Οι ασφαλισμένες του ΕΟΠΥΥ θα μπορούν να κάνουν όλες τις εξετάσεις για την αντιμετώπιση του κληρονομούμενου καρκίνου μαστού και ωοθηκών με μικρότερη συμμετοχή
Ενα χρόνιο αίτημα των συλλόγων ασθενών με καρκίνο ικανοποιείται από την ηγεσία του υπουργείου Υγείας συμπεριλαμβάνοντας μία κομβική εξέταση, καθώς αποτελεί οδηγό για τη διάγνωση και τη θεραπεία των γυναικών με καρκίνο του μαστού και των ωοθηκών, στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση του ΕΟΠΥΥ.
Ετσι, εφεξής ανοίγει ο δρόμος για χιλιάδες γυναίκες ώστε να υποβάλλονται άμεσα στις εξετάσεις αυτές, χωρίς εμπόδια. Πιο συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή οι ασθενείς με μορφές καρκίνου μαστού και ωοθηκών κληρονομικής βάσης έχουν τη δυνατότητα να εκτελέσουν χωρίς καθυστερήσεις την ακριβή γονιδιακή εξέταση (ογκολογικοί βιοδείκτες για τον έλεγχο παρουσίας μεταλλάξεων γονιδίων BRCA 1/2) σε ένα από τα συμβεβλημένα με τον ΕΟΠΥΥ διαγνωστικά κέντρα, προσκομίζοντας το παραπεμπτικό του γιατρού τους και καταβάλλοντας συμμετοχή μόλις 79 ευρώ. Στην περίπτωση δε, που απαιτείται και η εκτέλεση της συμπληρωματικής μεθόδου MLPA η συμμετοχή θα προσαυξάνεται κατά 7,5 ευρώ.
Διαβάστε επίσης: Προσωπικός γιατρός: Έρχονται αλλαγές, πώς θα συμμετάσχουν και ιδιώτες στον θεσμό
Ομως, μέχρι πρότινος η διαδικασία αυτή είχε σημαντικά οικονομικά και γραφειοκρατικά εμπόδια που απέτρεπαν αρκετές γυναίκες να υποβληθούν στη συγκεκριμένη εξέταση παρά τις παροτρύνσεις των γιατρών τους. Ειδικότερα καλούνταν να πληρώσουν από την τσέπη τους το κόστος, ύψους 700 ευρώ και έπειτα ο ΕΟΠΥΥ τούς επέστρεφε έπειτα από εβδομάδες ή ακόμη και μήνες το 85% της δαπάνης.
Πλέον και σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας τη συνταγογράφηση θα την κάνουν οι ογκολόγοι και οι γυναικολόγοι, ενώ ο έλεγχος και η παρακολούθηση μέσω αυτών των εξετάσεων αφορά:
1. Ολες τις γυναίκες που έχουν διάγνωση επιθηλιακού καρκινώματος των ωοθηκών, ανεξαρτήτως ηλικίας και οικογενειακού ιστορικού.
2. Ολες τις γυναίκες που έχουν διαγνωστεί με Ca μαστού πριν από την ηλικία των 45 ετών.
3. Ολες τις γυναίκες που έχουν διαγνωστεί με Ca μαστού σε οποιαδήποτε ηλικία και έχουν τουλάχιστον δύο περιστατικά από την ίδια μεριά της οικογένειας με εμπεριστατωμένη διάγνωση Ca μαστού, ωοθηκών, παγκρέατος ή προστάτη με Gleason score μεγαλύτερο ή ίσο του 7.
4. Ολες τις γυναίκες στων οποίων την οικογένεια υπάρχει γνωστή μετάλλαξη των γονιδίων BRCA 1/2.
Είναι σημαντικό δε, να υπογραμμιστεί πως σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού ετησίως περί τις 2.000 ασφαλισμένες υποβάλλονταν στην εξειδικευμένη αυτή εξέταση, και στη συνέχεια ελάμβαναν έπειτα από σχετικό αίτημα το 85% του ποσού που είχαν καταβάλει. Καθώς όμως το κόστος ήταν για αρκετές ασθενείς απαγορευτικό, αφού δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να καλύψουν την εξέταση, εκτιμάται πως εφεξής η συμμετοχή θα αυξηθεί σημαντικά.
Αναλυτικότερα και σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας η γονιδιακή εξέταση BRCA 1/2 θα αφορά περίπου 3.000 γυναίκες κατ’ έτος. Μάλιστα και δεδομένου πως είχαν προηγηθεί διαπραγματεύσεις με διαγνωστικούς ομίλους «το εκτιμώμενο οικονομικό όφελος για τον ΕΟΠΥΥ, μέσω της υλοποίησης της συμφωνίας, υπολογίζεται γύρω στο μισό εκατομμύριο ευρώ, σε σχέση με τις μέχρι σήμερα ετήσιες δαπάνες για τη συγκεκριμένη εξέταση».
Εργαλείο πρόληψης
Υπό τις εξελίξεις αυτές ο υπουργός Θάνος Πλεύρης επεσήμανε τα εξής: «Ενα ακόμη βήμα στην προσπάθεια του προσυμπτωματικού ελέγχου για σοβαρές παθήσεις στη χώρα μας γίνεται με την ένταξη στη συνταγογράφηση γενετικών εξετάσεων κληρονομούμενου καρκίνου. Για πρώτη φορά οι ασφαλισμένες θα μπορούν να κάνουν όλες τις εξετάσεις για την αντιμετώπιση του κληρονομούμενου καρκίνου με μικρότερη συμμετοχή. Η νέα εξέταση αποτελεί εργαλείο για την πρόληψη του καρκίνου».
Είναι άλλωστε επιστημονικά τεκμηριωμένο πως o εντοπισμός τυχόν μετάλλαξης στα γονίδια BRCA 1/2 αποτελεί σημαντικό «κλειδί» τόσο για την πρόληψη όσο και τη θεραπεία του καρκίνου. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως μια γυναίκα που έχει κληρονομήσει μετάλλαξη στα γονίδια BRCA 1/2 διατρέχει υψηλό κίνδυνο για καρκίνο του μαστού (60%-85%) και για καρκίνο της ωοθήκης (20%-40%). Παράλληλα όμως έχει διαπιστωθεί πως οι καρκίνοι αυτοί μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά με φάρμακα που στοχεύουν σε αυτήν τη γενετική ιδιαιτερότητά τους.