Ένα μικρό και επί δεκαετίες ακατοίκητο χωριό στους πρόποδες του Ολύμπου, σε υψόμετρο 700 μέτρων, θεωρείται από πολλούς στοιχειωμένο και έχει συνδέσει άρρηκτα το όνομά του με πολλά μυστικά, θρύλους, ανεξήγητα και παραφυσικά φαινόμενα. Παρά το πέρας του χρόνου συνεχίζει να απασχολεί αμείωτα το ενδιαφέρον. Ο λόγος για την περιβόητη «Μόρνα», τα σημερινά «Σκοτεινά Πιερίας».
Δεκάδες αναπάντητα ερωτηματικά συνοδεύουν τον τόπο αυτό, άλλα που μπορούν να προσεγγιστούν με κάποιες λίγο πιο προσγειωμένες εξηγήσεις, και άλλα που από όποια οπτική γωνία και να τα δει κανείς δεν δένουν, από την ίδρυση μέχρι την εγκατάλειψη του χωριού, και φυσικά τα όσα έχουν παρατηρηθεί και διαδραματίζονται εκεί, κυρίως κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Μία εκδοχή λέει ότι το χωριό πήρε το όνομά του επειδή είναι χτισμένο σε μια «γούβα», όπου το φως του ήλιου δεν φτάνει λόγω της πυκνής βλάστησης. Μία άλλη υποστηρίζει ότι πήρε το όνομά του από τα πολλά δέντρα μουριάς και τα βάτα που υπάρχουν στη γύρω περιοχή. Αρκεί όμως άραγε μόνο αυτό;
Το «στοιχειωμένο» χωριό των Πιερίων και οι «σκοτεινοί» θρύλοι
Ο Παντελής Παντολέων μέσα από το βιβλίο του με τίτλο «Μόρνα» προσπάθησε να «λύσει» τον γρίφο του «στοιχειωμένου» χωριού και να προσδιορίσει την πηγή και την αιτία όσων διαδραματίζονται εκεί. Όπως περιέγραψε στο Newsbomb.gr το μικρό αυτό χωριό, ιδρύθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες και εγκαταλείφθηκε ακόμα πιο περίεργα και βιαστικά εν μία νυκτί.
Η Μόρνα κάποτε είχε ζωή, καθώς εκεί βρισκόταν το Κρατικό Εργοστάσιο Επεξεργασίας Ξύλου. Ωστόσο, όταν το 1967 το εργοστάσιο έκλεισε, ήρθε και η ερήμωση. Οι δουλειές λιγόστεψαν και όσοι είχαν απομείνει προτίμησαν να μετακομίσουν λίγα χιλιόμετρα ανατολικότερα, χτίζοντας ένα άλλο χωριό, τα «Φωτεινά».
Το γεγονός ότι εγκαταλείφθηκε μαζικά και απότομα ενίσχυσε τις ήδη πολλές υπάρχουσες ιστορίες για το ότι κάτι περίεργο συνέβη στο μέρος εκείνο που έδιωξε βιαστικά τους κατοίκους.
Το γεγονός ότι εγκαταλείφθηκε μαζικά ενίσχυσε τις ιστορίες για το «στοιχειωμένο» χωριό.
«Όταν επισκέφθηκα το χωριό μου έκαναν εντύπωση δύο πράγματα, πρώτον η μουντίλα του τόπου που από μόνη της δημιουργεί μια ανησυχία, και δεύτερον ότι μέσα στα σπίτια που βρίσκονταν στο χωριό, υπήρχαν στρωμένα τραπέζια, ρούχα στις κρεμάστρες και γενικά ήταν ένα σκηνικό το οποίο έδινε την εντύπωση ότι κάτι φόβισε τους κατοίκους οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή άρων άρων. Ακόμα και στο κτήριο της δημοτικής αρχής, οι φάκελοι έχουν παραμείνει άθικτοι στα ράφια τους και μπορούσα να έχω πρόσβαση στα δεδομένα τους χωρίς το παραμικρό εμπόδιο, όπως και στο σχολείο τα θρανία έχουν παραμείνει στη θέση τους, σαν να είναι έτοιμα για μάθημα», ανέφερε ο Παντελής Παντολέων .
Υπάρχουν διάφοροι θρύλοι για πόρτες που ανοιγοκλείνουν μόνες τους, απόκοσμες φωνές που ακούγονται και άλλα ανατριχιαστικά φαινόμενα όπως μωρά που κλαίνε, ψίθυροι από το πουθενά και πολλά άλλα τα οποία αναλύονται μέσα από την πλοκή του βιβλίου.
«Η προσγειωμένη εξήγηση λέει ότι όταν έκλεισε το εργοστάσιο ξυλείας που ήταν και η κύρια πλουτοπαραγωγική μονάδας της περιοχής, ανάγκασε τους κατοίκους σε οικονομικό μαρασμό και στη συνεπαγώμενη φυγή τους, αλλά αυτό δεν εξηγεί ούτε γιατί έφυγαν ξαφνικά σε ένα βράδυ, ούτε γιατί εγκαταστάθηκαν τόσο κοντά αντί να αναζητήσουν την άνεση μιας πιο μεγάλης πόλης, ούτε γιατί ονόμασαν με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο το νέο σπίτι τους και επέλεξαν την εκ διαμέτρου αντίθετη τοποθεσία. Και φυσικά μέχρι και σήμερα, όσοι επισκέπτονται τη Μόρνα βιώνουν διάφορα από τα παραπάνω φαινόμενα ειδικά τη νύχτα», εξήγησε ο Παντελής Παντολέων.
«Από την έρευνά μου, η μόνη πόλη που περικλύεται από μυστήριο παραπέμπει σε κάτι αντίστοιχο, είναι μία πόλη στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ που λέγεται Σεντράλια και έχει εμπνέυσει το –κατά τη γνώμη μου- καλύτερο βίντεο παιχνίδι τρόμου όλων των εποχών, το “Silent Hill” (και τις ομώνυμες ταινίες) λόγω της απόκοσμης ομίχλης που το περιστοιχίζει.
Εδώ όμως υπάρχει μια λογική εξήγηση, ότι δηλαδή η πόλη αυτή εγκαταλείφθηκε διότι οι ανθρακωρύχοι που εργάζονταν εκεί, χτύπησαν έναν θύλακα ο οποίος έβγαλε στην επιφάνεια δηλητηριώδη αέρια, τα οποία ανάγκασαν τους κατοίκους να πάνε να μείνουν αλλού, και κάποιες από τις υπόγειες φωτιές που ξέσπασαν τότε καίνε μέχρι και σήμερα, όπως παραμένει και η ομίχλη – σήμα κατατεθέν της πόλης φάντασμα», συμπλήρωσε.
«Παρόλα αυτά, στη Μόρνα δεν κατάφερα να εντοπίσω μια συμπαγή ιστορία που να εξηγεί με ικανοποίηση τα πεπραγμένα, επομένως τα ερωτηματικά που έμεναν προσπαθώ να τα επεξηγήσω στην ιστορία που κατασκεύασα».
Η προέλευση της ονομασίας και το «νέο» χωριό
«Μέχρι πριν από κάποια χρόνια στο χωριό Μόρνα υπήρχε μόνο ένας κάτοικος, γεγονός από μόνο του πολύ μυστήριο, τον οποίο τον χρησιμοποιώ με κάποιον ρόλο μέσα στο βιβλίο, αλλά δεν θα ήθελα να αποκαλύψω περισσότερα για την πλοκή. Επίσης, οι εναπομείναντες εν ζωή πρώην κάτοικοι της Μόρνας στα Φωτεινά, αρνούνται πεισματικά να μιλήσουν για τα συμβάντα αυτά. Γενικά το βιβλίο είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο ώστε ο αναγνώστης του να ακολουθεί πιστά τα ιστορικά γεγονότα και να καταλάβει ότι ο «σκελετός» δεν είναι βασισμένος σε αληθινή ιστορία, ΕΙΝΑΙ αληθινή ιστορία. Το προιόν της δικής μου μυθοπλασίας εναποφύεται μόνο στις εξηγήσεις που δίνω και στον τρόπο που τα έχω συνδέσει όλα μεταξύ τους», ανέφερε ο συγγραφέας του βιβλίου «Μόρνα».
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να πω ότι μέσα στο βιβλίο υπάρχει ένας γρίφος προς τους αναγνώστες, και ο πρώτος που θα τον λύσει θα λάβει έπαθλο.
Τέλος, ο Παντελής Παντολέων αναφερόμενος στην αφορμή που τον έκανε να πιάσει την πένα και να γράψει το βιβλίο «Μόρνα» είπε: «Παρακολουθώ από πολύ μικρός ταινίες μυστηρίου/τρόμου, διαβάζω αντίστοιχα βιβλία και παίζω πολλά βίντεο παιχνίδια αυτού του θέματος».
«Σε μια φιλική συζήτηση συζήτηση και στη κουβέντα πάνω που είχα πάνω στο θέμα, αναφέρθηκε το χωριό “Μόρνα”, του οποίου την ιστορία μέχρι τότε αγνοούσα. Έτσι ξεκίνησα την έρευνα μου και παρατήρησα ότι υπάρχουν πολλά στοιχεία τα οποία δεν έδεναν μεταξύ τους. Αυτό με ιντρίγκαρε και θεώρησα ότι ήταν μία καλή ευκαιρία να δημιουργήσω μία ιστορία με αγωνία, ανατροπές και συνεχή ένταση», ανέφερε.
Η Μόρνα και οι «σκοτεινές» ιστορίες της
Μία τρομακτική ιστορία κάνει λόγο για επτά κορίτσια που τα βράδια χόρευαν εκστασιασμένα γύρω από το χωριό, οι κάτοικοι κρύβονταν στα σπίτια τους και δεν τολμούσαν να κυκλοφορήσουν πριν το ξημέρωμα, όταν και οι κοπέλες ανέβαιναν στην κορυφή του βουνού, κρυβόντουσαν σε μια σπηλιά και περίμεναν εκεί μέχρι να έρθουν και πάλι τα μεσάνυχτα για να ξαναρχίσουν τον χορό τους.
Μία ακόμη μιλά για ένα «μαλλιαρό χέρι» που κυνηγούσε όσους έβρισκε στο διάβα του. Έβγαινε από ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, όπου κάποτε έμενε ένας νεαρός άντρας, που έφυγε για Αμερική. Όταν το οίκημα αφέθηκε στην τύχη του και άρχισε να διαλύεται και να παίρνει μια πιο άγρια μορφή ο θρύλος για το τι γίνεται στο εσωτερικό του και την «κατάρα που άφησε πίσω του ο άντρας» γιγαντώθηκε. Έτσι, οι κάτοικοι του χωριού σταμάτησαν να περνούν απ’ έξω.
Όλα τα ανωτέρω φυσικά και αναφέρονται ενδελεχώς και έχουν την τιμητική τους στην πλοκή του βιβλίου. Δεν έχει παραληφθεί τίποτα από τις τοπικές δοξασίες.
Κλείνοντας, να αναφέρουμε ότι υπάρχουν ήδη προχωρημένες συνομιλίες με μεγάλο στούντιο, για τη μεταφορά του έργου στη μεγάλη οθόνη, όπου και ανυπομονούμε να το δούμε μετουσιωμένο.
Η ιστορική αναδρομή του χωριού
Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, λέγεται πως οι πρώτες οικογένειες που κατοίκησαν στην Μόρνα ήταν προσφυγικές οικογένειες από την Πέτρα, οι οποίες εγκαταστάθηκαν σε κελιά του Αγίου Νικολάου. Τεράστιας στρατηγικής και οικονομικής σημασίας αποτελούσε η γεωγραφική θέση της Μόρνας, διότι στο σημείο αυτό ενωνόταν η Πιερία με την Δυτική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και πιο συγκεκριμένα στις 19 Δεκεμβρίου 1943, εκτελέστηκαν 10 κάτοικοι του χωριού από τους Ναζί και τους Ταγματασφαλίτες. Οι μαρτυρίες από μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους κάνουν λόγο για τουλάχιστον 18 άτομα που εκτελέστηκαν. Το χωριό κάηκε ολοσχερώς και λεηλατήθηκε. Ωστόσο, οι κάτοικοι που κατάφεραν να διαφύγουν μέσω κρυφών μονοπατιών στις κορυφές των Πιερίων, αντικατέστησαν τις ζημιές.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, πολλοί ήταν αυτοί που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή και να εγκατασταθούν στην Περίσταση Πιερίας. Κατά κύριο λόγο, αυτοί ήταν τα γυναικόπαιδα και τα νεαρά παλικάρια. Όλοι αυτοί έμειναν σε επιταγμένα σπίτι μέχρι τις 7 Απριλίου 1950.
Γιατί κανένας σκηνοθέτης δε πάει εκεί να γυρίσει ταινία σχετική;