Έντονες αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ με βουλευτές να εκφράζουν σοβαρές ενστάσεις, όσο και σε γυναικείες οργανώσεις, αλλά και από τη Διεθνή Αμνησία προκαλεί η διάταξη στον νέο Ποινικό Κώδικα που κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή και αφορά το αδίκημα του βιασμού: Ο νέος Κώδικας κάνει διάκριση πράξεων βιασμού (απόπειρα ή τετελεσμένη) σε πλημμεληματικού και κακουργηματικού χαρακτήρα, την ώρα που με βάση της Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης που έχει κυρώσει η Ελλάδα η απουσία συναίνεσης συνιστά βιασμό.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Έπαθαν πλάκα στο Σύνταγμα: Γέμισε γυναικεία εσώρουχα και … (Αποκλειστικές Εικόνες)
Εσωκομματικές αντιδράσεις
Μπροστά στις αντιδράσεις και στις προειδοποιήσεις από βουλευτές όπως οι κύριοι Τσιρώνης και Δημαράς ότι δεν θα ψηφίσουν την επίμαχη διάταξη, το υπουργείο Δικαιοσύνης, μέσω κύκλων επιχειρεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις με βασικό επιχείρημα ότι οι ποινές που προβλέπονται βάσει των προτεινόμενων διατάξεων θα είναι εκτιτέες. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κύριοι Τσιρώνης και Δημαράς υιοθετούν το μοτό των γυναικείων οργανώσεων «Σεξ χωρίς συΝΑΙνεση είναι ΠΑΝΤΑ βιασμός».
Νωρίτερα, στη Βουλή, διευκρινίσεις για τον ορισμό του βιασμού και τις ποινές που θεσπίζονται, ζήτησαν από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, η Αννέτα Καββαδία και η Μαρία Θελερίτη με βασική ένσταση ότι ο νέος Κώδικας κάνει διάκριση των βιασμών σε κακουργηματικού και πλημμεληματικού χαρακτήρα.
«Υπάρχει ένα μεγάλο “αλλά”. Το θύμα βιασμού είναι θύμα βιασμού σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για τετελεσμένη πράξη βίας, είτε πρόκειται για την απειλή παράνομης πράξης. Με αυτό καταλαβαίνω όταν λέμε “απειλή παράνομης πράξης”, την ψυχολογική βία που ασκείται. Άλλωστε το αναγνωρίζει αυτό και ο νέος Ποινικός Κώδικας. Επομένως το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι γιατί υπάρχει αυτή η διαφοροποίηση, γιατί υπάρχει αυτή η κλιμάκωση μεταξύ κακουργήματος και πλημμελήματος», σημείωσε χαρακτηριστικά η κ. Καββαδία.
Η ίδια βουλευτής, πρόσθεσε ότι «σε κάθε περίπτωση, η απουσία συναίνεσης συνιστά βιασμό και σ’ αυτό φαντάζομαι δε διαφωνεί κανείς και καμία από μας. Ο βιασμός, δηλαδή, ο οποίος δεν μπορεί να αποδειχθεί δεν είναι βιασμός;». Παράλληλα, η βουλευτής Μαρία Θελερίτη επισήμανε ότι μέσω της κύρωσης της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης που ορίζει το δεσμευτικό νομικό πλαίσιο για την πρόληψη όλων των μορφών βίας κατά των γυναικών και την προστασία των θυμάτων έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας διευθύνεται η έννοια του βιασμού και αυτό θα έπρεπε να αποτυπώνεται στον υπό ψήφιση Κώδικα. «Ο βιασμός ακόμα και όταν δεν μπορεί να αποδειχθεί δεν παύει να είναι βιασμός», είπε η κ.Θελερίτη.
Διεθνής Αμνηστία: Απαράδεκτη η διάταξη, να αποσυρθεί
Προχωρώντας ένα βήμα περισσότερο από τους κυβερνητικούς βουλευτές, όμως, η Διεθνής Αμνηστία, χαρακτηρίζει «απαράδεκτο» χαρακτηρίζει το άρθρο 336, που εμπεριέχει τον νομικό ορισμό του βιασμού, στο σχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα. Στην ανακοίνωση που εξέδωσε η Διεθνής Αμνηστία επισημαίνει ότι ο μόνος ορισμός του βιασμού που μπορεί να γίνει αποδεκτός είναι αυτός που θα συνδέεται με την απουσία συναίνεσης και καλεί το υπουργείο Δικαιοσύνης, έστω και αυτή την ύστατη στιγμή, να αποσύρει το άρθρο 336.
Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της, «ο νέος ορισμός στο σχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα, δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για το σοβαρό αυτό έγκλημα». Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, «κύριο ζήτημα αποτελεί το γεγονός ότι ο βιασμός εξακολουθεί να ορίζεται με βάση τη βία και όχι με βάση την απουσία συναίνεσης».
«Ο νομικός ορισμός του βιασμού με επίκεντρο τη βία ή την αντίσταση, όπως αυτός που περιλαμβάνεται στο νέο σχέδιο Ποινικού Κώδικα, σηματοδοτεί ότι μια σειρά εγκλημάτων βιασμού, στα οποία δεν φαίνεται η άσκηση ή η απειλή σωματικής βίας, ή η απόδειξη ή αδυναμία αντίστασης, ή δεν τεκμαίρεται εξαναγκασμός σε γενετήσια πράξη μετά από απειλή με παράνομη πράξη (όπως προβλέπεται στην παράγραφο 5), δεν θα διώκονται ως τέτοιοι. Επιπλέον, υιοθετείται ένας ακόμα πιο περιοριστικός από τον υπάρχον, ορισμός της απειλής», συμπληρώνει η Διεθνής Αμνηστία.
Μπροστά στο τσουνάμι των αντιδράσεων, το υπουργείο Δικαιοσύνης επιχείρησε μέσω «κύκλων» να δώσει διευκρινίσεις, υποστηρίζοντας, ότι για το έγκλημα του βιασμού και άλλα εγκλήματα που στρέφονται κατά της γενετήσιας ελευθερίας, οι προβλεπόμενες ποινές που επιβάλλονται είναι σε κάθε περίπτωση εκτιτέες.
Ειδικότερα, διευκρινίζεται, ότι τιμωρούνται ως κακουργήματα, με ποινή κάθειρξης, δηλαδή με ποινή από 5 έως 15 έτη, οι περιπτώσεις που
α) Ασκείται σωματική βία κατά του θύματος (άρθρο 336 παρ. 1). Ως σωματική βία θεωρείται και η περιαγωγή του θύματος σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας για αντίσταση με υπνωτικά ή ναρκωτικά ή άλλα ανάλογα μέσα,
β) Ασκείται ψυχολογική βία κατά του θύματος, μέσω της έκφρασης απειλής σοβαρού και άμεσου κινδύνου για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα (άρθρο 336 παρ. 1).
Ακόμη, όταν στο θύμα ασκείται ψυχολογική βία χαμηλότερης έντασης, όταν δηλαδή απειλείται με άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη και εξαναγκάζεται έτσι σε γενετήσια πράξη με τον δράστη, τότε επιβάλλεται ποινή από 3 έως 5 έτη.
Σήμερα, η απειλή οποιασδήποτε παράνομης πράξης δεν περιγράφεται στο έγκλημα ως το αποκλειστικό στοιχείο που πρέπει να αναζητείται για την επιβολή τιμωρίας στο δράστη.
Έτσι, η νομολογία περιπτωσιολογικά αναζητούσε όχι οποιαδήποτε απειλή, αλλά επιπρόσθετα το στοιχείο του να είναι «άμεση» και «σπουδαία», καθώς και το στοιχείο του να στρέφεται κατά «ουσιώδους δικαιώματος» του δράστη, περιορίζοντας έτσι το πεδίο με εφαρμογής του εγκλήματος.
Όμως, σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, το σχέδιο νέου Ποινικού Κώδικα δεν απαιτείται η αναζήτηση τόσων αξιολογικών και δυσαπόδεικτων στοιχείων, αλλά αρκεί μόνη η απειλή παράνομης πράξης για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος.
Παράλληλα, τιμωρείται ως κακούργημα, με ποινή κάθειρξης έως 10 ετών, η περίπτωση που το θύμα «παγώνει», όταν αντιμετωπίζει το δράστη του εγκλήματος, εξαιτίας παροδικής εξ αυτού του λόγου ανικανότητάς του να αντισταθεί (άρθρο 338 παρ. 1).
Επίσης, τιμωρείται με φυλάκιση από 2 έως 5 έτη και χρηματική ποινή η περίπτωση εκείνη που κάποιος υποχρεώνεται σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, με κατάχρηση σχέσης εργασιακής εξάρτησης οποιασδήποτε φύσης, δηλαδή σε κάθε εργασιακό χώρο (άρθρο 343 περ. α). Σήμερα η περίπτωση αυτή τιμωρείται με φυλάκιση από 1 έτος έως 5 έτη και δεν αφορά παρά τις περιπτώσεις εξαναγκασμού από δημόσιο υπάλληλο προσώπου που εξαρτάται από αυτόν υπηρεσιακά.
Για όλες τις επίμαχες πράξεις προβλέπεται ότι αν έχουν τελεστεί με ιδιαίτερη σκληρότητα ή κατά θύματος που δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του επιβάλλεται βαρύτερη ποινή (άρθρο 79 παρ. 5).
Σε κάθε περίπτωση, σημειώνουν οι ίδιοι κύκλοι, με το νέο σύστημα ποινών οι επιβαλλόμενες άνω των 3 ετών ποινές είναι σε κάθε περίπτωση εκτιτέες, ενώ με το προϊσχύσαν καθεστώς στις περιπτώσεις αυτές μπορούσε να χορηγηθεί αναστολή εκτέλεσης της ποινής ή μετατροπή της σε χρηματική ποινή.
Τέλος, η προστασία αυτών των αγαθών και η επιδιωκόμενη επιβολή του σεβασμού τους, σαφώς, είναι αυξημένη, επισημαίνουν οι ίδιοι κύκλοι του υπουργείου Δικαιοσύνης.