Όμως, το φαινόμενο της εικονικής θεραπείας είναι κάτι περισσότερο από μια απλή θετική σκέψη που επηρεάζει και το πως αισθανόμαστε. Καταρχήν, γιατί όταν οι ασθενείς λαμβάνουν μια εικονική θεραπεία, δεν γνωρίζουν ότι παίρνουν ουσιαστικά, ένα «χάπι ζάχαρης». Άρα, δεν είναι ακριβώς «ψευδαίσθηση». Γι΄ αυτό και τα εικονικά φάρμακα χρησιμοποιούνται πολύ πλέον στην ιατρική έρευνα για να βοηθήσουν τους γιατρούς και τους επιστήμονες να ανακαλύψουν και να κατανοήσουν καλύτερα τις φυσιολογικές και ψυχολογικές επιπτώσεις των νέων φαρμάκων. Ήδη από τους γιατρούς έχει γίνει αντιληπτό ότι υπάρχει βιολογικό υπόβαθρο πίσω από την απόκριση στα εικονικά φάρμακα.
Oι έρευνες…
Πρόσφατη, νέα μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου Νορθγουέστερν στο Ιλινόι των ΗΠΑ, η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Nature Communications», έδειξε ότι είναι πιθανόν μια ημέρα οι γιατροί να συνταγογραφούν εικονικά φάρμακα για ορισμένους ασθενείς με χρόνιο πόνο με βάση την ανατομία του εγκεφάλου τους αλλά και συγκεκριμένα ψυχολογικά χαρακτηριστικά τους. «Ο εγκέφαλος κάποιων ασθενών είναι ήδη συντονισμένος στο να αποκριθεί θετικά στο εικονικό φάρμακο» ανέφερε ο βασικός συγγραφέας της μελέτης Βάνια Απκαριάν, καθηγητής Φυσιολογίας στην Ιατρική Σχολή Φάινμπεργκ του Πανεπιστημίου Νορθγουέστερν. Ο καθηγητής προσέθεσε ότι «αυτοί οι ασθενείς έχουν την κατάλληλη βιολογία αλλά και ψυχολογία ώστε να μπουν σε γνωστική κατάσταση τέτοια που αν κάποιος τους πει ότι “αυτό που θα πάρεις θα απαλύνει τον πόνο σου”, θα βιώσουν όντως αμέσως λιγότερο πόνο».
Πριν λίγες μέρες στην ολλανδική πόλη Leiden συγκεντρώθηκαν 300 μέλη της Εταιρείας Διεπιστημονικών Εργασιών Placebo. Ψυχολόγοι, νευροεπιστήμονες, γιατροί, ανθρωπολόγοι, φιλόσοφοι μίλησαν για το εικονικό φαινόμενο, με την πεποίθηση ότι το εικονικό φάρμακο είναι μια ισχυρή ιατρική θεραπεία που αγνοείται από τους γιατρούς. Όπως δημοσιεύουν και οι New York Times, σε αναλυτικό ρεπορτάζ, μετά από ένα τέταρτο αιώνα σκληρής δουλειάς, έχουν πολλά στοιχεία για να το αποδείξουν. Κατάθλιψη, πόνος στην πλάτη, ευερέθιστο έντερο, αδιαθεσία που σχετίζεται με χημειοθεραπεία, ημικρανία, διαταραχή μετατραυματικού στρες, βρίσκονται στον κατάλογο των συνθηκών που απαντούν στο εικονικό φάρμακο.
Όμως, όσο κι αν είναι πανταχού παρών το φαινόμενο και όσες και αν είναι οι μελέτες που το αποδεικνύουν, το φαινόμενο του εικονικού φαρμάκου δεν έχει ακόμη καταστεί μέρος του τυποποιημένου οπλοστασίου των περισσότερων γιατρών – και όχι μόνο επειδή έχει τη φήμη του ως «ψεύτικη ιατρική», αλλά κυρίως γιατί δεν υπάρχει πλήρης κατανόηση των μηχανισμών που περιβάλλουν το μυστήριο. Χωρίς σαφή γνώση του πώς λειτουργεί, οι γιατροί δεν μπορούν να ξέρουν πότε και πως να το χρησιμοποιήσουν.
Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους μηχανισμούς είναι ψυχολογικοί, για την ακρίβεια εστιάζουν στο σύνολο των πεποιθήσεων που κάποιος φέρνει στη θεραπεία, αλλά και στη σχέση ερεθισμάτων και ανακλαστικών. Πρώτος ο Ιβάν Παβλόφ περιέγραψε περισσότερο από έναν αιώνα πριν, τη διαδικασία. Αν τα ουδέτερα και τα ανεξάρτητα ερεθίσματα συνδέονται επανειλημμένα, τα δυο ερεθίσματα γίνονται συνειρμικά και ο οργανισμός αρχίζει να παράγει μία συμπεριφορική απάντηση, την οποία ο Παβλόφ αποκάλεσε εξαρτημένη απόκριση.
Σήμερα οι μελέτες συγκλίνουν ότι το placebo παρουσιάζει θεραπευτική δράση, βασιζόμενο κυρίως σε δύο ψυχο-βιολογικούς μηχανισμούς: την προσδοκία (expectation) και τη μάθηση (conditioning) του ασθενούς όσον αφορά τη θεραπεία, το θεραπευτικό περιβάλλον και τη σχέση του με το θεράποντα γιατρό.
Έχει αποδειχθεί για παράδειγμα στη δερματολογία, ότι αρκετές παθήσεις είναι δυνατόν να ανταποκρίνονται σε τέτοιου είδους θεραπείες placebo, όπως είναι η γυροειδής αλωπεκία, οι μυρμηκιές κ.λπ., οι οποίες μπορεί να θεωρηθούν ως ψυχοσωματικά νοσήματα. Σύμφωνα με άλλες επιστημονικές μελέτες, μόνο ένα στα πέντε παιδιά χρειάζεται επιπλέον φάρμακο για την ανακούφιση του μετεχειρουργικού άγχους και του πόνου, μετά την εφαρμογή θεραπείας με τη βοήθεια της εικονικής πραγματικότητας (VR) η οποία προκαλεί μία υπνωτική κατάσταση που κρατά τα παιδιά ήρεμα και χαλαρά.
Οι συγκεκριμένες έρευνες δόθηκαν στη δημοσιότητα επ’ ευκαιρία του ετήσιου ιατρικού συνεδρίου της Αμερικανικής Αναισθησιολογικής Εταιρείας (ASA), που πραγματοποιήθηκε από τις 13 έως τις 17 Οκτωβρίου. Ειδικότερα, οι μελέτες έδειξαν ότι η κατάσταση ύπνωσης που έρχεται με τη βοήθεια της εικονικής πραγματικότητας (VRH) μείωσε το άγχος, τη συνολική μετεγχειρητική κατανάλωση οπιοειδών και τον εμετό σε παιδιά μετά από χειρουργική επέμβαση.
Γενετική προδιάθεση και placebome
Όπως επισημαίνει και ο Ted Kaptchuk, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης Open-label Placebo και Διευθυντής Μελετών για το Placebo στο Beth Israel Deaconess Medical Center στη Βοστώνη: «Δεν μπορεί κανείς να πετάξει το placebo στα σκουπίδια. Έχει κλινικό νόημα, είναι στατιστικά σημαντικό και ανακουφίζει τους ασθενείς. Συνάδει με τη λέξη Ιατρική, ως έννοια».
Με τη βοήθεια νέων τεχνικών παρακολούθησης ακριβείας, ο Kaptchuk και οι συνάδελφοί του έχουν αρχίσει να αποσαφηνίζουν ένα σύνολο βιοχημικών διεργασιών που μπορούν τελικά να εξηγήσουν πώς λειτουργεί το placebo και γιατί είναι πιο αποτελεσματικό για ορισμένους ανθρώπους, από άλλους και ταυτόχρονα να αποκαλύψουν θεμελιώδεις αδυναμίες στον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τους θεραπευτικούς μηχανισμούς του σώματος και τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούμε εάν λειτουργούν ή όχι οι πιο συνηθισμένες ιατρικές παρεμβάσεις στις διαδικασίες αυτές.
Μάλιστα ο Kaptchuk προχωράει το θέμα ακόμη πιο βαθιά, φτάνοντας στα όρια της «αίρεσης». «Δεν αγαπώ την επιστήμη», λέει. «Θέλω να μάθω τι θεραπεύει τους ανθρώπους. Η επιστήμη μπορεί να μην είναι ο μόνος τρόπος για να κατανοήσουμε την ασθένεια και τη θεραπεία, αλλά είναι ο καθιερωμένος τρόπος».
Και δεν είναι καθόλου άσχετο ότι ένα από τα συμπεράσματα των ερευνών αναδεικνύουν ότι η δύναμη της θεραπείας διέφερε ανάλογα με την ποιότητα και την ποσότητα αλληλεπίδρασης μεταξύ θεραπευτή και ασθενούς. Θα μπορούσε άνετα να πει κάποιος ότι το εικονικό αποτέλεσμα είναι μια βιολογική απάντηση σε μια πράξη φροντίδας.
Κάθε θεραπευτικός τρόπος έχει το δικό του τελετουργικό, ισχυρίζεται ο Kaptchuk, το οποίο αποτελεί μέρος της διαδικασίας που κάνει τη θεραπεία αποτελεσματική. «Τα τελετουργικά ενεργοποιούν συγκεκριμένες νευροβιολογικές οδούς που τροποποιούν ειδικά τις σωματικές αισθήσεις, τα συμπτώματα και τα συναισθήματα», λέει χαρακτηριστικά. «Φαίνεται ότι αν το μυαλό μπορεί να πειστεί, το σώμα μπορεί μερικές φορές να ενεργήσει αναλόγως».
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι, μερικοί άνθρωποι έχουν μια γενετική προδιάθεση για πιο θετική ανταπόκριση στο «εικονικό φάρμακο». Στις σχετικές μελέτες, οι ασθενείς που είτε είχαν υψηλές είτε χαμηλές παραλλαγές ενός γονιδίου που ελέγχει τα επίπεδα ντοπαμίνης στον προμετωπιαίο φλοιό του εγκεφάλου, είχαν διαφορετικές αποκρίσεις σε ένα «εικονικό φάρμακο». Οι συμμετέχοντες με την έκκριση υψηλής δόσης της ντοπαμίνης του γονιδίου βίωναν μία θετική ανταπόκριση σε μια θεραπεία με «εικονικό φάρμακο» από ό, τι εκείνοι με την έκκριση χαμηλής ντοπαμίνης.
Η ανακάλυψη από τους ερευνητές της γενετικής συσχέτισης με την αντίδραση placebo οδηγεί στην ανάγκη μιας συνεχούς προσπάθειας να προσδιοριστεί το βιοχημικό σύνολο που ονομάζεται placebome – ο όρος αντικατοπτρίζει την πεποίθηςη ότι κάποια μέρα θα πάρει τη θέση της ανάμεσα στις άλλες σημαντικές «γνώσεις» της ιατρικής επιστήμης.
Το placebome αποκαλύπτει πως ο εγκέφαλος μεταφράζει την πράξη της φροντίδας στη σωματική επούλωση, ενεργοποιώντας τις βιολογικές διαδικασίες που ανακουφίζουν τον πόνο, μειώνουν τη φλεγμονή και προάγουν την υγεία, ειδικά σε χρόνιες και ασθένειες που σχετίζονται με το άγχος – όπως το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και ορισμένες καρδιακές παθήσεις.
Σύμφωνα με τον νέο τρόπο σκέψης, το αποτέλεσμα της εικονικής θεραπείας είναι ένα εγγενές μέρος μιας πολύπλοκης αλληλεπίδρασης μεταξύ των γονιδίων, των φαρμάκων και του νου. Και αν είναι πράγματι έτσι, τότε ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της σύγχρονης ιατρικής – η ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο κλινική δοκιμή – είναι βαθιά λανθασμένη.
Για την ώρα η κατεστημένη επιστημονική αντίληψη διερευνά κι αυτό το φαινόμενο και το ορίζει μόνο για να το αποκλείσει. Για τον Kaptchuk και όχι μόνο «η βιοϊατρική οφείλει να απορρίψει την ιδέα ότι η επούλωση είναι μόνο η εφαρμογή μηχανικών εργαλείων και να αποδεχθεί ότι η επούλωση είναι μια ηθική πράξη, στην οποία η φροντίδα στο πλαίσιο της ελπίδας αλλάζει ποιοτικά τα κλινικά αποτελέσματα, όπως και η σχέση που πυροδοτείται από τη συνάντηση του πάσχοντος ατόμου με τον θεραπευτή είναι ένα κεντρικό συστατικό της ιατρικής περίθαλψης».
Ωστόσο, για να μπορέσει η επιστημονική έρευνα να αποκαταστήσει την ηθική διάσταση στην ιατρική πρέπει να αντιμετωπίσει έναν μεγάλο σκόπελο, την φαρμακοβιομηχανία. Η ιατρική επιστήμη έχει κατακτήσει αναμφισβήτητες και λυτρωτικές βεβαιότητες αλλά ταυτόχρονα όπως δηλώνει ο Kaptchuk: «Δεν ξέρω, αλλά πρέπει να πιστέψω ότι υπάρχει ένα άπειρο αποθεματικό σοφίας και φαντασίας που θα αντισταθεί στις απλές υλιστικές εξηγήσεις».