Η μητέρα του, Σιντέλα Μάλκομ, ήταν μόλις 19 ετών όταν γεννήθηκε ο γιος της. Ο πατέρας του, Νόρβαλ Σινκλέρ Μάρλεϊ, ήταν 60 ετών. Είχαν παντρευτεί ένα χρόνο πριν. Εκτός από τη μεγάλη διαφορά ηλικίας, το ζευγάρι αντιμετώπιζε κοινωνικά προβλήματα. Ο Νόρβαλ ήταν λευκός, βρετανός πεζοναύτης, που είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Τζαμάικα και δούλευε ως επιστάτης φυτείας στο χωριό Νάιν Μάιλ, όπου γεννήθηκε ο Μπομπ….
Η Σιντέλα ήταν μαύρη, γεννημένη στο Νάιν Μάιλ της Τζαμάικας. Η οικογένειά της είχε μία μικρή φάρμα στο χωριό και ο πατέρας της, εκτός από αγρότης, είχε και κάποιες γνώσεις Ιατρικής, γεγονός που τον καθιστούσε σημαντική προσωπικότητα στο χωριό. Ο γάμος του 60χρονου Βρετανού, Νόρβαλ και της 18χρονης Τζαμαϊκανής έγινε το 1944. Έναν χρόνο αργότερα, στις 6 Φεβρουαρίου, γεννήθηκε ο Μπομπ Μάρλεϊ. Κανείς δεν τον αποκαλούσε «Μπομπ». Αυτό έγινε πολλά χρόνια μετά. Το όνομα που του έδωσε ο πατέρας του, ήταν Νέστα Ρόμπερτ Μάρλεϊ και έτσι τον ήξεραν όλοι. Η Σιντέλα Μάλκομ Πηγή εικόνας Youtube Πολλά χρόνια αργότερα, όταν χρειάστηκε να βγάλει διαβατήριο για να ταξιδέψει στο εξωτερικό, ο υπεύθυνος διαβατηρίων είδε το όνομα «Νέστα» και σχολίασε ότι ήταν κοριτσίστικο. Γι’ αυτό άλλαξε τη σειρά των ονομάτων και στο διαβατήριο έγραψε «Ρόμπερτ Νέστα Μάρλεϊ». Έκτοτε ο τραγουδιστής συστηνόταν ως Μπομπ. Εξαιτίας του λευκού πατέρα του, το δέρμα του Μπομπ είχε πιο ανοιχτή απόχρωση συγκριτικά με τους υπόλοιπους Τζαμαϊκανούς και ο κόσμος τον αποκαλούσε «Γερμανό». Όταν ήταν μικρός, ο χαρακτηρισμός ενοχλούσε τον Μπομπ, γιατί τον ξεχώριζε από τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού….
Είχε μεγαλώσει με την οικογένεια της μητέρας του και διατηρούσε ελάχιστες επαφές με το «λευκό» σόι του πατέρα του. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο γάμος του Νόρβαλ με νεαρή Τζαμαϊκανή δεν έγινε εύκολα αποδεκτός. Η οικογένειά του τον πίεζε να εγκαταλείψει τη γυναίκα και το παιδί του. Υπέκυψε στις πιέσεις και έφυγε μακριά τους. Όσο ζούσε, τους στήριζε οικονομικά, αλλά δεν είχε ουσιαστική συμμετοχή στη ζωή του Μπομπ. Πέθανε το 1955 από καρδιακή προσβολή. Η Σιντέλα τον περιέγραψε ως τρυφερό άνθρωπο, που τους αγαπούσε πολύ….
Τα τρύπια παπούτσια
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Μπομπ και η Σιντέλα μετακόμισαν στο Κίνγκστον, την πρωτεύουσα της Τζαμάικας. Η οικογένεια του Νόρβαλ είχε σταματήσει να τους στέλνει χρήματα και οι δυσκολίες ήταν μεγάλες. Η Σιντέλα δούλευε ως καθαρίστρια και όποια άλλη μικροδουλειά μπορούσε να βρει. Έκανε τα αδύνατα δυνατά για να εξασφαλίσει φαγητό και ρούχα για τον γιο της. Μία μέρα του αγόρασε καινούρια παπούτσια, γιατί τα παλιά είχαν τρυπήσει. Ο Μπομπ τα φόρεσε και έφυγε για το σχολείο. Μετά το μάθημα πήγε να παίξει ποδόσφαιρο με τους φίλους του και γύρισε πολύ αργά στο σπίτι. Η Σιντέλα τον περίμενε, έξαλλη με την αργοπορία του. Όταν μπήκε μέσα ο Μπομπ, η μητέρα του παρατήρησε ότι τα ολοκαίνουργια παπούτσια του είχαν σκιστεί και ήταν γεμάτα χώματα. Ήταν η πρώτη φορά που του τις «έβρεξε». Μέχρι τότε, η δυνατή φωνή της ήταν αρκετή για να τον «κατσαδιάσει» για τις αταξίες του, αλλά εκείνο το βράδυ η Σιντέλα είχε θυμώσει πολύ. Το επόμενο πρωί, η Σιντέλα έφυγε για τη δουλειά της και ο Μπομπ πήγε στο σχολείο με τα σκισμένα παπούτσια. Όταν επέστρεψε η μητέρα του το βράδυ, την περίμενε μία ευχάριστη έκπληξη. Ο Μπομπ είχε καθαρίσει όλο το σπίτι για να απολογηθεί για την αταξία του. Είχε γυαλίσει τον πάγκο της κουζίνας, είχε καθαρίσει τα τζάμια, το μπάνιο, τα υπνοδωμάτια. Η Σιντέλα περιέγραψε το περιστατικό στη νύφη της, η οποία της είπε να μαλώνει πιο συχνά τον Μπομπ, αν τα αποτελέσματα ήταν τόσο θετικά. …