«Μπήκες στο ραντάρ μου, σκουπίδι!»: Ο άγνωστος παίκτης που τσάκισε τον Τζόρνταν, αλλά το μετάνιωσε πικρά

Κοινοποίηση:
The-greatest-Michael-Jordan-Bulls-stories-ever

Ο Μάικλ ανοιγόκλεισε απογοητευμένος τα βλέφαρά του, σήκωσε απαυδισμένος τους ώμους και κοίταξε με απορία τον Φιλ Τζάκσον (του οποίου, στην πρώτη χρονιά του «Ζαν Μάστερ» ως head coach των Μπουλς, δεν ήταν ακριβώς και ο μεγαλύτερος φαν του- άλλωστε είχε απολυθεί για χάρη του ο αγαπημένος του Νταγκ Κόλινς):

«Αλήθεια, με αυτούς περιμένεις να κερδίσω το πρωτάθλημα;», έμοιαζε να λέει.

Έπειτα, έριξε μια ματιά στον Πάξον, τον Καρτράιτ, τον Άρμστρονγκ, τον Περντιού, τον Λετ, τον Ντέιβις και τους άλλους, ακόμα και τους Πίπεν-Γκραντ που για την ώρα ήταν αγωνιστικά άγουροι.

«Αλήθεια, με αυτούς περιμένετε να κερδίσω το πρωτάθλημα;», κραύγαζε σιωπηλά η στάση του σώματός του.

Δεν είχε και πάρα πολύ άδικο, μιας και το supporting cast (όπως ο ίδιος το βάφτισε, σε μια από τις συνήθεις εξάρσεις του μονίμως εγκυμονούντος υπερεγώ του) ήταν μετρίως μέτριο και σε καμία περίπτωση έτοιμο για να σταθεί στο πλάι του στην ατραπό για τη Γη της Επαγγελίας- το δαχτυλίδι του πρωταθλητή, δηλαδή.

Ο χρόνος περνούσε. Ο Air μπορεί να είχε ήδη στην κατοχή του έναν τίτλο MVP της regular season και αυτό του αμυντικού της χρονιάς (και τα δύο την σεζόν 1987-1988), μπορεί να είχε κερδίσει 2 διαγωνισμούς καρφωμάτων και 3 τίτλους πρώτου σκόρερ, να ήταν MVP στο All Star Game του 1988, όμως στα playoffs έσπαγε επανειλημμένα τα μούτρα του, με αποτέλεσμα σύσσωμος ο μπασκετικός πλανήτης- όσο ακατανόητο κι αν φαίνεται τώρα που ξέρουμε τι επακολούθησε- ν’ αμφισβητεί την ικανότητά του ως ηγέτη.

Έχοντας ως αποκαρδιωτικό σάουντρακ στ’ αυτιά του τις αμφιβολίες των περισσοτέρων για το αν και κατά πόσον ένας εγωιστής και «ατομιστής» παίκτης είναι καμωμένος από το σπάνιο μέταλλο των πρωταθλητών, ο Τζόρνταν άρχισε να χάνει επικίνδυνα την υπομονή του μπαίνοντας για την σεζόν 1989-1990.

Μπαίνοντας στο training camp, λοιπόν, το «αμάλγαμα» της καινοφανούς ανταγωνιστικότητάς του και της διαφαινόμενης απογοήτευσης για τις κινήσεις του   front office των Μπουλς ήταν άκρως επικίνδυνο για όποιον πλησίαζε με τις λάθος προθέσεις τον τύπο με το 23.

Τη μεγαλύτερη γκάφα εξ όλων έμελλε να κάνει ένας από τους αποκαλούμενους “tackling dummies”- παίκτες, δηλαδή, που τους έπαιρναν οι προπονητές στα training camps για να γεμίζουν τα ρόστερ και να μπορούν να βγαίνουν τα «διπλά», αλλά που είχαν απειροελάχιστες πιθανότητες να δηλωθούν στην regular season. Συνήθως έπαιζαν 7-10 μέρες έκαστος το πολύ, εν συνεχεία έπαιρναν ένα αναμνηστικό μπλουζάκι μαζί με καμιά φωτογραφία δίπλα στους σταρ και έλεγαν κι ευχαριστώ (“thanks”, για να είμαστε ακριβέστεροι μιας και μιλάμε για Αμερικανάκια).

Το όνομά του συγκεκριμένου tackling dummie ήταν Ματ Μπραστ και προερχόταν από το ρωμαιοκαθολικό πανεπιστήμιο St. John’s της Νέας Υόρκης. Ο Σαμ Σμιθ (ο συγγραφέας του «διαβόητου» “Jordan Rules”) στο βιβλίο του “There is nonext: NBA legends on the legacy of Michael Jordan” χαρακτηρίζει τον Μπραστ «σκληρό σαν πεζοναύτη, αλλά με ελάχιστο ταλέντο».

Ο Μπραστ ήταν αυτό που οι γραμματιζούμενοι πλέον λένε “combo guard” και που εμείς παλιότερα τους ονομάζαμε «ασόδυο». Έχοντας μπροστά του στο Σικάγο Άρμστρονγκ, Πάξον Χότζες και, φυσικά, τον Τζόρνταν, ήξερε πως δεν είχε ουδεμία ελπίδα να επιλεγεί από τον Τζάκσον για το τελικό ρόστερ των Μπουλς.

Ωστόσο, ο κ@ργιόλης έπαιζε σκληρά και ήθελε να κάνει αισθητή την παρουσία του στην προετοιμασία (στις όσες μέρες θα τον κρατούσαν, τέλος πάντων, μέχρι να φύγει).

Γι’ αυτό, του φάνηκε εξαιρετική ιδέα να κάνει το εξής: σε ένα από τα εσωτερικά διπλά (ξέρετε μωρέ τώρα, αυτά τα scrimmages…) και με τον Μάικλ να ετοιμάζεται να καρφώσει, πήδηξε και τον άρπαξε από τους ώμους, με αποτέλεσμα να τον «ξαπλώσει» επικίνδυνα στο παρκέ.

Το ιατρικό επιτελείο των «Ταύρων», θέλοντας προφανώς ν’ αποτίσει φόρο τιμής στο όνομα της ομάδας, μπήκε εντός των τεσσάρων γραμμών σαν ταύρος εν υαλοπωλείω και έτρεξε προς την πλευρά του MJ για να τσεκάρει την κατάστασή του.

Ο Φιλ Τζάκσον έσπευσε να διακόψει την προπόνηση, όμως ο Τζόρνταν απλά κοίταξε επίμονα τον Μπραστ και- σύμφωνα με τον αστικό μύθο- του είπε κάτι σαν «Τώρα έχεις την προσοχή μου, σκουπίδι». Έπειτα τινάχτηκε πάνω, απαίτησε να συνεχιστεί το διπλό («Μην διανοηθείς να το διακόψεις», είπε στον Ζεν Μάστερ) και μετά…

Και μετά άρχισε να «βασανίζει» τον αυθάδη Μπραστ, σκοράροντας συνεχώς απέναντί του, καρφώνοντας στη μάπα του, κλέβοντάς του μπάλες στην άμυνα, «κολλώντας» του σουτ στη μούρη και ούτω καθεξής- ό,τι έκανε ο AIR, δηλαδή, όταν ανέβαζε θερμοκρασία (την εποχή προ πανδημίας κάτι τέτοιο δεν ήταν επικίνδυνο).

Το αποτέλεσμα ήταν ο σούπερ σταρ του Σικάγο να πάρει την εκδίκησή του ακόμα κι από έναν άσημο παίκτη που μετά δυσκολίας τον θυμάται η Wikipedia, την στιγμή που ο Μπραστ διώχθηκε μια ώρα αρχύτερα από το training camp.

Ο Τζόρνταν, και σύσσωμοι οι Μπουλς, θ’ αποτύγχαναν εν τέλει γι’ ακόμα μία φορά την χρονιά 1989-1990, πριν ξεκινήσουν την ανάβασή τους στο μπασκετικό Έβερεστ το 1991 με το πρώτο (από τα 6 συνολικά) πρωταθλήματα που κατέληξαν στην «Πόλη των Ανέμων».

Ωστόσο, εκείνο που μετράει περισσότερο κι από τα γεγονότα αυτά καθαυτά εκείνης της ημέρας στις πρώτες προπονήσεις της ομάδας, είναι η ακόρεστη δίψα του Τζόρνταν για ανταγωνισμό. Η άσβεστη επιθυμία να «την πει» ακόμα και σ’ έναν παίκτη που δεν επρόκειτο ποτέ να ξαναδεί στην ζωή του, απλά και μόνο για να έχει την ηθική ικανοποίηση πως τον κατατρόπωσε.

Είναι κάτι τέτοιες μικρές λεπτομέρειες που μεγεθύνουν κι άλλο τον αψεγάδιαστο μύθο του Μάικλ. Και που ενισχύουν αυτό που φωνάζουν, μέχρι να ματώσουν οι φωνητικές τους χορδές, οι απειράριθμοι φαν του. Αυτό που δηλώνει και ευθαρσώς ο Σαμ Σμιθ στον τίτλο του βιβλίου του:

Δεν πρόκειται να υπάρξει επόμενος Τζόρνταν…

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: