Αστυνομικοί της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας ξεσκέπασαν την δράση εγκληματικής οργάνωσης, τα μέλη της οποίας φέρονταν να εισήγαγαν και να διακινούσαν ναρκωτικά στις φυλακές Χανίων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, στο πλαίσιο διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης, διαπιστώθηκε η ύπαρξη επιχειρησιακά δομημένης εγκληματικής οργάνωσης με διαρκή δράση, τα μέλη της οποίας, μεταξύ των οποίων και σωφρονιστικός υπάλληλος, τουλάχιστον από τον Μάιο του 2024, συγκρότησαν και εντάχθηκαν σε αυτήν και προέβαιναν στην εισαγωγή και διακίνηση ναρκωτικών στο κατάστημα κράτησης.
Για τον τερματισμό της δράσης τους, πραγματοποιήθηκε επιχείρηση στην Κρήτη, όπου συνελήφθησαν σωφρονιστικός υπάλληλος και ιδιώτης, ενώ για την ίδια υπόθεση κατηγορούνται και δύο έγκλειστοι στο κατάστημα κράτησης.
Όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση, από την αστυνομική έρευνα προέκυψε ότι τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης λειτουργούσαν με διακριτούς ρόλους και με συγκεκριμένο τρόπο δράσης (modus operandi).
Ο ρόλος του σωφρονιστικού
Ειδικότερα, κομβικό ρόλο στην οργάνωση είχε ο σωφρονιστικός υπάλληλος, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με την παραλαβή, μεταφορά και εισαγωγή των ναρκωτικών στο κατάστημα κράτησης, λαμβάνοντας οδηγίες από τους δύο έγκλειστους, ενώ η «αμοιβή» του ήταν 500 ή 1000 ευρώ, ανάλογα με την ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών που εισήγαγε.
Για να πετύχει τον σκοπό του, εκμεταλλευόταν την ιδιότητά του και απέκρυπτε τις ποσότητες, κυρίως στον χώρο των μαγειρείων, απ’ όπου τις παραλάμβαναν οι συνεργοί του.
Παράλληλα, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, με σκοπό τη διατήρηση της ανωνυμίας τους, φρόντιζαν να αποκρύπτουν τη δράση τους λαμβάνοντας ιδιαίτερα μέτρα αντιπαρακολούθησης κατά τη μεταφορά χρηματικών ποσών, αλλά και στις μεταξύ τους επικοινωνίες, κατά τις οποίες χρησιμοποιούσαν κωδικοποιημένες λέξεις.
Ενδεικτικά, αποκαλούσαν τα ναρκωτικά «πράγματα», «καπνός», «μαύρο», «καφέ», ενώ όσον αφορά την ποσότητα ναρκωτικής ουσίας, «μικρό», «μεγάλο» και τα χρήματα ως «χαρτιά».
Κατά την αστυνομική επιχείρηση, ο σωφρονιστικός υπάλληλος εντοπίστηκε αφού είχε παραλάβει άτομο που είχε μόλις αποβιβαστεί από πλοίο – και αφού ακινητοποιήθηκαν, προέβησαν στον έλεγχό τους.