Ο Διογένης ο κυνικός μας λέει:«Είχα ένα φίλο σιδερά, τον Ευθύβουλο. Υπέροχος σιδεράς αλλά περίεργος. Αρνιόταν τις μεγάλες δουλείες με τα πολλά κέρδη, ήταν ικανοποιημένος με το να έχει χρήματα για τροφή και κρασί.
Όταν τελείωνε κάποια δουλειά, πήγαινε και τα έπινε, και έβρισκε την αλήθεια και τα μυστικά της ζωής στο πάτο του κρασοπότηρου, και όταν άδειαζε το ποτήρι το γεμίζε και το ξαναγέμιζε…
Είναι ένας φίλος και μια αγάπη που δεν προδίδει μου είπε. Το κρασί είναι ευλογημένο απο τους Θεούς, σου κάνει παρέα και ανακουφίζει φτωχούς και πλούσιους, νέους και γέρους, σκλάβους και ελεύθερους το ίδιο.
Μια μέρα τον επισκεύτηκα και του είπα : Θέλω κάτι απο εσένα Ευθύβουλε, αυτός με κοίταξε παράξενα, πρώτη φορά με κοιτούσε έτσι, αλλά και πρώτη φορά ζητούσα κάτι απο αυτόν… και μου απάντησε:Νομίζω ότι έχεις πρόβλημα Διογένη, νομίζω ότι σε χτύπησε ο ήλιος στο κεφάλι.
Θέλω να μου φτιάξεις ένα λυχνάρι, και θέλω να είναι το καλύτερο είπα.
Ένα λυχνάρι; Mα τους Θεούς, τι θα το κάνεις; Δεν έχεις σπίτι, δεν έχεις τίποτα, για ποιο λόγο το θες;
Θα σου απαντήσω όταν θα το έχεις έτοιμο, και ξέρεις ότι δεν έχω χρήματα. Θα μου το φτιάξεις για χάρη της φιλίας μας;
Μερικές μέρες αργότερα το λυχνάρι ήταν έτοιμο.Ευχαριστώ Ευθύβουλε, του είπα.
Μου χρωστάς μια εξήγηση Διογένη, τι το θες το λυχνάρι;
Το θέλω γιατί ψάχνω για ένα άνθρωπο. Υπάρχει πολύς κόσμος γύρω μας αλλά ούτε ένας άνθρωπος» .
Αυτό το επαναλάμβανε ο Διογένης συνέχεια, με διάφορους τρόπους, κάποιος που να βάζει τον εαυτό του κάτω από το καλό των άλλων.
Για αυτό τον λόγο, ο Διογένης προχωρούσε στους δρόμους της Αθήνας ακόμα και την ημέρα με το αναμμένο λυχνάρι, λέγοντας πως αναζητούσε έναν τίμιο άνθρωπο…
Αν ζούσε στις μέρες μας τον βλέπω να επαιρνε κανένα φακό με επαναφορτιζόμενες μπαταρίες γιατί θα του έπαιρνε πολλά χρόνια να βρει αυτό που έψαχνε.