Ο καθηγητής Γλωσσολογίας και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Μπαμπινιώτης, μέσω της ανάρτησής του στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook, αναφέρεται σε λέξεις όπως butter «βούτυρο», χαρτί «χαρτί», εκκλησία «εκκλησία», σκίτσο «σκαρίφημα – θεατρικό σκετς», βόμβα. «βόμβα», τονίζοντας πως «και όμως είναι ελληνικές!».
Το αρχ. ελληνικός βούτυρον / βούτυρος (βοῦς + τυρός), μέσω του λατ. butyrum, έδωσε το παλαιό αγγλ. butere, από όπου το σύγχρονο αγγλ. βούτυρο (και τα γερμ. Butter, γαλλ. beurre, ιταλ. burro κ.ά.). Το αρχ. πάπυρος, που δήλωσε την πρώτη μορφή γραφικής ύλης από το ομώνυμο φυτό το οποίο ευδοκιμούσε στην Αίγυπτο, έδωσε το αγγλ. χαρτί (γαλλ. papier, γερμ. Papier κ.ά.) μέσω του λατ. papyrum, από όπου το μεσαιωνικό γαλλ. papier και το μεσαιωνικό αγγλ. χαρτί. Πιo σύνθετη είναι η προέλευση της λέξης που δήλωσε στην Αγγλική την «εκκλησία»: εκκλησία. Ξεκίνησε από το ελληνιστικό κυριακὸν (δῶμα) «οίκος του Κυρίου» (από το Κύριος), το οποίο, μέσω του παλαιού γερμ. kirihha (από όπου το γερμ. Kirche «εκκλησία») και των παλ. αγγλ. cirice και μέσ. αγγλ. chirche, έδωσε το αγγλ. Εκκλησία. Οι ίδιοι οι Έλληνες χριστιανοί χρησιμοποίησαν το αρχ. εκκλησία (εκκλησία του δήμου «η συγκέντρωση του λαού / των πολιτών ως θεσμικό όργανο») με νέο περιεχόμενο: χώρος όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί για να λατρέψουν τον Θεό (ενώ οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την λ. ναός, με την αντίληψη ότι αποτελεί χώρο όπου ναίουν, όπου κατοικούν οι θεοί).
Ενδιαφέρον έχει, για τις περιπέτειές της, η λέξη σκίτσο «σκαρί-φημα – θεατρικό σκετς».Ποιος το φαντάζεται, εκ πρώτης όψεως, ότι προέρχεται από την ελληνική λ. σχέδιο; Η αρχαία λ. σχέδιον (από το αρχ. σχέδιο, που σήμαινε «προσωρινός, αυτοσχέδιος», προερχόμενη από τη λ. σχεδόν και αυτή από το ἔχω), μέσω του λατ. schedium, έδωσε το ιταλ. schizzo, που πέρασε στα Ολλανδικά ως schets, από όπου το αγγλ. σκίτσο. Το περίεργο για τη ζωήν των λέξεων είναι ότι το ελλην. σχέδιο επανήλθε στους νεότερους χρόνους στην Ελληνική ως «αντιδάνειο» (ως δάνειο δανείου!) μέσα από δύο ξένες γλώσσες: από την Ιταλική ως σκίτσο και από την Αγγλική ως σκέτη.
Ανάλογη είναι η περίπτωση του αγγλ. σκηνή «σκηνή». Προέρχεται από το ελλην. σκηνή, μέσω του λατ. scaena / σκηνή. Από το υποκοριστικό του λατ. scena, το scenarium, προήλθε το ιταλ. scenario που πέρασε σε διάφορες γλώσσες (αγγλ. scenario, γαλλ. scénario κ.ά.) και επανήλθε στα ελληνικά ως σενάριο (αντιδάνειο). Από το θέμα σχ- (τού ἔχω, πβ. κατά-σχ-ω, παρά-σχ-ω, σχ-εδόν), που είδαμε και στο σχέδιο, προήλθε και η λ. σχήμα, η οποία έδωσε, μέσω του λατ. schema, το αγγλ. scheme.
Μια λέξη που θα ξάφνιαζε ίσως, όταν κανείς διαπιστώσει ότι είναι ελληνική, είναι η αγγλική λ. πόνος «πόνος». Η λέξη αυτή προήλθε από την ελλην. λ. ποινή, που σήμαινε αρχικά «τιμή αίματος, εκδίκηση (για έγκλημα)» και μετά «τιμωρία». Μέσω του λατ. poena, που έδωσε το γαλλ. peine (αρχικά σήμαινε «τα βασανιστήρια των μαρτύρων τής πίστεως»), προήλθε το αγγλ. πόνος με την σημ. «πόνος» ως απόρροια των πόνων από τα βασανιστήρια και ως επακόλουθο της τιμωρίας γενικότερα.Εξίσου ίσως θα ξάφνιαζε και η αγγλική λ. ήρεμος «κάλμα, νηνεμία». Και αυτή προήλθε από ελληνική λέξη, το αρχ. καῦμα, που δήλωνε τον καύσωνα και το θέρος, οδηγώντας συνεκδοχικά στην σημασία της ηρεμίας της θάλασσας, της απουσίας δυνατών ανέμων. Στην Αγγλική έφτασε η λέξη από το ιταλ. calma, που ανάγεται σε όψιμο λατ. cauma από το καύμα. Ότι η λ. ξαναγύρισε στην Ελληνική μέσω της Ιταλικής ως κάλμα, δηλαδή ως αντιδάνειο, είδαμε ότι αποτελεί συχνό φαινόμενο.
Το αρχ. πειρῶμαι «προσπαθώ, αποπειρώμαι, τολμώ» έδωσε στην μεταγενέστερη Ελληνική τη λ. πειρατής, που προφανώς θα σήμαινε αρχικά αυτόν που αποτολμά παρακινδυνευμένα και παράνομα εγχειρήματα. Μέσω του λατ. πειρατά η λ. έδωσε το αγγλ. πειρατής.