Η ημερήσια κατανάλωση περίπου τριών μερίδων γαλακτοκομικών τη μέρα σχετίζεται με μικρότερη πιθανότητα καρδιαγγειακής νόσου και πρόωρης θνησιμότητας. Αυτό δείχνει μια νέα μεγάλη διεθνής μελέτη, που έγινε σε περισσότερους από 136.000 ανθρώπους ηλικίας 35 έως 70 ετών, σε 21 χώρες, σε βάθος περίπου δεκαετίας.
Μάλιστα, ο κίνδυνος είναι μειωμένος ακόμη και για όσους τρώνε τρεις μερίδες γαλακτοκομικών με πλήρη λιπαρά, σε σχέση με όσους τρώνε λιγότερη από μισή μερίδα ημερησίως. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις τρέχουσες συστάσεις να καταναλώνει κανείς καθημερινά δύο έως τέσσερις μερίδες γαλακτοκομικών με λίγα ή καθόλου λιπαρά.
Οι καρδιαγγειακές παθήσεις είναι η κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Μασίντ Ντεγκάν του καναδικού Πανεπιστημίου ΜακΜάστερ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό The Lancet, δήλωσαν ότι, μετά από τα νέα ευρήματα, η κατανάλωση γαλακτοκομικών δεν πρέπει να αποθαρρύνεται, ενώ ίσως θα πρέπει να ενθαρρυνθεί στις χώρες εκείνες όπου είναι σχετικά χαμηλή.
Η κατανάλωση κάθε είδους γαλακτοκομικών είναι υψηλότερη στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ (κατά μέσο όρο 368 γραμμάρια τη μέρα ή πάνω από τέσσερις μερίδες), ενώ είναι χαμηλότερη στη Αφρική (91 γραμμάρια/μέρα) και στη νοτιοανατολική Ασία (μόνο 37 γραμμάρια/μέρα).
Από τους 136.384 ανθρώπους του δείγματος, ένα όχι αμελητέο ποσοστό, το 21% περίπου (28.674 άτομα) δεν κατανάλωναν καθόλου γαλακτοκομικά. Σε σχέση με αυτούς τους ανθρώπους, όσοι έτρωγαν καθημερινά 3,2 μερίδες γαλακτοκομικών κατά μέσο όρο, είχαν μικρότερη θνησιμότητα από κάθε αιτία (3,4% έναντι 5,6%), μικρότερη θνησιμότητα καρδιαγγειακής αιτιολογίας (0,9% έναντι 1,6%), λιγότερες σοβαρές καρδιαγγειακές παθήσεις (3,5% έναντι 4,9%) και λιγότερα εγκεφαλικά (1,2% έναντι 2,9%), ενώ αντίθετα ήσαν οριακά αυξημένα τα εμφράγματα του μυοκαρδίου (1,9% έναντι 1,6%).
Όσον αφορά ειδικά τα γαλακτοκομικά με πλήρη λιπαρά, η υψηλότερη κατανάλωση (σχεδόν τρεις μερίδες ημερησίως) σχετιζόταν -σε σχέση με όσους κατανάλωναν έως μισή μερίδα τη μέρα- με χαμηλότερη συνολική θνησιμότητα (3,3% έναντι 4,4%) και λιγότερα σοβαρά περιστατικά καρδιαγγειακής νόσου (3,7% έναντι 5%).
Ο συνδυασμός κατανάλωσης γάλατος και γιαουρτιού είχε μεγαλύτερο όφελος, όσον αφορά τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου, σε σχέση με το συνδυασμό τυριού-βουτύρου.
Ως στάνταρντ μερίδα θεωρείται ένα ποτήρι γάλα των 244 γραμμαρίων, ένα γιαούρτι ίδιου βάρους, ένα κομμάτι τυρί 15 γραμμαρίων και ένα κουταλάκι βούτυρο πέντε γραμμαρίων.
Οι ερευνητές επεσήμαναν πως πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω γιατί τα γαλακτοκομικά -ακόμη και τα πλήρη- σχετίζονται με χαμηλότερα επίπεδα καρδιαγγειακού κινδύνου. Μέχρι σήμερα κυριαρχεί η αντίληψη ότι πρέπει να καταναλώνονται γαλακτοκομικά με χαμηλά λιπαρά, ώστε να αποφεύγονται τα δυνητικά επικίνδυνα κορεσμένα λίπη που μπορεί να αυξήσουν την «κακή» χοληστερίνη (LDL).
Όμως, κάποιες πρόσφατες μελέτες έχουν δώσει ενδείξεις ότι ορισμένα τουλάχιστον κορεσμένα λίπη μπορεί να είναι ωφέλιμα για την καρδιαγγειακή υγεία.
Επιπλέον, μερικά γαλακτοκομικά περιέχουν άλλα ωφέλιμα συστατικά, όπως αμινοξέα, ακόρεστα λίπη, βιταμίνες Κ1 και Κ2, ασβέστιο, μαγνήσιο, κάλιο, προβιοτικά κ.α.
Συνεπώς, κατά τους ερευνητές, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπάρχει ένα ισοζύγιο από αρνητικά και θετικά στοιχεία στα γαλακτοκομικά και η νέα επιδημιολογική μελέτη PURE (Prospective Urban Rural Epidemiological) δείχνει ότι φαίνεται πως υπερισχύουν τα θετικά.
Προς το παρόν πάντως, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι πρόωρο να αλλάξουν οι διατροφικές συστάσεις, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.