Τα πακέτα που συνήθως αναφέρουν ότι περιέχουν «σκουλαρίκια» προκαλούν ανησυχίες για αγροτική βιοτρομοκρατία ενώ σε εξέλιξη βρίσκονται έρευνες σε παγκόσμιο επίπεδο για την προέλευση τους.
Χιλιάδες αποστολές σπόρων άγνωστης προέλευσης αναφέρθηκαν αυτήν την εβδομάδα στις ΗΠΑ, τον Καναδά, τη Νέα Ζηλανδία και την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων περίπου 100 περιπτώσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι σπόροι φτάνουν με το ταχυδρομείο, χωρίς να έχει γίνει παραγγελία.
Την περασμένη Τρίτη, το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ ζήτησε από τους πολίτες να μην φυτεύουν αυτούς τους “ύποπτους” σπόρους που φτάνουν στα σπίτια τους άνευ παραγγελίας, με πιθανή προέλευση από την Κίνα. Το φαινόμενο έχει αναφερθεί ήδη σε περισσότερες από 10 πολιτείες.
Η Φλόριντα έχει καταγράψει περισσότερες από 630 περιπτώσεις, με έναν άνδρα να ισχυρίζεται ότι έχει λάβει τρία πακέτα σε μια εβδομάδα. Μια γυναίκα στο Τέξας είπε ότι είχε λάβει σπόρους τον Απρίλιο και τους φύτεψε, πιστεύοντας ότι ήταν δώρο – αλλά χωρίς αποτελέσματα.
Τα πακέτα με τους σπόρους φτάνουν ταχυδρομικά, και συνήθως αναφέρουν ότι πρόκειται για σκουλαρίκια, παιχνίδια ή άλλα αντικείμενα. Μάλιστα, εγείρονται και ζητήματα ασφάλειας προσωπικών δεδομένων, καθώς τα πακέτα αναφέρουν τα πλήρη στοιχεία των παραληπτών.
Τα περισσότερα φέρεται να έχουν σταλεί από πλαστές διευθύνσεις στην Κίνα, αλλά υπάρχουν και πακέτα σπόρων που φέρεται να έχουν σταλεί από την Ταϊβάν, το Ουζμπεκιστάν και τα Νησιά Σολομώντα.
Οι αμερικανικές αρχές εκτιμούν πως πιθανότατα πρόκειται για απάτη που στήνουν διαδικτυακές επιχειρήσεις, κάνοντας αποστολές για να δημιουργήσουν με αυτό τον τρόπο ψευδείς αξιολογήσεις για τα προϊόντα τους.
Ωστόσο, ο επίτροπος Γεωργίας του Κεντάκι, Ράιαν Κουάρλς, δεν απέκλεισε και το ενδεχόμενο να πρόκειται για κάτι πιο σοβαρό. «Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να ξέρουμε αν πρόκειται για απάτη, φάρσα ή πράξη αγροτικής βιοτρομοκρατίας», δήλωσε και προειδοποίησε: «Οι σπόροι θα μπορούσαν να εισάγουν άγνωστες ασθένειες σε τοπικά φυτά, να βλάψουν τα ζώα ή να απειλήσουν το περιβάλλον μας».
ΠΗΓΗ: Guardian