Τον Ιανούαριο του ’96, με αφορμή τα γεγονότα στα Ίμια, Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν ως γνωστόν ένα «κλικ» από την έναρξη εχθροπραξιών.
Ίσως όμως όχι τόσο κοντά όσο εννέα χρόνια πριν, στην κρίση του 1987, όταν η ελληνική πλευρά ήταν ακόμα καλύτερα προετοιμασμένη, τόσο στρατιωτικά, όσο και διπλωματικά. Ήταν τότε που η Τουρκία έπαιξε περισσότερο από ποτέ με τη… φωτιά, αμφισβητώντας εμπράκτως την υφαλοκρηπίδα των ελληνικών νησιών. Ανακοινώνοντας μια μικρή περιοδεία στο Αιγαίο αρχικά του Πίρι Ρέις (όπως κι έγινε) και εν συνεχεία του Σισμίκ (ουσιαστικά δεν έγινε ποτέ), με τον αστερίσκο ότι θα σταλούν σε χωρικά ύδατα που δε θεωρούν ελληνική επικράτεια.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου αναλαμβάνει προσωπικά τη διαχείριση της κρίσης και καθιστά σαφές προς πάσα κατεύθυνση ότι είτε δεν μπλοφάρει είτε ότι είναι ένας εξαιρετικός μπλοφαδόρος. Διατάσσει στρατιωτική επιστράτευση, «κλειδώνοντας στόχους», θέτει «ΗΠΑ και ΝΑΤΟ ενώπιον των ευθυνών τους» για το ενδεχόμενο πολεμικής εμπλοκής στο Αιγαίο, προετοιμάζει επικοινωνιακά το κλείσιμο της αμερικανικής βάσης στη Νέα Μάκρη και στέλνει τον υπουργό Εξωτερικών Κάρολο Παπούλια στη Σόφια για τη δημιουργία κοινού ελληνοβουλγαρικού μετώπου.
Η συμφωνία με τον «σύντροφο» Ζίβκοφ επιτρέπει στην Ελλάδα να αποσύρει στρατεύματα από εκείνη τη μεθόριο και να τα στείλει στον Έβρο. Η προετοιμασία για ένοπλη σύγκρουση είναι πυρετώδης και το επίπεδο του συντονισμού τέτοιο που έχει εκτοξεύσει το φρόνημα στους ανθρώπους των ενόπλων δυνάμεων. Απολύτως ενδεικτική η ατάκα – διαβεβαίωση του αρχηγού του ΓΕΣ, αντιστράτηγου Σταμάτη Βελλίδη προς τον πρωθυπουργό: «Θα προελάσουμε στην Ανατολική Θράκη και σε μια βδομάδα θα μπούμε στην Κωνσταντινούπολη»!
Ομοίως χαρακτηριστικό του κλίματος που επικρατούσε στο στράτευμα είναι και ένα περιστατικό εκείνων των ημερών, που για πολλά χρόνια έμεινε σκεπασμένο από την άχλη του μύθου στο εσωτερικό της Πολεμικής Αεροπορίας, προτού επιβεβαιωθεί ως γεγονός από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές.
Ήταν οι μέρες που παραμεθόρια χωριά στον Έβρο εκκενώνονται… Καλούνται ορισμένες κλάσεις εφέδρων, όσοι υπηρετούσαν και ήταν να απολυθούν παραμένουν μέχρι νεωτέρας. Στρατιωτικές μονάδες αφήνουν τις έδρες τους και προωθούνται στις προκαθορισμένες θέσεις εκστρατείας, πολεμικά πλοία παίρνουν θέση στο Αιγαίο φορτωμένα “live” πυρομαχικά και τα αεροπλάνα της Πολεμικής Αεροπορίας πανέτοιμα -και οπλισμένα- βρίσκονται ουσιαστικά στο μονοπάτι του πολέμου. Tο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων κατακλύζεται από πληροφορίες για τις κινήσεις των «απέναντι» και τα στρατιωτικά νοσοκομεία έχουν επανδρωθεί και εξοπλιστεί για παν ενδεχόμενο.
Τα νερά του Αιγαίου βράζουν, ο ουρανός του μυρίζει μπαρούτι και σε ένα τέτοιο σκηνικό οι αερομαχίες και οι αναχαιτίσεις ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική πολεμική αεροπορία είναι πιο «πυκνές» από ποτέ. Οι Έλληνες χειριστές των μαχητικών είχαν λάβει εντολές να παρακολουθούν και να επιτηρούν στενά το τουρκικό ωκεανογραφικό Πίρι Ρέις. Όπως είχε αναφέρει σε συνέντευξή του, ένας εκ των πιλότων, ο Μ.Σ., όλα ήταν έτοιμα και οι πιλότοι των μαχητικών απλά περίμεναν το «σήμα». «Τα ξημερώματα μπήκαμε στα αεροπλάνα και περιμέναμε να ριχτούμε στη μάχη, αφού η ενημέρωση που είχαμε ήταν σε πολεμικό πνεύμα».
Καθώς ανέμεναν τη διαταγή για απογείωση, οι συνθήκες μεταβλήθηκαν. Η συνομιλία που υποκλάπηκε από το κοντινό τουρκικό ραντάρ στις έξι παρά τέταρτο το πρωί ανέφερε ότι το «Πίρι Pέις» θα αποσυρθεί και το «Σισμίκ» δε θα βγει.
«Στις έξι και τέταρτο μας είπαν ότι όλα είχαν τελειώσει».
Η ένταση πάνω από το Αιγαίο ωστόσο δεν αποκλιμακώθηκε άμεσα. Την επόμενη βδομάδα ο πιλότος Μ.Σ. και ο εκπαιδευτής του Γ.Π. ενεπλάκησαν σε μία αερομαχία μεγάλης διάρκειας. Μαχητικά των δύο χωρών συναντήθηκαν στην εναέρια περιοχή της Χίου και των Οινουσσών. Καθώς είχαν ξεμείνει από καύσιμα, τα τουρκικά μαχητικά γύρισαν για προσγείωση στο κοντινό αεροδρόμιο της Σμύρνης, όπως και τα ελληνικά Φάντομ τα οποία επέστρεψαν στη βάση τους για τον ίδιο λόγο.
Οι δύο νεαροί πιλότοι όμως, Μ.Σ και Γ.Π, δεν ακολούθησαν τα υπόλοιπα ελληνικά αεροπλάνα και προέβησαν σε μία παράτολμη κίνηση, που θα μπορούσε να επαναφέρει την κατάσταση στην κόψη του ξυραφιού, παραβιάζοντας αυτή τη φορά τη λεπτή κόκκινη γραμμή. Το ελληνικό φάντομ με τους δύο Έλληνες χειριστές ακολούθησε τα τουρκικά μαχητικά ως τις τουρκικές ακτές και πέταξε πάνω από το αεροδρόμιο της Σμύρνης, περίπου στα 200 πόδια.
Ο αιφνιδιασμός ήταν τέτοιος που οι Τούρκοι δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν, ενώ το ελληνικό αεροσκάφος είχε πλέον χαθεί από τα ελληνικά ραντάρ. Το ραντάρ που βρισκόταν στη Λήμνο δεν μπορούσε να τους εντοπίσει, ενώ όπως ο ίδιος ο Μ.Σ είπε, το ραντάρ της Μυκόνου φώναζε σαν «τρελό». «Περάσαμε χαμηλά από τον Πύργο Ελέγχου του τουρκικού αεροδρομίου και σηκώθηκε όλη η αεροπορία τους να μας κυνηγήσει. Tο ραντάρ της Mυκόνου φώναζε σαν τρελό. Μας έψαχναν. Ήταν ο Θ. που κατάλαβε τι έγινε. Tότε πετάξαμε υπερηχητικά πάνω από όλα τα χωριά τους. Πετούσαμε πολύ, μα πολύ χαμηλά, κάπου στα 100 μέτρα και… ισιώσαμε όλα τα τζαμιά».
Το περιστατικό διήρκεσε μερικά λεπτά και λίγο αργότερα το ελληνικό Φάντομ με τους Μ.Σ και Γ.Π «εμφανίστηκε» ξανά στα ραντάρ. Η επικίνδυνη και αψυχολόγητη ενέργεια των δύο νεαρών τότε πιλότων θα μπορούσε ασφαλώς να εξελιχθεί σε τραγωδία και ενδεχομένως σε πολεμική σύρραξη με απρόβλεπτες συνέπειες. Σοφά… ποιώντας οι δύο πιλότοι αποφάσισαν να μην αναφέρουν το σοβαρό περιστατικό στους ανωτέρους τους, ίσως όχι τόσο φοβούμενοι την παραδειγματική τιμωρία τους, αλλά κυρίως για να μην του δώσουν τη διάσταση της «επισημότητας». Με την πάροδο των χρόνων οι δύο πιλότοι πήραν θέσεις ευθύνης στην Πολεμική Αεροπορία και τελικά αποκάλυψαν το περιστατικό ως απόστρατοι.
Δεν είχαν βέβαια καμία αμφιβολία ότι στα χρόνια που μεσολάβησαν η «ομερτά» στην Πολεμική Αεροπορία και ο Θ. του ραντάρ Μυκόνου είχαν «καθαγιάσει» την απολύτως γενναία, αλλά αυτοκαταστροφική δράση τους εκείνο τον Απρίλιο του ’87.