Λίγους μήνες μετά τις πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου 2015 στο Παρίσι συγκροτήθηκε στη Γαλλία μια ομάδα δίωξης τρομοκρατών, αποτελούμενη από μέλη των μυστικών υπηρεσιών και των ενόπλων δυνάμεων.
Πρόκειται για την Allat, που πήρε το όνομά της από μια αραβική θεά της προ-ισλαμικής περιόδου. Έργο της; Να εντοπίζει και να «εξουδετερώνει» τζιχαντιστές τρομοκράτες του ISIS στο Ιράκ και τη Συρία. Και κυρίως αυτούς που σχεδίασαν και έδωσαν την εντολή για το μακελειό με τους 130 νεκρούς στη γαλλική πρωτεύουσα. Τρία χρόνια μετά όλα τα μέλη της ομάδας που ενορχήστρωσε τις επιθέσεις έχουν εξοντωθεί με αεροπορικά πλήγματα, επιθέσεις drones ή άλλες μεθόδους…
Ο Γάλλος δημοσιογράφος Ματιέ Συτς, του ειδησεογραφικού ιστότοπου Mediapart περιγράφει στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Οι Κατάσκοποι του Τρόμου» (“Les espions de la terreur”) πόσο σχολαστικά σχεδίασε και προετοίμασε το «Ισλαμικό Κράτος» τις επιθέσεις στα παρισινά μπαρ, τις καφετέριες, το θέατρο Μπατακλάν και το Stade de France, πώς κατάφεραν οι τζιχαντιστές να φθάσουν ινκόγκνιτο από τη Συρία στην Ευρώπη και πώς η Γαλλία εξαπέλυσε στη συνέχεια ανθρωποκυνηγητό εναντίον τους με τη βοήθεια της CIA, της βρετανικής MI6 και της ισραηλινής Μοσάντ.
Σύμφωνα με τον Συτς οι τζιχαντιστές του ISIS χρησιμοποίησαν μεθόδους μυστικών υπηρεσιών. Δημιουργήθηκαν δίκτυα διοικητικής μέριμνας, που συνεργάζονταν με πλαστογράφους και διακινητές σε αρκετές χώρες, ενώ οι δράστες των επιθέσεων επελέγησαν προσεκτικά και εκπαιδεύτηκαν σε μυστικά στρατόπεδα.
Ο ρόλος του Amiyat
Συντονιστικό ρόλο στο σχεδιασμό των κτυπημάτων είχε το τμήμα ασφάλειας του ISIS, το λεγόμενο “Amiyat”, υπό τις εντολές του εξοντωθέντος εν τω μεταξύ επιτελικού στελέχους της τρομοκρατικής οργάνωσης, Αμπού Μοχάμεντ αλ Αντνάνι.
Το αρχηγείο του “Amiyat”, όπως αποκάλυψαν δυτικές μυστικές υπηρεσίες, βρισκόταν κρυμμένο κάτω από το ποδοσφαιρικό γήπεδο του προπυργίου των ισλαμιστών εξτρεμιστών στη Συρία, τη Ράκα.
Εντός του “Αmiyat” είχε δημιουργηθεί μια μονάδα «Εξωτερικών Επιχειρήσεων», αρμόδια για τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο εξωτερικό, στις δυνάμεις της οποίας συγκαταλέγονται και Ευρωπαίοι τζιχαντιστές, μεταξύ των οποίων Γάλλοι και Βέλγοι.
Σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία των επιθέσεων στο Παρίσι έπαιξαν τρία υψηλόβαθμα στελέχη του «χαλιφάτου»:
- ο Γαλλοαλγερινός Αμπντέλ Νάσερ Μπενγιουσέφ, που είχε αναπτύξει τζιχαντιστική δράση τη δεκαετία του 1980 στο Αφγανιστάν και ηγείτο ομάδας μαχητών του ISIS
- ο Βέλγος Ουσάμα Ατάρ, πρώην κρατούμενος στις αμερικανικές φυλακές του Αμπού Γκράιμπ και του Camp Bucca στο Ιράκ, που είχε απελαθεί το 2012 στο Βέλγιο και αργότερα εντάχθηκε στις δυνάμεις του ISIS
- και ο Γάλλος Μπουμπακέρ αλ Χακίμ, ο θεωρούμενος μέντορας των αδελφών Κουασί, δραστών του μακελειού τον Ιανουάριο του 2015 στα γραφεία του γαλλικού σατιρικού περιοδικού Charlie Hebdo.
Οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες θεωρούν ότι αυτοί οι τρεις τζιχαντιστές είχαν επιφορτιστεί με τη συγκρότηση πυρήνων για τρομοκρατικά χτυπήματα στη Γηραιά Ήπειρο και αυτοί ήταν που επέλεξαν τα μέλη της ομάδας του Βέλγου Αμπντελχαμίντ Αμπαούντ, που πέρασε το φθινόπωρο του 2015 από τη Συρία στην Τουρκία και από εκεί μέσω της λεγόμενης βαλκανικής οδού έφθασε στη Γαλλία. Όλοι αυτοί είχαν εκπαιδευτεί σε ειδικά διαμορφωμένο στρατόπεδο του ISIS σε νησίδα του Ευφράτη.
Ο Μπενγιουσέφ, ο Ατάρ, ο αλ Χακίμ και άλλοι περίπου 20 τζιχαντιστές που συνδέονταν με τα χτυπήματα στο Παρίσι έχουν στο μεταξύ εξοντωθεί ο ένας μετά τον άλλο σε στοχευμένες αεροπορικές επιθέσεις στη Συρία και το Ιράκ, λέει ο Συτς, με την Allat να δίνει κρίσιμες πληροφορίες στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες ανέλαβαν μετά να τους «εξουδετερώσουν».
Μεταξύ των νεκρών τρομοκρατών ήταν κι ο Σύρος Ομπέιντα Ουαλίντ Ντιμπό, που ταξίδεψε στην Ευρώπη με τον τρομοκρατικό πυρήνα, με το πλαστό όνομα Αχμάντ Αλκχάλντ. Ο Ντιμπό είχε συμμετάσχει στην κατασκευή των γιλέκων με τα εκρηκτικά και είχε επιστρέψει στη Συρία πριν τις επιθέσεις.
Ο μοναδικός επιζών της ομάδας των τρομοκρατών της γαλλικής πρωτεύουσας, ο Σαλάχ Αμπντεσλάμ είχε αναζητήσει μετά τα κτυπήματα καταφύγιο στις Βρυξέλλες, αλλά συνελήφθη τον Μάρτιο του 2016 και κρατείται σε φυλακές υψίστης ασφαλείας κοντά στο Παρίσι εν αναμονή της δίκης του, που ενδέχεται να ξεκινήσει σε δύο χρόνια.