Η αλλαγή σελίδας στη Συρία που έφερε η πτώση του καθεστώτος Άσαντ έχει κινητοποιήσει πολλές ξένες πρωτεύουσες οι οποίες ερίζουν για να έχουν λόγο και ρόλο στη νέα τάξη πραγμάτων. Σε αυτές προστέθηκε και το Ιράν, το οποίο αφού είδε το γόητρο του στην ευρύτερη περιοχή να δέχεται ένα ακόμη πλήγμα, καθώς έχασε έναν ακόμη πολύτιμο σύμμαχο τώρα προσπαθεί να χτίσει γέφυρες με τη νέα ηγεσία, την ώρα που η ανησυχία για το πώς η Ρωσία μπορεί να μετατοπίσει το ενδιαφέρον της και την παρουσία της και σε άλλες χώρες της ευρύτερης περιοχής παραμένει ζωντανή.
Ο Ιρανός πρόεδρος, Μασούντ Πεζεσκιάν, αντιμετωπίζει ήδη πολλαπλές εγχώριες και διεθνείς κρίσεις, συμπεριλαμβανομένων των διακοπών ρεύματος λόγω έλλειψης προμηθειών πετρελαίου, των συνεχιζόμενων εντάσεων σχετικά με το πυρηνικό του πρόγραμμα και της διαμάχης για έναν νέο νόμο που θα καταστήσει υποχρεωτική τη χρήση του χιτζάμπ για τις γυναίκες. Αλλά είναι η ξαφνική απώλεια επιρροής στη Συρία μετά την πτώση του Άσαντ από τις ομάδες των ανταρτών που ανησυχεί περισσότερο τους Ιρανούς αξιωματούχους.
Βραχυπρόθεσμα, όπως αναφέρει ο Guardian θέλουν να διασώσουν κάποια επιρροή με τους αντάρτες στη Δαμασκό. Ιρανοί διπλωμάτες επιμένουν ότι δεν ήταν προσκολλημένοι στον Άσαντ και απογοητεύτηκαν από την άρνησή του να συμβιβαστεί. Ο υπουργός Εξωτερικών, Αμπάς Αραγκτσί, δήλωσε σε συνέντευξή του αυτή την εβδομάδα: «Είχαμε καταλήξει εδώ και καιρό στο συμπέρασμα ότι η συνέχιση της διακυβέρνησης στη Συρία θα αντιμετώπιζε μια θεμελιώδη πρόκληση. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι αναμενόταν να επιδείξουν ευελιξία προς την κατεύθυνση της συμμετοχής της αντιπολίτευσης στην εξουσία, αλλά αυτό δεν συνέβη».
«Η Τεχεράνη είχε πάντα άμεσες επαφές με την αντιπροσωπεία της συριακής αντιπολίτευσης. Από το 2011, υποδεικνύαμε στη Συρία την ανάγκη να ξεκινήσουν πολιτικές συνομιλίες με τις ομάδες της αντιπολίτευσης που δεν ήταν συνδεδεμένες με την τρομοκρατία», πρόσθεσε.
Την ίδια στιγμή, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών του Ιράν επέμεινε ότι εισήλθε στη Συρία μόλις το 2012 κατόπιν αιτήματος του Άσαντ για να βοηθήσει στην ήττα του Ισλαμικού Κράτους. «Η παρουσία μας ήταν συμβουλευτική και ποτέ δεν βρεθήκαμε στη Συρία για να υπερασπιστούμε μια συγκεκριμένη ομάδα ή άτομο. Αυτό που ήταν σημαντικό για εμάς ήταν να βοηθήσουμε στη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας και της σταθερότητας της Συρίας».
Η νέα συριακή ηγεσία δεν φαίνεται να συμμερίζεται αυτή την οπτική. Δαμασκό. Το Ιράν παραμένει μία από τις λίγες χώρες που επικρίνει ο Αχμέντ Αλ Σαάρα, ο ηγέτης της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ.
Οι Ιρανοί ελπίζουν σε «στραβοπάτημα» της Τουρκίας
Αυτό στο οποίοι ελπίζουν πολλοί Ιρανοί αξιωματούχοι είναι ότι το γεγονός ότι η Τουρκία που επιχαίρει και εμφανίζεται ως σωτήρας στη Συρία μπορεί να είναι σύντομος, καθώς τα συμφέροντα της Άγκυρας θα αρχίσουν να αποκλίνουν από την κυβέρνηση υπό την ηγεσία της HTS, μιας ομάδας που έχει τις ρίζες της στην Αλ Κάιντα και έχει χαρακτηριστεί ως τρομοκρατική ομάδα από την Άγκυρα.
Προς το παρόν αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει. Τουρκικά ΜΜΕ αναφέρουν ότι επίκειται επίσκεψη Ερντογάν στη χώρα μέσα στο επόμενο δεκαπενθήμερο, αν και ο ίδιος επιβεβαίωσε ότι θα μεταβεί σίγουρα ο Χακάν Φιντάν. Ήδη το πόδι του στη Δαμασκό έχει πατήσει ο επικεφαλής της τουρκικής MİT και από τους στενότερους συνεργάτες του Τούρκου προέδρου, Ιμπραχίμ Καλίν.
Μάλιστα ο Τούρκος πρόεδρος προανήγγειλε ότι πέρα από το γεγονός ότι θα υπάρξει κλιμάκωση των επιχειρήσεων της Άγκυρας σε συριακό έδαφος η Τουρκία θα βοηθήσει τη νέα κυβέρνηση της Συρίας να σχηματίσει την κρατική δομή της και να συντάξει ένα νέο σύνταγμα, δήλωσε ακόμα ο Ερντογάν, προσθέτοντας ότι η Άγκυρα βρίσκεται σε επαφή με τη Δαμασκό για το θέμα αυτό.
Επίσης ο ίδιος ο ηγέτης των ανταρτών Αμπού Μοχάμαντ αλ Τζολάνι σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα Yeni Şafak, δεσμεύτηκε ότι η Τουρκία θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη Συρία.
Σύροι και Ρώσοι αξιωματούχοι σπεύδουν στη Λιβύη
Την ίδια στιγμή αίσθηση προκαλούν οι αναφορές ότι Σύροι και Ρώσοι αξιωματούχοι άρχισαν να καταφθάνουν μόλις 24 ώρες μετά την εκδίωξη του ισχυρού άνδρα της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ.
«Αρκετοί αξιωματούχοι του καθεστώτος Άσαντ φτάνουν στη Βεγγάζη της Λιβύης», έγραφε ένας τίτλος σε τοπικό ειδησεογραφικό ιστότοπο της Λιβύης τη Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου – το πρωί μετά την άφιξη των ανταρτών στη Δαμασκό για να διαπιστώσουν ότι ο Σύρος πρόεδρος είχε διαφύγει όπως αναφέρει το France24.com.
Ενώ ο Άσαντ μεταφέρθηκε στη Μόσχα, τα λιβυκά δημοσιεύματα ανέφεραν ότι «ένας αριθμός Σύρων αξιωματούχων» πιστών στον Άσαντ είχε αποβιβαστεί στην ανατολική λιβυκή πόλη Βεγγάζη. Δεν δόθηκαν λεπτομέρειες για τους αξιωματούχους που διέφυγαν, αν και αξιωματούχοι στην αεροπορική βάση Μπενίνα της Βεγγάζης και παγκόσμιοι ιστότοποι παρακολούθησης πτήσεων επιβεβαίωσαν την προσγείωση του αεροπλάνου.
Μέχρι το τέλος της εβδομάδας, η εναέρια κυκλοφορία μεταξύ της Συρίας και της Λιβύης είχε αυξηθεί. Η Ρωσία απέσυρε σημαντικές ποσότητες στρατιωτικών μέσων από τη Συρία, κυρίως από την αεροπορική της βάση Χμεϊμίμ στη Λαττάκεια, και τα μετέφερε στη Λιβύη, σύμφωνα με διάφορες ειδησεογραφικές αναφορές.
Παράλληλα η Ρωσία άρχισε να μεταφέρει προσωπικό και όπλα από τη βάση στην Ταρτούς στη Βεγγάζη ζητώντας από τον Καλίφα Χαφτάρ να διασφαλίσει την παρουσία της αναζωπυρώνοντας τους φόβους ότι η Μόσχα προσπαθεί να να εδραιωθεί στη Λιβύη αλλά και στο Σάχελ.
Η Ρωσία διαθέτει μια κρίσιμη ναυτική εγκατάσταση στη συριακή πόλη Ταρτούς, η οποία στεγάζει στοιχεία του στόλου της Μαύρης Θάλασσας και είναι ο μοναδικός κόμβος επισκευής και ανεφοδιασμού της Μόσχας στη Μεσόγειο.
Με το άνοιγμα προς τη Λιβύη θέλει να διασφαλίσει ότι δεν θα χάσει την δυνατότητα να έχει πρόσβαση στη Μεσόγειο.
Η ναυτική βάση της Ταρτούς ιδρύθηκε από τη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1970 και επεκτάθηκε και εκσυγχρονίστηκε από τη Ρωσία μετά την εξέγερση κατά του Άσαντ το 2011, όταν ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν χρησιμοποίησε στρατιωτική ισχύ για να υποστηρίξει τον σύμμαχό του στη Συρία.
Η ανταμοιβή της Ρωσίας ήρθε τον Ιανουάριο του 2017, όταν υπέγραψε δωρεάν μίσθωση 49 ετών με τη Συρία, παραχωρώντας στη Μόσχα την κυριαρχία της ναυτικής βάσης του Ταρτούς. Η μίσθωση θα μπορούσε να παραταθεί αυτόματα για περαιτέρω 25ετείς περιόδους, εάν καμία από τις δύο πλευρές δεν φέρει αντίρρηση.