Μυστήριο 80 ετών: Το εξαφανισμένο πλήρωμα ενός αερόπλοιου και οι θεωρίες

Κοινοποίηση:
1942-blimp-sf-mhs-cd5-img0100

Τι μπορεί να συνέβη με το πλήρωμα του αερόπλοιου L-8. Το μυστήριο και οι θεωρίες…

Μέχρι και σήμερα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια στην ιστορία της αεροπλοΐας εδώ και 81 χρόνια. Ξεκίνησε ως μια αποστολή παρακολούθησης ρουτίνας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ωστόσο κατέληξε σε μια υπόθεση-θρίλερ που προβληματίζει μέχρι και σήμερα.

Στις 6 το πρωί της 16ης Αυγούστου 1942, το αερόπλοιο L-8 του αμερικανικού ναυτικού απογειώθηκε από το Τρέζορ Άιλαντ, ένα τεχνητό νησάκι που είχε χτιστεί πρόσφατα στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο για ένα φεστιβάλ. Πάνω στο αερόπλοιο βρίσκονταν δύο άντρες: ο υπολοχαγός Έρνεστ ΝτεΓουίτ Κόντι και ο Σημαιοφόρος Τσαρλς Έλις Άνταμς.

Πέντε ώρες αργότερα, το L-8 είχε συντριβεί σε έναν δρόμο της πόλης Ντάλι στην Καλιφόρνια, αφού ξήλωσε πρώτα μερικές σκεπές και καλώδια ηλεκτρικού ρεύματος. Οι μονάδες της πυροσβεστικής που εκείνη τη στιγμή έσβηναν μια μικρή φωτιά σε έναν κοντινό λόφο, έσπευσαν γρήγορα στο σημείο της συντριβής. Σκοπός τους ήταν να σβήσουν τυχόν πυρκαγιά που μπορεί να είχε εκδηλωθεί και να προσπαθήσουν να σώσουν το πλήρωμα. Ωστόσο, όταν έφτασαν εκεί πολύ σύντομα κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε κανείς μέσα στο σκάφος, για να τον σώσουν. Και οι δύο πιλότοι με κάποιο μυστηριώδη τρόπο είχαν εξαφανιστεί!

Εκείνη την εποχή, οι ΗΠΑ είχαν λιγότερο από εννέα μήνες που είχαν μπει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντιμετώπιζαν την πιθανότητα επίθεσης στις δυτικές ακτές από τους Ιάπωνες και στις ανατολικές από τους Γερμανούς. Έτσι, μια σειρά από αερόπλοια του Πολεμικού Ναυτικού περιπολούσαν τις ακτές ψάχνοντας τις θάλασσες για υποβρύχια των δυο εχθρών.

Οι ΗΠΑ χρησιμοποιούσαν κυρίως αερόστατα-αερόπλοια, τα οποία διέφεραν από τα Ζέπελιν των Γερμανών καθώς δεν είχαν καθόλου μεταλλικό σκελετό, όπως τα δεύτερα. Στην πραγματικότητα αποτελούνταν απλώς ένα τεράστιο φουσκωμένο με αέριο μπαλόνι, το οποίο από κάτω είχε ένα πιλοτήριο ή γόνδολα, όπου βρίσκονταν οι πιλότοι. Εξαιτίας της πολύ απλής τους κατασκευής, τα συγκεκριμένα αερόπλοια μπορούσαν να λειτουργήσουν με ένα μικρό μόνο πλήρωμα. Μπορούσαν να συνεχίσουν να πετούν στον αέρα ακόμα και χωρίς πλήρωμα, αρκεί το μπαλόνι τους να μην είχε υποστεί κάποιο ρήγμα.

«Τα αερόπλοια-αερόστατα είχαν τις τέλειες λειτουργικές δυνατότητες για περιπολίες στις ακτές», αναφέρει ο ιστορικός της αεροπλοΐας, Νταν Γκρόσμαν. «Μπορούσαν να μείνουν στον αέρα για πολύ χρόνο, να πετάνε αργά και σε πολύ χαμηλά ύψη, περνώντας πάνω από τους στόχους. Παράλληλα, μπορούσαν να λειτουργούν ακόμα και σε συνθήκες χαμηλής ορατότητας ή όταν τα σύννεφα ήταν χαμηλά, πράγματα που τα κλασικά αεροσκάφη δεν μπορούσαν τότε να κάνουν», συμπληρώνει.

Το L-8 πριν τον πόλεμο ήταν ένα αερόπλοιο της εταιρίας ελαστικών Goodyear, η οποία το χρησιμοποιούσε για διαφημιστικούς σκοπούς. Στις αρχές του 1942, το πήρε το Πολεμικό Ναυτικό μαζί με τέσσερα άλλα παρόμοια αερόπλοια.

Ο Κόντι και ο Άνταμς ήταν ήδη έμπειροι πλοηγοί αερόπλοιων. Ο Κόντι (ΦΩΤΟ) στα 27 του είχε αποφοιτήσει από την Ακαδημία του Πολεμικού Ναυτικού το 1938. Ο 34χρονος Άνταμς από την άλλη, βρισκόταν στην Πολεμική Αεροπορία του Ναυτικού περισσότερο από μια δεκαετία και πριν λίγο είχε γίνει αξιωματούχος. Ήδη είχε επιβιώσει από ένα αεροπορικό δυστύχημα με το αερόπλοιο τύπου Ζέπελιν U.S.S. Macon, το οποίο είχε συντριβεί το 1935 στις ακτές της Καλιφόρνια.

Στις 16 Αυγούστου 1942 στο L-8 επιβιβάστηκε για λίγο και ο χειριστής Ρίλεϊ Χιλ, αλλά ο Κόντι τον διέταξε να φύγει πριν αυτό απογειωθεί από το Τρέζορ Άιλαντ. Ο Χιλ είπε μετά ότι ο Κόντι έμοιαζε να ανησυχεί για το πρόσθετο βάρος.

Η πρώτη μιάμιση ώρα της πτήσης έμοιαζε τελείως συνηθισμένη, χωρίς να συμβαίνει κάτι. Στις 7.50 π.μ. τα δύο μέλη του πληρώματος του L-8 ανέφεραν στον ασύρματο ότι εντόπισαν μια πετρελαιοκηλίδα στο νερό, μια πιθανή ένδειξη ύπαρξης υποβρυχίου και σκόπευαν να την ερευνήσουν. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που κάποιος άκουσε τον Κόντι και τον Άνταμς.

Όταν ο Πύργος Ελέγχου δεν πήρε ξανά κάποια αναφορά άρχισε να ανησυχεί για την τύχη του L-8. Έτσι, έστειλαν αεροπλάνα, για να το ψάξουν. Λίγο αργότερα, μια κοντινή στρατιωτική βάση ανέφερε ότι το αερόπλοιο προσγειώθηκε εκεί και ότι οι δύο πλοηγοί είχα αποβιβαστεί. Η πληροφορία αυτή όμως σύντομα αποδείχθηκε λανθασμένη.

Αντίθετα, το αερόπλοιο είχε φτάσει πολύ χαμηλά σε μια παραλία περίπου δύο χιλιόμετρα μακριά. Ο κόσμος που βρισκόταν εκεί είπε αργότερα ότι δεν είδαν κάποιον να βρίσκεται μέσα. Αρκετοί από αυτούς προσπάθησαν να το συγκρατήσουν στο έδαφος, ωστόσο το αερόπλοιο σηκώθηκε ξανά ψηλά και κατευθύνθηκε προς την πόλη Ντάλι.

Όταν η αστυνομία και η πυροσβεστική έφτασαν στο αερόπλοιο που είχε πια συντριβεί, ανακάλυψαν ότι η πόρτα του πιλοτηρίου ήταν ανοιχτή και δεν υπήρχε καμία ένδειξη πυρκαγιάς ή άλλου είδους βλάβης. Ο ασύρματος λειτουργούσε κανονικά και τα δύο αερόστατα των πιλότων ήταν απείραχτα.  Το μόνο που έλειπε ήταν μια από τις βόμβες βάθους κατά των υποβρυχίων, ωστόσο αυτή σύντομα εντοπίστηκε σε ένα κοντινό γήπεδο γκολφ. Εκτός από τους δύο άντρες, τα μοναδικά πράγματα που έλειπαν ήταν τα σωσίβιά τους. Όμως, αυτό δεν ήταν τόσο περίεργο καθώς η συνηθισμένη πρακτική τότε ήταν οι πιλότοι να φορούν πάντα τα σωσίβια όσο ήταν εν πτήσει.

Όσο οι έρευνες προχωρούσαν, το μυστήριο γινόταν όλο και πιο μεγάλο. Η θάλασσα κοντά στις ακτές του Σαν Φρανσίσκο εκείνη την ημέρα ήταν γεμάτη με βάρκες ψαράδων καθώς και πλοία του ναυτικού και του λιμενικού, οπότε πολλοί άνθρωποι παρακολουθούσαν τις κινήσεις του αερόπλοιου. Σύμφωνα με αρκετούς αυτόπτες μάρτυρες, το αερόπλοιο έριξε δύο φωτοβολίδες, για να μαρκάρουν την περιοχή που εντόπισαν την πετρελαιοκηλίδα και στη συνέχεια ανέβηκε πιο ψηλά. Ένα αεροπλάνο της Pan Am το είδε στον ουρανό και ένα άλλο αεροσκάφος το εντόπισε στα 2.000 πόδια, δύο φορές πιο ψηλά από το ύψος που συνήθως πετούσε, ενώ αμέσως μετά έπεσε πάλι κάτω από τα σύννεφα.

Την ίδια στιγμή στο έδαφος, εκατοντάδες περαστικοί παρακολουθούσαν το μπαλόνι που άρχιζε να ξεφουσκώνει και να χάνει όλο και περισσότερο το σχήμα του. Κάποιος μάλιστα αργότερα το χαρακτήρισε ως «σπασμένο λουκάνικο». Αρκετοί το φωτογράφισαν και οι αρχές προσπάθησαν στη συνέχεια να εντοπίσουν αυτές τις φωτογραφίες στο πλαίσιο της έρευνάς τους.

 

Όπως συμβαίνει συνήθως, υπήρξαν αντικρουόμενες μαρτυρίες. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι δεν είδαν κανέναν στο αερόπλοιο. Μια γυναίκα που έκανε ιππασία στην περιοχή είπε ότι είχε κοιτάξει με τα κιάλια της και εντόπισε όχι δύο αλλά τρεις άνδρες σε αυτό. Άλλοι ανέφεραν ότι είδαν άνδρες να πέφτουν με αλεξίπτωτο.

Το Πολεμικό Ναυτικό συνέχισε να ερευνά τα νερά ανοιχτά του Σαν Φρανσίσκο για μέρες. Μια αισιόδοξη θεωρία ήταν ότι ο Κόντι και ο Άνταμς είχαν παραληφθεί από κάποιο πλοίο που δεν ήταν σε θέση να αναφέρει τη διάσωσή τους ακόμα επειδή διατηρούσε σιγή ασυρμάτου. Ωστόσο παρά τις προσπάθειες, δεν βρέθηκε ποτέ κανένα ίχνος ούτε από τους δύο άντρες ούτε από τα σωσίβια τους.

Το μυστήριο με την τύχη του Κόντι και του Άνταμς παρέμενε κι έτσι δεν άργησαν να προκύψουν πολυάριθμες θεωρίες. Κάποιοι υποστήριζαν ότι οι άνδρες είχαν συλληφθεί από τους Ιάπωνες και άλλοι ότι είχαν αυτομολήσει. Άλλοι πίστευαν ότι είχαν δολοφονηθεί από κάποιον λαθρεπιβάτη και κάποιοι ότι είχαν αλληλοσκοτωθεί μεταξύ τους σε καυγά για μια γυναίκα. Τέλος, δεν έλειψαν κι αυτοί που πίστευαν ότι είχαν απαχθεί από εξωγήινους.

Ογδόντα ένα χρόνια μετά κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα τι συνέβη στους δύο άντρες. Η πιο δημοφιλής επίσημη θεωρία υποστηρίζει ότι οι Κόντι και Άνταμς απλώς έπεσαν από το αερόπλοιο, πιθανώς όταν ο ένας πήγε να επισκευάσει κάτι έξω από το σκάφος. Ο άλλος ίσως πήγε να τον σώσει και έπεσε κι αυτός. Το Πολεμικό Ναυτικό έχει υιοθετήσει αυτή τη θεωρία, ωστόσο τονίζει ότι πρόκειται για εικασίες και όχι αποδείξεις.

Κάποιοι άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο ένας άντρας μπορεί να έπεσε από το αερόπλοιο και άλλος έπεσε και αυτός στη θάλασσα, για να τον βοηθήσει. Ωστόσο, ο Γκρόσμαν απορρίπτει αυτή τη θεωρία: «Είναι πολύ πιθανό ότι και οι δύο έπεσαν κατά λάθος στον ωκεανό. Αλλά αν ο ένας έπεσε, ο άλλος θα είχε παραμείνει στο αερόπλοιο για να ζητήσει βοήθεια μέσω του ασυρμάτου και να αναφέρει τη θέση του συναδέρφου του. Είναι βαθιά χαραγμένο στα ένστικτα κάθε πιλότου να μην εγκαταλείπει το σκάφος του εκτός αν είναι απόλυτα απαραίτητο», αναφέρει.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: