Αναζητώντας τόσον καιρό τα ίχνη των Ελλήνων σε όλον τον κόσμο και ερευνώντας την τεράστια συμβολή τους σε επίπεδο πολιτισμού, τεχνών, επιστήμης και γενικότερα γνώσης σε όποιο μέρος του κόσμου και αν ταξίδευαν, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε την ιδιαίτερη παρουσία κάποιων μεγάλων προσωπικοτήτων που ξεχώρισαν συμβάλλοντας δυναμικά στα προβλήματα κάθε τόπου.
Γιατί οι Έλληνες, όπου κι αν πάνε, όπου κι αν βρίσκονται, δεν μπορούν με τίποτα να ξεχάσουν το «δαιμόνιο» που έχουν στο DNA τους και το οποίο τους κάνει να μεγαλουργούν!
Αναλόγως και ο Νικόλαος Χριστόφιλος, ο «τρέλληνας» της Αμερικής, που συνέδεσε το όνομά του με το πρώτο πείραμα στο διάστημα, το περίφημο Argus.
Ο Νικόλαος Χριστόφιλος γεννήθηκε το 1916 στην Βοστόνη και από παιδί εξέφρασε την αγάπη του και την κλίση του –όπως φάνηκε αργότερα-, στην ραδιοφωνία, κατασκευάζοντας μόνος του πομπούς και δέκτες.
Έπειτα αποφοίτησε και από την Σχολή Ηλεκτρολόγων και Μηχανολόγων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και άρχισε να δουλεύει για την εταιρεία Wisk Inc, η οποία εγκαθιστούσε και συντηρούσε ανελκυστήρες. Κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής υποχρέωσαν την εν λόγω εταιρεία, σύμφωνα με τον Διευθυντή του Ινστιτούτου Διαστημικών εφαρμογών και Τηλεσκόπισης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Ι. Δαγκλή, να εγκαταλείψει τους ανελκυστήρες και να αναλάβει την συντήρηση φορτηγών.
Αυτό, για τον πολυμήχανο Χριστόφιλο, ήταν πιο πολύ παιχνίδι παρά δουλειά και του άφηνε πολύ ελεύθερο χρόνο για να μελετά πυρηνική φυσική και μάλιστα από γερμανικά βιβλία, αφού μόνο αυτά ήταν εύκολο να βρεθούν στην κατοχική Αθήνα.
Μετά τον πόλεμο ο Χριστόφιλος άνοιξε δική του εταιρεία για ανελκυστήρες αλλά ο έρωτάς του για την πυρηνική φυσική συνεχίστηκε και σύντομα άρχισε να στήνει δικές του θεωρίες. Το 1946 υπέβαλε αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας για έναν επιταχυντή παρόμοιο στον σχεδιασμό του με το σύγχροτρον, τον κυκλικό επιταχυντή όπου συνδυάζονται ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία για να επιτύχουν φορτισμένα σωματίδια σε πολύ υψηλές ενέργειες. Ωστόσο, σύντομα ενημερώθηκε από τα περιοδικά φυσικής ότι ένας τέτοιος επιταχυντής είχε ήδη εφευρεθεί.
Απτόητος ο Χριστόφιλος, συνέχισε να σχεδιάζει επιταχυντές και το 1950 υπέβαλε αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας για «την Αρχή της Ισχυρής Εστίασης» της δέσμης επιταχυντών.
Η αναγνώρισή του δεν άργησε να φανεί…
Το Γραφείο Ευρεσιτεχνιών των Η.Π.Α. του απένειμε το σχετικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το 1956, με τον αριθμό, 2,736,799
Εν συνεχεία έγινε ερευνητής ενός από τα σημαντικότερα εθνικά ερευνητικά κέντρα των Η.Π.Α. Λόγω του απόρρητου χαρακτήρα των ερευνών στις οποίες συμμετείχε, μετακινήθηκε στο Εθνικό Εργαστήριο Livermore, όπου και παρέμεινε μέχρι και το τέλος της σταδιοδρομίας του.
Παρόλο που αφοσιώθηκε κυρίως στην επίτευξη της πυρηνικής σύντηξης, συμμετείχε και σε πλήθος άλλων πρωτοποριακών πειραμάτων, πολλά από τα οποία υπήρξαν καθοριστικά για τις μετέπειτα εξελίξεις σε διάφορους τομείς. Ένα από τα πιο γνωστά πειράματα που συνέλαβε ο Χριστόφιλος και πρότεινε στην κυβέρνηση των Η.Π.Α. ήταν και το Argus.
Το φιλερευνητικό του πνεύμα όμως δεν μπορούσε να σταματήσει εκεί…
Μετά την επιτυχή εκτόξευση του πρώτου τεχνητού δορυφόρου, του σοβιετικού «Σπούτνικ», ο Χριστόφιλος σκέφτηκε πως η προσπάθεια μαγνητικής παγίδευσης ηλεκτρονίων (ενός από τα κεντρικά στοιχεία της πυρηνικής σύντηξης) θα μπορούσε να δοκιμαστεί ως διαστημικό πείραμα σε πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν να γίνει σε οποιοδήποτε εργαστήριο στην επιφάνεια της Γης.
Πρότεινε λοιπόν την εκτόξευση ατομικής βόμβας, η οποία με την έκρηξή της θα παρήγαγε ένα πολύ μεγάλο πλήθος ηλεκτρονίων υψηλής ενέργειας, τα οποία ακολούθως θα παγιδεύονταν από το μαγνητικό πεδίο της Γης και θα σχημάτιζαν ζώνες ή φλοιούς ηλεκτρονίων γύρω από τη Γη. Αν πράγματι τα ηλεκτρόνια, αντί να διασκορπιστούν ατάκτως στα πέρατα του διαστήματος, συγκεντρώνονταν και κατευθύνονταν από το γεωμαγνητικό πεδίο, θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να βλάψουν δορυφόρους σε τροχιά γύρω από τη Γη.
Η πρότασή του συζητήθηκε και στην τελική απόφαση συνέβαλε το γεγονός ότι ανακαλύφθηκαν οι φυσικές ζώνες ηλεκτρονίων και πρωτονίων γύρω από την Γη, από τον Τζέιμς βαν Άλεν, με μετρήσεις των δύο πρώτων αμερικανικών δορυφόρων.
Επομένως, ο πρόεδρος Αιζενχάουερ συμφώνησε να ελεγχθεί η σκοπιμότητα του πειράματος. Ακολούθησαν πυρετώδεις διασκέψεις και σχεδιασμοί. Την Πρωτομαγιά του 1958 ο Αιζενχάουερ έδωσε το πράσινο φως για την διεξαγωγή του πειράματος.
Το πείραμα στήθηκε μέσα σε χρόνο ρεκόρ: σε λιγότερο από 4 μήνες όλα ήταν έτοιμα. Στις 26 Ιουλίου του 1958 εκτοξεύθηκε ο Explorer-4, ο τρίτος δορυφόρος στην ιστορία των Η.Π.Α., ο οποίος θα παρακολουθούσε την εξέλιξη του πειράματος στο Διάστημα.
Την 1η Αυγούστου το Norton Sound του Πολεμικού Ναυτικού, με τους πυραύλους και τις βόμβες του πειράματος, απέπλευσε από το Σαν Φρανσίσκο με προορισμό τον Νότιο Ατλαντικό. Ταυτόχρονα απέπλευσαν άλλα δύο πλοία από λιμάνια της Ανατολικής Ακτής, για συμμετοχή στο πείραμα με παρατηρήσεις από την θάλασσα.
Η επιλογή της απομακρυσμένης περιοχής του πειράματος, περίπου 1800 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής, έγινε για διαφόρους λόγους, με κυριότερο την μυστικότητα και ασφάλεια, καθώς και την ιδιαιτερότητα της γεωμετρίας του γεωμαγνητικού πεδίου στο Νότιο Ατλαντικό, που έδινε περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας στο πείραμα.
Στις 27 και 30 Αυγούστου και στις 6 Σεπτεμβρίου εκτοξεύθηκαν τρεις ατομικές βόμβες των 2 χιλιοτόνων οι οποίες εξερράγησαν στα 200, 240 και 540 χιλιόμετρα αντίστοιχα.
Τόσο οι μετρήσεις του Explorer-4 όσο και οι παρατηρήσεις από το έδαφος επιβεβαίωσαν την θεωρία του Χριστόφιλου: δημιουργήθηκε μια τεχνητή ζώνη σωματιδιακής ακτινοβολίας ανάμεσα στις δύο ζώνες βαν Άλεν, που μάλιστα διατηρήθηκε για περισσότερο χρόνο απ’ ότι είχε προβλεφθεί, αφού αυτή αποδομήθηκε έπειτα από δύο εβδομάδες και όχι σε μερικές μέρες όπως αναμενόταν.
Επιπλέον, τα ηλεκτρόνια του Argus δημιούργησαν Σέλας –ήταν η πρώτη φορά στην Ιστορία που στους ουρανούς δημιουργήθηκε Σέλας από ανθρώπινη ενέργεια και όχι από φυσικά αίτια.
Η επιτυχία του Argus δικαίωσε τον «τρέλλληνα», στέλνοντάς τον στην κορυφή του επιστημονικού κόσμου και οδήγησε αργότερα σε πειράματα μεγαλύτερης έντασης.