Η μέτρηση τριών βιοδεικτών θα μπορούσε να προβλέψει με ακρίβεια τον κίνδυνο εμφάνισης σοβαρών καρδιαγγειακών παθήσεων έως και 30 χρόνια πριν, σύμφωνα με νέα μελέτη. Αν και στη μελέτη συμμετείχαν μόνο γυναίκες, οι ερευνητές προβλέπουν παρόμοια αποτελέσματα και στους άνδρες.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Δρα. Πολ Ρίντκερ, διευθυντή του Κέντρου καρδιαγγειακών παθήσεων στο Brigham and Women’s Hospital, παρακολούθησαν σχεδόν 40.000 γυναίκες για 30 χρόνια ξεκινώντας από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι συμμετέχουσες, οι οποίες ήταν κατά μέσο όρο 55 ετών στην αρχή της έρευνας, εργάζονταν στον τομέα της ιατρικής περίθαλψης. Συνολικά, 1 στις 4 είχε υψηλή αρτηριακή πίεση και περίπου 1 στις 8 ήταν καπνίστρια. Σχεδόν το 3% είχε ιστορικό διαβήτη και περίπου το 14% είχε τουλάχιστον έναν γονέα που είχε υποστεί καρδιακή προσβολή πριν από την ηλικία των 65 ετών.
Στην αρχή της μελέτης, οι ερευνητές συνέλεξαν δείγματα αίματος από περίπου 28.000 γυναίκες, τα οποία ανέλυσαν σε τρεις βιοδείκτες: την χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (LDL), γνωστή και ως «κακή» χοληστερόλη, την υψηλής ευαισθησίας C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP) και τη λιποπρωτεΐνη (α).
Αυτοί οι τρεις βιοδείκτες επηρεάζουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο με διαφορετικούς τρόπους. Η LDL χοληστερόλη συμβάλλει στη συσσώρευση λίπους στις αρτηρίες, η CRP είναι ένας μη ειδικός δείκτης οξείας φλεγμονής, ενώ η λιποπρωτεΐνη (α) είναι ένα λιπίδιο που μπορεί να συσσωρευτεί στα αιμοφόρα αγγεία και να σχηματίσει λιπώδεις εναποθέσεις (πλάκες) οι οποίες μπορεί να φράξουν τα αιμοφόρα αγγεία.
Ο κίνδυνος που διατρέχει ένα άτομο να έχει υψηλά επίπεδα λιποπρωτεΐνης (α) είναι σε μεγάλο βαθμό κληρονομικός. Περίπου 1 στους 5 ανθρώπους παγκοσμίως έχει υψηλά επίπεδα λιποπρωτεΐνης (α) αλλά μπορεί να μην το γνωρίζει καθώς δεν έχει συμπτώματα.
Συνήθως, οι γιατροί εξετάζουν αυτούς τους βιοδείκτες ξεχωριστά. Ωστόσο, ο Ρίντκερ επισημαίνει πως «δεν είναι ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλον όσον αφορά τη βιολογική έκρηξη που προκαλούν».
Πρόκειται για ένα σημαντικό εύρημα αυτής της μελέτης, είπε η Δρ. Λέσλι Τσο, διευθύντρια του Γυναικείου Καρδιαγγειακού Κέντρου στην Κλινική του Κλίβελαντ.
«Είναι η αθροιστική επίδραση των παραγόντων κινδύνου που είναι πολύ ενδιαφέρουσα και απίστευτα ισχυρή», συμπλήρωσε η Τσο, η οποία δεν συμμετείχε στην έρευνα.
Τι έδειξε η μελέτη
Διαπιστώθηκε πως οι γυναίκες με τα υψηλότερα επίπεδα χοληστερόλης LDL είχαν 36% υψηλότερο κίνδυνο καρδιακής νόσου σε σχέση με εκείνες με τα χαμηλότερα επίπεδα. Οι γυναίκες με τα υψηλότερα επίπεδα λιποπρωτεΐνης (α) διέτρεχαν 33% αυξημένο κίνδυνο, ενώ εκείνες που είχαν τα υψηλότερα επίπεδα C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) είχαν 70% υψηλότερο κίνδυνο.
«Συνεχίζουμε να υποδιαγιγνώσκουμε και να υποθεραπεύουμε τις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες», είπε ο Ρίντκερ, προσθέτοντας ότι ένα από τα βασικά μηνύματα της μελέτης είναι ότι οι μεσήλικες γυναίκες που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο θα πρέπει να εντοπίζονται και να αντιμετωπίζονται νωρίτερα.
Ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες είπαν ότι η νέα μελέτη είναι σημαντική, επειδή οι περισσότεροι υπολογιστές κινδύνου τείνουν να υποτιμούν τους καρδιακούς κινδύνους για τις γυναίκες.
«Ήταν πάντα πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί ο κίνδυνος καρδιακής νόσου στις γυναίκες, επειδή τείνουν να εμφανίζουν καρδιακή νόσο αργότερα στη ζωή τους. Πολλοί από τους παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου που χρησιμοποιούμε, υποτιμούν τον κίνδυνο ζωής για τις γυναίκες», δήλωσε η Δρ. Σόνια Τολάνι, συνδιευθύντρια του Columbia Women’s Heart Center.
Η μελέτη έχει και κάποιους σημαντικούς περιορισμούς. Σχεδόν όλες οι γυναίκες που συμμετείχαν στη μελέτη ήταν λευκές. Επειδή ήταν επαγγελματίες υγείας, είχαν καλύτερη από το μέσο όρο πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη και σχετικές πληροφορίες και ήταν πιο υγιείς από πολλές απόψεις σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό.
Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «New England Journal of Medicine» παρουσιάστηκε στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο.