Μυστήριο με το «Σύνδρομο της Αβάνας»: Σε τι οφείλεται η ασθένεια των διπλωματών

Κοινοποίηση:
images__1__1_

Την πιθανή λύση του μυστηριώδους «Συνδρόμου της Αβάνας», που απασχολεί εδώ και χρόνια τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, παρουσίασε μια νέα έρευνα, εν μέσω της κρίσιμης διεθνούς συγκυρίας με την αυξανόμενη νέα ψυχροπολεμική ένταση μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας.

Ένα βράδυ του 2016, ένας υπάλληλος στην αμερικανική πρεσβεία της Αβάνας ξύπνησε από έναν δυνατό, διαπεραστικό ήχο που του «τρυπούσε» το αυτί και του προκαλούσε ίλιγγο και έντονη ναυτία. Από το 2017, δεκάδες διπλωμάτες στην αμερικανική και στην καναδική πρεσβεία της Αβάνας ανέφεραν τα ίδια πολλαπλά συμπτώματα, τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως «σύνδρομο», καθώς εμφανίστηκαν και σε πολλά άλλα μέλη του προσωπικού των πρεσβειών ΗΠΑ και Καναδά σε διάφορες πρωτεύουσες του κόσμου – ακόμη και στο Πεκίνο και τη Μόσχα.

Το «Σύνδρομο της Αβάνας» άρχισε να ερευνάται επισταμένα από ομάδες επιστημόνων και πρακτόρων των ΗΠΑ και συμμάχων τους, ενώ η Κούβα αρνήθηκε πως είχε ανάμιξη ή ήταν κάποια επίθεση με προηγμένα όργανα. Στο περιστατικό της Αβάνας δεν υπήρξε καμία παρεμβολή σε ηλεκτρονικά συστήματα.

Σε μελέτες που έγιναν, παρατηρήθηκαν εγκεφαλικές βλάβες σε ορισμένους διπλωμάτες. Πρόσφατα, το «Σύνδρομο της Αβάνας» επανήλθε με ένταση στη δημοσιότητα, όταν 20 μέλη της αμερικανικής διπλωματικής αποστολής στη Βιέννη –μια πόλη που αποτέλεσε σταθμό για κατασκόπους επί Ψυχρού Πολέμου, ενώ είναι και έδρα πολλών διεθνών οργανισμών- παραπονέθηκαν για συμπτώματα που παρέπεμπαν στο «Σύνδρομο της Αβάνας». Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Αντονι Μπλίνκεν δεσμεύθηκε τον περασμένο Νοέμβριο για την πλήρη διαλεύκανση του «συνδρόμου».

Το πόρισμα της νέας μεγάλης έρευνας που διεξήγαγε μια ομάδα ειδικών των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών υποστηρίζει ότι ορισμένα από τα επεισόδια οφείλονται σε «παλμική ηλεκτρομαγνητική ενέργεια» που εκπέμπεται από εξωτερική πηγή. Πάντως, το CNNi τονίζει ότι η ομάδα των ερευνητών απέφυγε να καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα, τονίζοντας ότι τόσο η ηλεκτρομαγνητική ενέργεια όσο και οι υπέρηχοι αποτελούν μια εξήγηση για ορισμένα από τα συμπτώματα που εμφάνισαν οι διπλωμάτες, καθώς αυτά ποικίλλουν σε βαρύτητα (ορισμένοι ασθενείς είχαν έντονα νευρολογικά συμπτώματα).

Φυσικά, οι υποψίες όλων έπεφταν στη Ρωσία και κατά δεύτερο λόγο στην Κίνα, ως «συνεργών» της Κούβας. Μια άλλη ομάδα εργασίας της CIA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι δύσκολο και μάλλον είναι απίθανο (χωρίς, πάντως, να αποκλείεται) η Ρωσία ή άλλη χώρα να διεξαγάγει μια ευρεία επιχείρηση παγκόσμιας κλίμακας με σκοπό να επιτεθεί με «αόρατο τρόπο» σε Αμερικανούς και Καναδούς διπλωμάτες.

Ολες πάντως οι έρευνες και οι ομάδες επιστημόνων ή άλλων ειδικών πρακτόρων συμφωνούν πως το «Σύνδρομο της Αβάνας» δεν είναι αποκύημα φαντασίας ή ηθελημένη κατηγορία εναντίον της Κούβας, καθώς πολλοί από τους ανθρώπους που παρουσίασαν το σύνδρομο είχαν σημάδια «κυτταρικού τραυματισμού» στο νευρικό σύστημα και είχαν συμπτώματα για αρκετά χρόνια που τους άλλαξαν τη ζωή. Τα βασικά συμπτώματα (οξεία έναρξη ήχων και πίεσης, ίλιγγος, ναυτίες, ημικρανίες, απώλεια προσανατολισμού), χωρίς να υπάρχει άλλο πρόβλημα υγείας, δεν μπορούν να εξηγηθούν (μόνο) από στρες ή άλλη ψυχοκοινωνική αντίδραση, σύμφωνα με τη νέα έρευνα.

Ορισμένα θύματα που κατέφυγαν σε δικαστήρια ζητώντας αποζημιώσεις επέρριψαν ευθύνες στη CIA, κατηγορώντας την υπηρεσία ότι δεν είχε λάβει σοβαρά υπόψη τα συμπτώματά τους, υποβαθμίζοντας τις περιπτώσεις ως ψυχοσωματικό επεισόδιο ή μαζική υστερία. Το Κογκρέσο ψήφισε πρόσφατα το νόμο Havana Act για την οικονομική στήριξη «δημόσιων υπαλλήλων που έχουν υποστεί εγκεφαλικά τραύματα από πιθανές κατευθυνόμενες ενεργειακές επιθέσεις».

Το μυστήριο σχετικά με το άγνωστο σύνδρομο είναι παλαιό, υποστηρίζουν ορισμένοι. Το 1953, οι Αμερικανοί υποστήριξαν ότι εντόπισαν σοβιετικής προέλευσης δέσμες μικροκυμάτων να στοχεύουν το κτίριο της πρεσβείας των ΗΠΑ στη Μόσχα. Οι Αμερικανοί ανέφεραν ότι κατέγραψαν παρόμοιες «επιθέσεις» έως το 1975. Η έρευνα για το περίεργο σύνδρομο ξεκίνησε από το 1976, όταν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ζήτησε από ειδικούς στο Τμήμα Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Johns Hopkins να συντάξουν μελέτη για τις πιθανές επιπτώσεις στην υγεία του διπλωματικού προσωπικού. Το περιεχόμενό της δεν δημοσιεύτηκε ποτέ, ενώ μεταγενέστερες ιατρικές μελέτες ανέφεραν γενικόλογα συμπεράσματα, τονίζοντας πως τα θύματα δεν είχαν σοβαρές επιπλοκές.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: