Οι ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΤΙΚΕΣ ανθρωποκτονίες που έκαναν την Ελληνική κοινωνία να “παγώσει” και να τις θυμάται για πάντα

Κοινοποίηση:
topaloudi

Κάθε φορά που σημειώνεται μία ανθρωποκτονία στη χώρα μας το μυαλό όλων, αν όχι των περισσότερων, πηγαίνει στην υπόθεση Φραντζή που συγκλόνισε την Ελλάδα τα τέλη της δεκαετίας του 80.

Υπόθεση Φραντζή

Καλοκαίρι του 1987. Το ημερολόγιο έδειχνε 25 Ιουνίου. Ήταν εκείνο το βράδυ που ένας φιλοτελιστής ο οποίος αναζητούσε σε κάδους σκουπιδιών φάκελους με γραμματόσημα ήρθε αντιμέτωπος με ένα θέαμα που δεν θα μπορούσε να δει ούτε στον χειρότερο εφιάλτη του. Μέσα σε έναν κάδο στα Κάτω Πατήσια υπήρχαν σακούλες με ανθρώπινα μέλη. Αμέσως ειδοποιήθηκε η αστυνομία και οι αρχές κλήθηκαν να εξιχνιάσουν ένα από τα φρικιαστικότερα εγκλήματα που έχουν σημειωθεί στην Ελλάδα. Τα ανθρώπινα μέλη άνηκαν στην 18χρονη Ζωή Γαρμανή – Φραντζή η οποία είχε διαμελιστεί σε 11 κομμάτια. Δράστης ο σύζυγός της Παναγιώτης Φραντζής.

Ο θυελώδης έρωτας που οδήγησε στο έγκλημα

Ο Παναγιώτης Φραντζής ήταν φοιτητής της ΑΣΟΕΕ και εργαζόταν ως πλασιέ όταν αντίκρυσε για πρώτη φορά μπροστά του την 17χρονη Ζωή Γαρμανή σε μία καφετέρια στην πλατεία Κολιάτσου. Θαμπώθηκε αμέσως από την ομορφιά της, όπως θα πει ο ίδιος κατά τη διάρκεια της προανάκρισης. Την ακολουθούσε ακόμα και στις διακοπές της για να τη βλέπει κρυφά.

«Είναι πανέμορφη, την ερωτεύτηκα και έτσι άρχισε ο δεσμός μας», είχε πει λίγο μετά τη σύλληψή του. Ωστόσο οι καυγάδες για ασήμαντη αφορμή ήταν συνεχείς. Έτσι λοιπόν αποφάσισαν να τραβήξουν χωριστούς δρόμους. Ο Φραντζής έκανε σχέση με μία άλλη κοπέλα και αρραβωνιάστηκε. Η Ζωή τότε ζήλεψε και του ζήτησε να χωρίσει. Ο Φραντζής χώρισε και τον Δεκέμβριο του 1986 παντρεύτηκαν. Οι καυγάδες όμως συνεχίζονταν κάτι που επιβεβαιωνόταν και από το περιβάλλον της Ζωής. Την ίδια ώρα ο Φραντζής τα «έριχνε» όλα στη σύζυγό του λέγοντας ότι τον ζήλευε.

Το μοιραίο βράδυ

Το βράδυ της 24ης Ιουνίου το ζευγάρι λογομάχησε ξανά. Ο Παναγιώτης Φραντζής ισχυρίστηκε ότι μετά από λίγη ώρα σταμάτησαν να καυγαδίζουν και έκαναν έρωτα. Στη συνέχεια η σύζυγός του – όπως είπε ο ίδιος -τον προκάλεσε ξανά και λογομάχησαν και πάλι. «Βγήκα εκτός εαυτού. Τα ‘χασα και δεν ήξερα τι έκανα. Την άρπαξα και την έσπρωξα με δύναμη στην άκρη του κρεβατιού, χτυπώντας το κεφάλι της, το οποίο έβγαλε και αίματα. Βρισκόμουνα, όπως αντιλαμβάνεστε σε πλήρη σύγχυση. Η Ζωή ήταν κάτω. Πλησίασα για να δω αν αναπνέει κι αν έχει σφυγμούς. Πιάνοντας το χέρι της, διαπίστωσα ότι δεν είχε σφυγμούς. Ήταν νεκρή», τόνισε προανακριτικά μιλώντας για τον τελευταίο τους καβγά.

Ωστόσο ο ιατροδικαστής Λευκίδης που εξέτασε το διαμελισμένο πτώμα της Ζωής είχε διαφορετική άποψη. Ο θάνατός της προήλθε από ασφυξία. Είχε στραγγαλιστεί ενώ στα χέρια του Φραντζή υπήρχαν ίχνη πάλης. Όταν ο Φραντζής διαπίστωσε ότι η σύζυγός του ήταν νεκρή αποφάσισε να την εξαφανίσει. Είχε ήδη σκεφτεί το σενάριο. Θα έλεγε ότι τον εγκατέλειψε. Τη μετέφερε στη μπανιέρα και με ένα κρητικό μαχαίρι καθώς και ένα σφυρί την τεμάχισε. Ακόμα και οι αστυνομικοί που απέσπασαν την ομολογία του τα έχασαν όταν τον άκουσαν να περιγράψει κυνικά τη διαδικασία.

«Ήμουν σε κακή κατάσταση. Έκανα εμετό όταν την τεμάχιζα και σταματούσα. Ξανάρχιζα. Υπήρχε και μια έντονη μυρωδιά από τα αίματα. Όμως την αγαπώ. Την αγαπώ πολύ», τους είχε πει. Την ίδια στιγμή οι λεπτομέρειες προκαλούν σοκ ακόμα και σήμερα που έχουν περάσει 34 χρόνια. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή ο Φραντζής της έβγαλε τα μάτια, της έκοψε τη μύτη, τα αυτιά και τα μαλλιά, ώστε να μην αναγνωρίζεται από κανέναν.

Όταν τέλειωσε το φρικιαστικό του έργο τοποθέτησε τα ανθρώπινα μέλη σε σακούλες και πήγε να τα πετάξει. Ωστόσο μία απόδειξη κρεοπωλείου σε μία από τις σακούλες ήταν το στοιχείο που οδήγησαν την αστυνομία στα ίχνη του ζευγαριού. Τότε αποφάσισε να παραδοθεί. Μιλώντας στους αστυνομικούς παραδέχθηκε ότι τεμάχισε τη σύζυγό του ωστόσο επέμεινε στον ισχυρισμό ότι ο θάνατός της οφειλόταν σε ατύχημα. Το έγκλημα έγινε πρωτοσέλιδο και η κοινή γνώμη παρακολουθούσε άφωνη τον Φραντζή να ομολογεί τις πράξεις του.

«Δεν είναι ανάγκη να δουλεύω σε κρεοπωλείο για να ξέρω. Είναι πολύ εύκολο. Δεν είναι τίποτα το δύσκολο, αρκεί να σημαδεύεις τις κλειδώσεις», είχε δηλώσει κυνικά κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης του εγκλήματός του.

Η δίκη

«Δεν τη σκότωσα. Ήταν ατύχημα. Δέχομαι μόνο την προσβολή νεκρού. Δεν τη στραγγάλισα. Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου που δεν έδειξα ψυχραιμία τη στιγμή που πέθανε η Ζωή. Φονιάς δεν είμαι εγώ και ούτε πρόκειται να γίνω», είπε ενώπιον του δικαστηρίου. Η απόφαση όμως ήταν καταδικαστική για τον ίδιο. Ισόβια. Μάλιστα δύο δικαστές μειοψήφισαν καθώς ζήτησαν την εσχάτη των ποινών (θανατική ποινή).

 

Έμεινε στις φυλακές για 18 χρόνια. Μέσα σε αυτό το διάστημα ζήτησε τρεις φορές να αποφυλακιστεί, ωστόσο το αίτημά του δεν έγινε δεκτό. Αποφυλακίστηκε το 2005. Το σκεπτικό της απόφασης ανέφερε ότι βγήκε από τη φυλακή «συνεπεία ευεργετικού υπολογισμού 2316 ημερών εργασίας και αναστολής εκτελέσεως του υπολοίπου της ποινής του».

Υπόθεση Τζούλι Μαρί Σκάλι: Η βαλίτσα που έκρυβε το ακέφαλο πτώμα της

«Τα χέρια μου εκτινάχτηκαν και την έπιασα απ’ το λαιμό. Από τη στιγμή που έγινε το μοιραίο, προσπάθησα να την επαναφέρω με τεχνητή αναπνοή. Ήμουν σε κατάσταση πανικού. Το μόνο που μπόρεσα να σκεφθώ ήταν να την εξαφανίσω και να θέσω τέρμα στη ζωή μου. Προσπάθησα να αυτοκτονήσω παίρνοντας μεγάλη ποσότητα από τα παυσίπονα της Τζούλι, αλλά έκανα εμετό κι επέζησα. Γυρνούσα απελπισμένος στους δρόμους μη γνωρίζοντας τι να κάνω». Αυτή ήταν η ομολογία του Γ’ Μηχανικού του Εμπορικού Ναυτικού, Γιώργου Σκιαδόπουλου, το 1999, όταν αποκαλύφθηκε ότι σκότωσε την Τζούλι Μαρί Σκάλι.

 

Η υπόθεση της Τζούλι Μαρί Σκάλι απασχόλησε για σχεδόν 20 μέρες τα κανάλια, τα ραδιόφωνα και τις εφημερίδες. Ο Σκιαδόπουλος έλεγε ότι είχε εξαφανιστεί η αρραβωνιαστικιά του στην Ομόνοια. Συμμετείχε ακόμα και στις έρευνες του εντοπισμού της. Μάλιστα είχε εμφανιστεί ακόμα και στο «Φως στο Τούνελ» και το «Ρεπορτάζ στην Ομίχλη». εκλιπαρώντας για στοιχεία ή πληροφορίες που θα οδηγούσαν στον εντοπισμό του.

Οι δυο τους γνωρίστηκαν σε ένα κρουαζιερόπλοιο στην Καραϊβική τον Σεπτέμβριο του 1997. Εκείνη παντρεμένη και είχε αποκτήσει μία κόρη. Ερωτεύτηκαν, οι δρόμοι τους χώρισαν αλλά κρατούσαν επαφή. Όταν η Σκάλι χώρισε ο Σκιαδόπουλος αποφάσισε να την διεκδικήσει. Τον Φεβρουάριο του 1998 συναντήθηκαν ξανά και αποφάσισαν να μείνουν μαζί. Μάλιστα το ζευγάρι επισκέφθηκε τις ΗΠΑ.

Εκεί ο Σκιαδόπουλος είδε ότι δεν πήγαν όλα όπως τα περίμενε καθώς η μητέρα της δεν ενέκρινε τη σχέση τους. Πίστευε ότι εκείνος ήθελε τα χρήματα που είχε πάρει η κόρη υης από το διαζύγιό της. Το συγκεκριμένο ποσό ήταν 600.000 δολάρια. Παρόλα αυτά Σκάλι και Σκιαδόπουλος επιστρέφουν στην Ελλάδα. Όμως η Αμερικανίδα άρχισε να σκέφτεται ότι της λείπει η κόρη της και θα χάσει την επιμέλειά της ενώ ο Σκιαδόπουλος έπρεπε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και πολύ πιθανόν να μην την έβλεπε ποτέ ξανά.

Τη στραγγάλισε, έβαλε το πτώμα της σε βαλίτσα και έκοψε το κεφάλι της με αλυσοπρίονο

Τον Ιανουάριο του 1999 ξεκινούν οδικώς από την Καβάλα με προορισμό την Αθήνα. Στη διαδρομή είχαν έντονο καυγά. Τότε ο Σκιαδόπουλος μπήκε σε έναν χωματόδρομο και έφτασε σε μία λίμνη. Πάνω στον καυγά την έπιασε από τον λαιμό και τη στραγγάλισε.

Όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί πανικοβλήθηκε και σκέφτηκε να εξαφανίσει τα ίχνη της. Πήγε στο σπίτι της γιαγιάς του και πήρε μία μεγάλη βαλίτσα. Έβαλε μέσα το πτώμα. Όμως το κεφάλι εξείχε. Τότε πήρε ένα αλυσοπρίονο και αποκεφάλισε τη γυναίκα που είχε ερωτευτεί τρελά. Το κεφάλι το πέταξε σε μία λίμνη ενώ τη βαλίτσα με το πτώμα στη θάλασσα. Αμέσως μετά επιχείρησε να αυτοκτονήσει τέσσερις φορές. Δεν τα κατάφερε. Έφτασε στην Αθήνα κατήγγειλε την «εξαφάνιση» της συντρόφου του.

Στις 9 Ιανουαρίου ομολόγησε το έγκλημά του. Καταδικάστηκε σε ισόβια ενώ το 2002 στο Εφετείο η ποινή του μειώθηκε σε 23 χρόνια λόγω πρότερου έντιμου βίου και καλής διαγωγής μετά την πράξη. Στη φυλακή ήταν υποδειγματικός κρατούμενος. Παρακολουθούσε μαθήματα του Ελεύθερου Πανεπιστημίου και βυζαντινής μουσικής. Αποφυλακίστηκε το 2009 με περιοριστικούς όρους. Δεν μπορεί να ταξιδέψει στο εξωτερικό και πρέπει να εμφανίζεται τακτικά στο αστυνομικό Τμήμα της περιοχής του.

Δάνος Μουρατίδης: Στραγγάλισε την πρώην σύντροφό του και την αναζητούσε στην Αγγελική Νικολούλη

Ο 23χρονος Δάνος Μουρατίδης και η 20χρονη Κική Κούσογλου γνωρίζονταν από παιδιά. Για πέντε χρόνια ήταν ζευγάρι. Ωστόσο οι καυγάδες κυριαρχούν εξαιτίας της ζήλιας του Μουρατίδη. Δεκαπέντε μέρες πριν το βράδυ της δολοφονίας οι δυο τους χώρισαν. Την ώρα που η 20χρονη κοπέλα κοιμάται βρίσκει την ευκαιρία να ψάξει το κινητό της. Μόλις βλέπει μήνυμα από άλλον άνδρα «θολώνει». Την ξύπνησε και μάλωσαν. Πάνω στον καυγά την έπιασε από το λαιμό και την στραγγάλισε. Αμέσως μετά με τη βοήθεια ενός ξαδέρφου του έκρυψε το άψυχο σώμα της στο Φράγμα Ασωμάτων Ημαθίας, στις όχθες του Αλιάκμονα.

Γύρισε στο σπίτι του σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Δύο μέρες μετά η μητέρα της δήλωσε ότι το παιδί της εξαφανίστηκε. Η αστυνομία ξεκίνησε έρευνες για τον εντοπισμό της χωρίς όμως αποτέλεσμα. Από τους πρώτους που κλήθηκαν για κατάθεση ήταν ο Δάνος με το «αγγελικό πρόσωπο». Μάλιστα είχε παραδεχθεί ότι ήταν ο τελευταίος που την είδε ενώ αναφέρθηκε και σε ένα μήνυμα που της είχε στείλει όταν του είπε να χωρίσουν και το οποίο έγραφε «όπως νομίζεις εσύ. Ελπίζω να είσαι ευτυχισμένη. Καλά να περνάς, φιλάκια».

Μάλιστα ήταν τόσο πειστικός που βγήκε ακόμα στο «Φως στο Τούνελ». Η Αγγελική Νικολούλη συνομίλησε δύο φορές μαζί του ενώ μέσα από την εκπομπή απηύθυνε έκκληση για τον εντοπισμό της. Μετά από τέσσερις μήνες ο Μουρατίδης ομολόγησε το έγκλημά του και υπέδειξε στην ΕΛ.ΑΣ που είχε κρύψει το πτώμα της Κικής Κούσογλου.
Ενώπιον του δικαστηρίου ζήτησε πολλές φορές συγγνώμη από την οικογένεια της Κικής. «Ήταν ο έρωτας της ζωής μου. Ήμασταν πέντε χρόνια μαζί, σαν παντρεμένοι. Κάποιες φορές μαλώναμε, χωρίζαμε για έναν μήνα, τρεις μέρες και τα ξαναβρίσκαμε», ανέφερε μεταξύ άλλων.

 

Πώς περιέγραψε τον στραγγαλισμό

«Είχαμε χωρίσει δύο εβδομάδες πριν. Συζητούσαμε και πέρασε η ώρα. Εκείνη κοιμήθηκε, ενώ εγώ έβλεπα τηλεόραση», είπε. Στη συνέχεια παραδέχτηκε ότι έψαξε το κινητό της Κικής και βρήκε μήνυμα από κάποιον άλλο άντρα, στη συνέχεια είπε πως την ξύπνησε και ζήτησε εξηγήσεις για το μήνυμα. Έπειτα από τον καβγά τους, ο 23χρονος την άρπαξε από το λαιμό και τη στραγγάλισε.

«Την τράβηξα πάνω μου. Δεν θυμάμαι αν φώναζε ή αν είπε κάτι. Όταν την άφησα, δεν κουνιόταν. Έπιασα το σφυγμό της. Διαπίστωσα πως δεν αναπνέει. Εκείνη την ώρα τα έχασα. Πανικοβλήθηκα και αποφάσισα να την εξαφανίσω. Δεν ξέρω τι έπαθα. Λες και δεν ήμουν εγώ…», πρόσθεσε.

Η ποινή του δικαστηρίου ήταν ισόβια χωρίς ελαφρυντικά. Μεταφέρθηκε στις φυλακές Διαβατών ενώ στον ξάδερφό του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών. Ακόμα και σήμερα αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι πολλές κοπέλες του έστελναν γράμματα στις φυλακές (κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και με τον «δράκο της Δράμας» Κωνσταντίνο Παπαχρόνη).

Γιάννης Κατσιλάμπρος: Ο μουσικός που «τσιμέντωσε» τη γυναίκα του

Ηταν ένας εφηβικός έρωτας που εξελίχθηκε σε σχέση ζωής και κατέληξε σε τραγωδία το 2008. Εκείνος γόνος εύπορης οικογένειας ακαδημαϊκών των βορείων προαστίων, καθηγητής μουσικής. Εκείνη πανέμορφη καθηγήτρια πιάνου, που τον ερωτεύτηκε στα 18 της, ακολούθησε τον δρόμο της καρδιάς της και ενώθηκε μαζί του. Καρποί του έρωτά τους δύο παιδάκια ηλικίας 5 και 15 μηνών.

Οσοι τους γνώριζαν μιλούσαν για έναν παράφορο, δυνατό έρωτα που θα κρατούσε μια ζωή. Ομως, τα ψυχολογικά προβλήματα που βασάνιζαν χρόνια και τους δύο, το σαράκι που κατέτρωγε το μυαλό και την ψυχή τους, έκανε την κατάσταση να φτάσει στα άκρα και το φινάλε της μοιραίας σχέσης να γραφτεί με το αίμα της 36χρονης καθηγήτριας. Πάνω σε έναν καβγά η Παναγιώτα Μαζαράκη του ζήτησε να χωρίσουν. Ο Ιωάννης Κατσιλάμπρος δεν την πίστεψε. Αλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που ξεστόμιζε αυτές τις λέξεις, όμως όταν είδε πως επέμενε και έδειχνε αποφασισμένη να κόψει τον γόρδιο δεσμό και να αλλάξει σελίδα στη ζωή της θόλωσε. Της επιτέθηκε, τη χτύπησε και της πήρε με τον πιο άγριο τρόπο τη ζωή.

 

Στη συνέχεια, τύλιξε το πτώμα με σακούλες, το έβαλε στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου και το μετέφερε σε πάρκο της Φιλοθέης όπου το έθαψε. Για ταφόπλακα χρησιμοποίησε πέτρες και τσιμέντο, ενώ για να θολώσει τα νερά είπε στους γονείς της συζύγου του πως η κοπέλα εξαφανίστηκε. Μάλιστα, πήγαν στην Αστυνομία και κατήγγειλαν την εξαφάνισή της. Ομως το μυστικό δεν μπόρεσε να το κρατήσει βαθιά μέσα του. Mία εβδομάδα μετά το άγριο φονικό, ο 36χρονος προσήχθη στην ΕΛ.ΑΣ και ύστερα από δύο ώρες εξέτασης «έσπασε» και ομολόγησε με κάθε λεπτομέρεια την πράξη του.

Στη συνέχεια οδήγησε τους αστυνομικούς του Ανθρωποκτονιών στο πάρκο Πικιώνη στη Φιλοθέη, όπου έδειξε το σημείο στο οποίο είχε ενταφιάσει τη σύζυγό του. «Μετάνιωσα για όλα όσα έκανα. Την αγαπούσα. Μαλώσαμε και ήταν προκλητική. Επιθετική. Μου ζήτησε να χωρίσουμε και δεν το άντεξα…», επαναλάμβανε. Μάλιστα είπε στους αστυνομικούς ότι την έθαψε βαθιά για να μην την βρουν τα σκυλιά…

Οδηγήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Το 2014 η υπόθεση οδηγήθηκε σε δεύτερο βαθμό. Το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του έντιμου βίου και τα ισόβια μετατράπηκαν σε 20 χρόνια κάθειρξη. Αποφυλακίστηκε το 2015.

Του είπε «φύγε από εδώ βλάκα» και την κλώτσησε στο κεφάλι μέχρι θανάτου

Στις 17 Οκτωβρίου του 2005, ένας 19χρονος φαντάρος από τη Δράμα δολοφόνησε την 22χρονη Άννα Νικολάου στηn Κόρινθο, επειδή του είπε «φύγε από εδώ βλάκα». Όλα ξεκίνησαν όταν ο εξοδούχος φαντάρος πήγε στην καφετέρια «Ρετρό». Εκεί ήταν και η 22χρονη. Την κοιτούσε αλλά η νεαρή δεν έδινε σημασία. Όταν πήγε στην τουαλέτα την ακολούθησε. Την φλέρταρε ξανά αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τότε εκτός εαυτού άρχισε να τη χτυπάει στο πρόσωπο. Η κοπέλα έπεσε κάτω και άρχισε να την κλωτσάει μέχρι θανάτου στο κεφάλι.

 

Η σύλληψή του ήταν θέμα χρόνου. Μιλώντας στους αστυνομικούς τους είπε πως «ηθελα μόνο να την πλησιάσω… Την ρώτησα πώς τη λένε, αλλά εκείνη με πρόσβαλε. “Φύγε από δω βλάκα”, μου απάντησε ενοχλημένη και μου έδωσε χαστούκι. Ξαφνικά μου γύρισε το μυαλό. Ξέρετε πώς είναι στο Στρατό με την κλεισούρα. Άρχισα να τη χτυπάω. Όταν κατάλαβα ότι είναι νεκρή, έφυγα. Δεν ήθελα να την σκοτώσω, έκανα βλακεία και θα πληρώσω». Καταδικάστηκε σε ισόβια και βρίσκεται στις φυλακές Αυλώνα.

Αποκεφάλισε τη γυναίκα του και τριγυρνούσε με το κεφάλι της στους δρόμους της Σαντορίνης

Το καλοκαίρι του 2008 το Πανελλήνιο συγκλονίστηκε από ένα στυγερό έγκλημα στη Σαντορίνη. Θύμα η δασκάλα Άντα Καρκαλή και θύτης ο σύζυγός της Θάνος Αρβανίτης. Στις 3 Αυγούστου το ζευγάρι καυγάδισε άσχημα στο σπίτι του στο Βουρβούλο. Οι γείτονες έφτασαν έξω από το σπίτι. Είδαν τον Αρβανίτη σε έξαλλη κατάσταση, ενώ ο σκύλος του ζευγαριού βρισκόταν στο έδαφος σφαγμένος και αποκεφαλισμένος.

Την ίδια ώρα οι γείτονες καλούσαν την αστυνομία. «Ελάτε γρήγορα, ένας άνδρας γεμάτος αίματα περπατάει στο δρόμο, κρατώντας στο ένα χέρι ένα κουζινομάχαιρο και στο άλλο ένα κομμένο κεφάλι», ανέφεραν στο τηλεφώνημα προς την ΕΛ.ΑΣ. Οι πρώτοι που έσπευσαν να φτάσουν στο σημείο ήταν ένας ανθυπαστυνόμος, ένας αρχιφύλακας, τρεις δόκιμοι αστυφύλακες. Και οι πέντε έφτασαν σχεδόν ταυτόχρονα έξω από την έξοδο του χωριού.

Είδαν τον Αρβανίτη να κρατάει στο χέρι του το κεφάλι μαζί με μία λάμα 30 εκατοστών. Ο αρχιφύλακας σήκωσε το όπλο του και του ζήτησε να παραδοθεί. Εκείνος υπάκουσε και γονάτισε. Όταν όμως τον πλησίασαν, εκείνος σε κατάσταση αμόκ τους όρμηξε. Ο αρχιφύλακας πυροβόλησε άλλες δύο φορές εναντίον του και τον τραυμάτισε.

 

Νομίζοντας πως τον έχει εξουδετερώσει προσπάθησε να του περάσει χειροπέδες. Ο Αρβανίτης αν και τραυματισμένος χτύπησε τον αστυνομικό. Εκείνος τον πυροβόλησε άλλη μία φορά. Παρ’ όλα αυτά κατάφερε να μπει σε ένα περιπολικό και να κινηθεί προς τα Φηρά. Αμέσως ενημερώθηκε ο διοικητής ο οποίος κατευθύνθηκε προς το χωριό. Ωστόσο ο Αρβανίτης συνέχισε να σκορπάει τον τρόμο στο πέρασμά του.

Στη διαδρομή παρέσυρε δύο γιατρούς που επέβαιναν σε μηχανάκι και τους τραυμάτισε σοβαρά. Εν τέλει οι αστυνομικοί κατάφεραν να τον εντοπίσουν. Όμως η σύλληψή του ήταν επεισοδιακή. Τη στιγμή της ακινητοποίησης προσποιήθηκε ότι ήταν βαριά τραυματισμένος και επιτέθηκε σε έναν αστυνομικό. Ο αστυνομικός τον πυροβόλησε δύο φορές ενώ από εξοστρακισμό σφαίρας τραυματίστηκε και μία τουρίστρια.

Ο Αρβανίτης έχοντας δεχθεί έξι σφαίρες μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Ο ιατροδικαστής που εξέτασε το άψυχο σώμα της Άντας Καρκαλή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο δράστης μαχαίρωνε τη γυναίκα του. Ο Αρβανίτης πήρε εξιτήριο και οδηγήθηκε στις φυλακές. Στο Εφετείο, το 2013 στη Σύρο, υποστήριξε ότι δεν θυμόταν τίποτα από εκείνη την ημέρα. Η δικηγόρος του υποστήριξε ότι ο Θάνος Αρβανίτης έπασχε από σχιζοφρένεια, αλλά το δικαστήριο έκρινε ότι είχε πλήρη καταλογισμό και επικύρωσε την πρωτόδικη ποινή του.

Ελένη Τοπαλούδη: Είπε «όχι», βιάστηκε και βασανίστηκε μέχρι θανάτου

Μία ακόμη γυναικοκτονία που συγκλόνισε τη χώρα ήταν αυτή της Ελένης Τοπαλούδη. H 21χρονη κοπέλα σπούδαζε στη Ρόδο. Στις 28 Νοεμβρίου 2018, κλιμάκιο του λιμενικού της Ρόδου εντόπισε το άψυχο σώμα της στην περιοχή «Φώκια» στους Πεύκους.

Το προηγούμενο βράδυ οι Μανώλης Κούκουρας και Αλέξανδρος Λουτσάϊ ζήτησαν από την φοιτήτρια να συνευρεθούν ερωτικά στο σπίτι του ενός εκ των δύο. Η ίδια ακολούθησε τους δύο άντρες, αλλά αρνήθηκε οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή, κάτι που οδήγησε στη βίαιη αντίδραση τους.

Από την ιατροδικαστική έκθεση προέκυψε ότι η άτυχη κοπέλα βιάστηκε ομαδικώς. Στη συνέχεια δέχθηκε επίθεση με σιδερένιο αντικείμενο και έχασε τις αισθήσεις της, κάτι που οδήγησε τους δύο άντρες να μεταφέρουν το σώμα της στη παραλία σε κοντινή περιοχή και να την πετάξουν στη θάλασσα. Με στοιχεία που παρουσιάστηκαν από τον ιατροδικαστή έγινε γνωστό ότι η Ελένη Τοπαλούδη ήταν ακόμα ζωντανή. Το θύμα δέχθηκε χτύπημα στο κεφάλι που «ήταν πολύ βαρύ και προκάλεσε κάταγμα στο κρανίο και εγκεφαλική αιμορραγία».

Ύστερα από πτώση σε βράχια, που προκάλεσαν οι δύο άντρες, έχασε εντελώς τις αισθήσεις της λόγω σοβαρού τραύματος και πνίγηκε στη θάλασσα. Στο αυτοκίνητο του 21χρονου βρέθηκε DNA υλικό της φοιτήτριας. Οι δράστες συνελήφθησαν από τις αρχές ύστερα από εξέταση οπτικοακουστικού υλικού και DNA, που οδήγησε στον εντοπισμό τους στις 5 Δεκεμβρίου 2018. Αρχικά, και οι δύο νεαροί ομολόγησαν τις πράξεις τους. Σύμφωνα με ενημέρωση των αρχών τον ίδιο μήνα, ένας εκ των δραστών είχε βίαιο παρελθόν με πολλαπλές καταγγελίες στις αρχές.

Ο Αλβανός κατηγορούμενος στην κατάθεση του στις 5 Δεκεμβρίου 2018 ανέφερε ότι η Ελένη Τοπαλούδη βασανίστηκε στο σπίτι και παρακάλεσε τους δύο δράστες να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο, λίγο πριν τον θάνατο της.

Η ανακριτική διαδικασία διήρκησε συνολικά 10 μήνες, ενώ η δίκη των δύο κατηγορουμένων ξεκίνησε στις 13 Ιανουαρίου 2020. Κατά τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας οι δύο δράστες υπέπεσαν σε αντιφατικές καταθέσεις, ενώ επιχείρησαν να επιρρίψουν ευθύνες ο ένας στον άλλο.

Λόγω της σοβαρότητας του εγκλήματος και με δικαστική απόφαση αμφότεροι παρέμειναν σε κράτηση μέχρι την έναρξη της δίκης. Η συλλογή στοιχείων και ο φάκελος της υπόθεσης έκλεισαν οριστικά στις 15 Ιουνίου 2019, με τους ανακριτές να έχουν συλλέξει απαραίτητο υλικό και στοιχεία εν όψει της δίκης.

Η δίκη

Η εκδίκαση της υπόθεσης διήρκησε σχεδόν 5 μήνες και με την ολοκλήρωση της υπόθεσης στις 15 Μαίου 2020, ανακοινώθηκαν οι ποινές της ισόβιας κάθειρξης και 15 ετών στους δύο δράστες. Κρίθηκαν ομόφωνα ένοχοι για ομαδικό βιασμό και ανθρωποκτονία από πρόθεση από κοινού.

Στην αγόρευση της η εισαγγελέας δήλωσε τα εξής: «Είπα στον πατέρα της Ελένης Τοπαλούδη, μην ανησυχείτε. Εγώ ζω με αυτήν την κοπέλα. Εγώ παιδιά δεν έχω. Έχω όμως δικογραφίες με παιδιά. Θέλω και εγώ να βγει η αλήθεια. Αυτό που απηχεί καλύτερα την αλήθεια που θέλετε να ακούσετε είναι ότι το παιδί σας ήχθη ως πρόβατο επί σφαγή και ως αμνός άμωμος. Ας επικρατήσει Δικαιοσύνη και ας χαθεί ο κόσμος όλος. Αυτό εκφράζει την Εισαγγελέα της έδρας».

Τον Ιούνιο του 2020 ξεκίνησε νέα δίκη του Αλβανού δράστη για βιασμό 19χρονης ΑΜΕΑ με ποσοστό αναπηρίας άνω του 67%. Η συγκεκριμένη πράξη έλαβε χώρα 4 ημέρες μετά τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη. Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 12 Ιουνίου όταν το δικαστήριο ανακοίνωσε τη καταδίκη του και ποινή κάθειρξης 15 ετών.

Η ωμότητα της δολοφονίας της Ελένης Τοπαλούδη, καθώς και ο βιασμός που προηγήθηκε, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις φεμινιστικών κινημάτων και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τόσο εντός αλλά και εκτός συνόρων.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: