη όταν δεν μπόρεσε να εκτελέσει την σεξουαλική πράξη, γέννησε και θέριεψε το μίσος του για τις γυναίκες. Και η δεύτερη προσπάθεια – πάλι με ιερόδουλο – ήταν το ίδιο αποτυχημένη. Αυτή μάλιστα η ιερόδουλος τον ειρωνεύτηκε μπροστά στους φίλους του, πράγμα που στάθηκε καίριο πλήγμα στον αυτοσεβασμό του. Ο Παπαχρόνης, κλείστηκε στον εαυτό του, ψυχαγωγούμενος με πορνοταινίες, και όταν προσπάθησε ύστερα από κάμποσα χρόνια να συνευρεθεί σεξουαλικά με ιερόδουλο, η αποτυχία ήρθε και πάλι. Ο Παπαχρόνης αναφέρει επίσης ότι η επίσκεψη στην ιερόδουλο που σκότωσε, και η απαξιωτική συμπεριφορά της ήταν αυτό που ξύπνησε μέσα του τις μνήμες και το μίσος του για τις γυναίκες, και προκάλεσε την εκδικητική μανία του.
Οι ψυχίατροι που τον εξέτασαν κάνουν λόγο για αλγολαγνεία, μια μαζοχιστική ανάγκη να ταλαιπωρεί και να βασανίζει το σώμα του προκειμένου να το φτάσει στα όρια της αντοχής του, αφού για τον Παπαχρόνη η σωματική ρώμη ήταν η μόνη απόδειξη του ανδρισμού του.
Η ναρκισσιστική δομή της προσωπικότητάς του από την άλλη, δημιουργεί ένα πλήθος άλλων χαρακτηριστικών όπως το έντονο άγχος, την κοινωνική ωριμότητα, τη δυσπιστία και τον ατομικισμό. Η ανάγκη του για κυριαρχία, και η ανικανότητά του να διαχειριστεί την απόρριψη, τον οδήγησαν σε ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις.