Τα υψηλά επίπεδα φερριτίνης ενδεχομένως να είναι ένδειξη σοβαρότερης νόσησης στην περίπτωση που ο ασθενής έχει προσβληθεί από τη νόσο COVID-19 που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός SARS-CoV-2.
Μελέτη δείχνει πως η υπερβολική ποσότητα φερριτίνης προκαλεί μια αλυσιδωτή αντίδραση στον οργανισμό και το ανοσοποιητικό σύστημα τελικά υπεραντιδρά και κάνει κακό στον ασθενή. Και πως πιθανά αντισώματα μπορούν να μειώσουν τα κυκλοφορούντα επίπεδα της φερριτίνης στο αίμα και να σωθούν ανθρώπινες ζωές.
Ο παγκοσμίου φήμης πρωτοπόρος Ισραηλινός ερευνητής σε θέματα θεραπείας και πρόληψης αυτοάνοσων παθήσεων Yehuda Shoenfeld, αναφέρει σε σχετικό άρθρο του στο επιστημονικό περιοδικό Autoimmunity Reviews ότι η υπερφερριτιναιμία έχει μελετηθεί ήδη επισταμένως και έχει διαπιστωθεί ότι «στο 50% των περιπτώσεων οι ασθενείς με υπερβολικά επίπεδα φερριτίνης πεθαίνουν. Στην πραγματικότητα, αυτό που βλέπουμε αυτήν τη στιγμή με τη νέα λοίμωξη από τον κορωνοϊό θυμίζει την κατάσταση με το σύνδρομο υπερφερριτιναιμίας», γράφει.
Τι είναι η φερριτίνη
Η φερριτίνη είναι μια σημαντική ενδοκυτταρική πρωτεΐνη που αποθηκεύει τον σίδηρο σε όλους τους οργανισμούς. Συνδέει ελεύθερα ιόντα του ιχνοστοιχείου, εξουδετερώνοντας τις τοξικές του ιδιότητες και αυξάνοντας τη διαλυτότητά του. Στη διαλυτή μορφή, το σώμα είναι σε θέση να καταναλώνει σίδηρο ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες του, ιδίως για τη ρύθμιση του κυτταρικού μεταβολισμού του οξυγόνου. Τα χαμηλά επίπεδα φερριτίνης οδηγούν σε χαμηλότερες συγκεντρώσεις σιδήρου στον οργανισμό και στην εκδήλωση αναιμίας.
Τα αυξημένα επίπεδα φερριτίνης ή υπερφερριτιναιμία υποδηλώνουν την παρουσία ιών και βακτηρίων στο σώμα. Η υπερπεριτριναιμία μπορεί επίσης να προκληθεί από γενετική μετάλλαξη. Σε αυτήν την περίπτωση, οδηγεί σε νευρολογικές διαταραχές και προβλήματα όρασης.
Ο ρόλος της φερριτίνης στο ανοσοποιητικό σύστημα
Πρόσφατες μελέτες Ιταλών ειδικών έδειξαν ότι η φερριτίνη μπορεί να ενεργοποιήσει τα μακροφάγα, είδος λευκών αιμοσφαιρίων του ανοσοποιητικού συστήματος που παίζουν καίριο ρόλο στην ενδογενή ανοσία. Αποτελούν ουσιαστικά την πρώτη γραμμή άμυνας του οργανισμού.
Αυτό μάλιστα αποδεικνύεται από την υπερφερριτιναιμία σε ασθενείς με σηπτικό σοκ, αντιφωσφολιπιδαιμικό σύνδρομο και άλλες ιατρικές παθήσεις που χαρακτηρίζονται από τη δράση των μακροφάγων.
«Όταν ενεργοποιηθούν τα μακροφάγα αρχίζουν να εκκρίνουν κυτταροκίνες, ειδικά σηματοδοτικά μόρια που διαμεσολαβούν και ρυθμίζουν την ανοσία. Σε χαμηλές συγκεντρώσεις, βοηθούν τον οργανισμό να προστατευθεί από ιούς και βακτήρια. Σε υψηλά επίπεδα, την λεγόμενη “καταιγίδα κυτταροκινών”, μπορεί να είναι θανατηφόρα για το 50% των ασθενών και ειδικά όταν πρόκειται για ηλικιωμένους. Άρα η υπερφερριτιναιμία σωστά έχει σχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο για μεγαλύτερη νοσηρότητα και ανεπιθύμητο τελικό αποτέλεσμα. Κι αυτό αφορά και στη νόσο COVID-19. Ο στόχος τώρα είναι να δούμε πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση», εξηγεί ο Δρ. Shoenfeld.
Ο ερευνητής έχει ήδη βρει έναν σημαντικό δείκτη ενεργοποίησης των μακροφάγων, τον CD163, που μπορεί να δείχνει και την υψηλή πιθανότητα εκδήλωσης επιπλοκών. Στο εργαστήριο Αυτοανοσίας του Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης, ήδη οι συνεργάτες του αναζητούν τρόπο να μειώσουν τα κυκλοφορούντα επίπεδα της φερριτίνης στο αίμα. Επίσης, μελετούν πιθανές μεθόδους αναστολής της σύνθεσης του CD163 και άλλων σηματοδοτικών μορίων των μακροφάγων, με τη βοήθεια αντισωμάτων. Παρόμοιες προσπάθειες γίνονται και από άλλες ερευνητικές ομάδες ανά τον κόσμο.
Τέλος, ο Δρ. Yehuda Shoenfeld και οι συνεργάτες του αναπτύσσουν και εμβόλιο για τη νόσο COVID-19. Το υποψήφιο εμβόλιο βασίζεται σε τμήματα του κορωνοϊού με κύριο συστατικό τις πρωτεΐνες επιφανείας του SARS-CoV-2.Κι επειδή τα τμήματα αυτά του κορωνοϊού δεν ανευρίσκονται στο ανθρώπινο σώμα, δεν μπορούν να προκαλέσουν ανεπιθύμητη αντίδραση του ανοσοποιητιοκού συστήματος, άρα θεωρούνται πολλά υποσχόμενα για την ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού εμβολίου.