Η Αγγλία γύρω στο 1800 ήταν μια χώρα ιδιαιτέρως προληπτική.
Η πίστη στα φαντάσματα και τα κακά πνεύματα ήταν ένα φαινόμενο ιδιαίτερα διαδεδομένο στους κοινωνικούς κύκλους της εποχής. Δεν είναι τόσο περίεργο το γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες του 1803 ένας πρωτόγνωρος πανικός εξαπλώθηκε στην περιοχή Χάμερσμιθ του Λονδίνου, όταν και άπειροι άνθρωποι θα ορκιζόντουσαν ότι ένα φάντασμα κυκλοφορούσε στην γειτονιά τους.
Το εν λόγω φάντασμα που είχε στοιχειώσει την περιοχή υποτίθεται πως ήταν το πνεύμα ενός ανθρώπου που πριν δώδεκα μήνες είχε αυτοκτονήσει. Παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τους θρησκόληπτους ανθρώπους, όσοι αυτοκτονούν δεν πρέπει να θάβονται σε «ιερούς» τόπους, ο συγκεκριμένος είχε θαφτεί κοντά σε μια εκκλησία.
Κάποιοι από αυτούς που έλεγαν πως το φάντασμά του κυκλοφορούσε περιέγραφαν μια φιγούρα σε ένα μεγάλο λευκό περίβλημα. Άλλοι έλεγαν πως φορούσε το δέρμα ενός ζώου.
Διάφορες φήμες έλεγαν πως δύο γυναίκες, η μία ηλικιωμένη και η άλλη έγκυος, τρομοκρατήθηκαν τόσο όταν είδαν το φάντασμα που μόλις πήγαν σπίτι τους και ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους, πέθαναν σχετικά γρήγορα από τον φόβο. Επίσης, ο οδηγός μια άμαξας όταν είδε μπροστά του το φάντασμα τρόμαξε τόσο πολύ που παραλίγο να σκοτωθεί ενώ οδηγούσε την άμαξα.
Αυτές οι ιστορίες- κι αρκετές άλλες, βέβαια- δεν τεκμηριώθηκαν ποτέ. Ένας ζυθοποίος, όμως, ισχυριζόταν ότι πάλεψε με το φάντασμα, το οποίο κάποια στιγμή, ενώ πάλευε με τον άντρα, εξαφανίστηκε πίσω από έναν τοίχο.
Ήταν 29 Δεκεμβρίου όταν ένας γενναίος νυχτοφύλακας, ο Γουίλιαμ Γκίρντλερ, είδε το φάντασμα και ξεκίνησε να το κυνηγά. Αυτό του ξέφυγε αλλά η ιστορία έδωσε θάρρος και σε άλλους κατοίκους της περιοχής να βγουν στο δρόμο προκειμένου να πάρουν στο κατόπι το φάντασμα.
Στις 3 Ιανουαρίου του 1804, ο 32χρονος Τόμας Μιλγουντ βρισκόταν στο σπίτι των γονιών του. Οι γονείς του είχαν πάει για ύπνο και αυτός καθόταν με την αδερφή του. Φορούσε κατάλευκα ρούχα. Κάποια στιγμή αποφάσισε να φύγει προκειμένου να επιστρέψει σπίτι του.
Όταν βγήκε από το σπίτι, η αδερφή του άκουσε φωνές και έναν πυροβολισμό. Βγήκε και αυτή από το σπίτι και είδε τον αδερφό της νεκρό. Μια μικρή ομάδα τριών ανδρών ήταν πάνω από το πτώμα του. Το τι είχε γίνει ήταν προφανές: οι τρεις άντρες έκαναν περιπολία για να βρουν το φάντασμα, πίστεψαν πως ο Μίλγουντ ήταν το φάντασμα βλέπουντας τα άσπρα ρούχα του και τον πυροβόλησαν…
Ο άνθρωπος που είχε πατήσει την σκανδάλη, ο Φράνσις Σμιθ προφυλακίστηκε μέχρι να αποφασιστεί η ποινή του. Τελικά, δύο μόλις μέρες μετά το τραγικό δυστύχημα, ένας τσαγκάρης με το όνομα Τζον Γκράχαμ παραδέχθηκε ότι ήταν αυτός το φάντασμα της περιοχής και πως απλά του άρεσε να τρομάζει τον κόσμο. Πήγε να παραδοθεί στην αστυνομία αλλά οι αστυνόμοι δεν ήταν σίγουροι αν αυτό που έκανε ο Γκράχαμ ήταν όντως παράνομο και όχι απλά ενοχλητικό.
Τον άφησαν ελεύθερο προκειμένου να μελετήσουν τον νόμο και να αποφασίσουν αν πρέπει να συλληφθεί ή όχι. Ο Γκράχαμ μάλλον άλλαξε γνώμη και μετάνιωσε που πήγε να παραδοθεί. Εξαφανίστηκε και τα ίχνη του δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ.
Στο δικαστήριο, ο δολοφόνος του Μίλγουντ, ο Φράνσις Σμιθ, παραδέχθηκε ότι πυροβόλησε, αλλά ζήτησε να αθωωθεί. Τόνισε πως είναι δικαιολογημένος που πυροβόλησε αφού πίστεψε πως είχε να κάνει με φάντασμα. Είπε πως μέσα στα σκοτάδια είδε την φιγούρα του Μίλγουντ μέσα στα άσπρα και του είπε να σταματήσει για να ελέγξει ποιος ήταν. Ο Μίλγουντ δεν σταμάτησε, ο Σμιθ πίστεψε πως ήταν ένα φάντασμα που κινούταν επιθετικά εναντίον του και τελικά πυροβόλησε.
Οι κάτοικοι της περιοχής τάχθηκαν υπέρ του Σμιθ. Πάρα πολλοί κατέθεσαν στο δικαστήριο πως όσοι έκαναν περιπολίες ήταν ήρωες και όχι δολοφόνοι και ότι ήθελαν να υπερασπιστούν την γειτονιά τους που κινδύνευε. Την πιο καθοριστική κατάθεση την έκανε η μητέρα του δολοφονημένου που είπε πως είχε προειδοποιήσει τον γιο της να μην κυκλοφορεί με άσπρα ρούχα γιατί θα τον περάσουν για το φάντασμα και θα μπει σε μπελάδες!
Η τοπική κοινωνία διχάστηκε για το ποιο πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της δίκης. Οι προσπάθειες του δικαστηρίου να βρουν μια μέση λύση, δηλαδή να τιμωρήσουν με μια μικρή ποινή τον Σμιθ έπεσαν στο κενό. Οι πιο έγκριτοι νομικοί τόνιζαν πως ο άντρας πρέπει είτε να καταδικαστεί για ανθρωποκτονία είτε να αθωωθεί ολοκληρωτικά.
Tο δικαστήριο αποφάσισε να δυσαρεστήσει όσους ήθελαν καταδίκη του και τελικά τον αθώωσε.
Η υπόθεσή του και το τι ήταν το ηθικό να γίνει αποτελούσε ζήτημα συζήτησης για χρόνια στην περιοχή του Χάμερσμιθ. Ο άνθρωπος που τα είχε προκαλέσει όλα αυτά, ο Τζον Γκράχαμ, ο οποίος υποκρινόταν το φάντασμα, δεν φάνηκε ποτέ ξανά.