Το 274 π.Χ. ο Πύρρος βρισκόταν ακόμα στην Ιταλία. Η κατατριβή του στρατού όμως στις μάχες με τους Ρωμαίους τον έπεισαν πως η μόνη λύση ήταν η επιστροφή του στην Ελλάδα, όπου νέες ευκαιρίες παρουσιάζονταν για τον φιλόδοξο χαρακτήρα του. Στόχος του ήταν η κατάληψη του μακεδονικού θρόνου.
Ο Πύρρος, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, σχεδίαζε να θέσει υπό τον έλεγχό του την πλούσια Μακεδονία. Για αυτό στράφηκε άμεσα κατά του βασιλιά της Μακεδονίας Αντιγόνου Γονατά, γιου του παλιού συμπολεμιστή, αλλά και αντιπάλου του, Δημητρίου του Πολιορκητή.
Ο Πύρρος εισέβαλε στη Μακεδονία, έχοντας στρατολογήσει και Γαλάτες μισθοφόρους και προέλασε χωρίς να συναντήσει σοβαρή αντίσταση καθώς οι Μακεδόνες τον δέχονταν ως νόμιμο βασιλιά.
Ο Πύρρος προέλασε ταχύτατα και κατέλαβε τη μια πόλη μετά την άλλη. Μόνο η πόλη των Αιγών αντιστάθηκε και όταν τελικά παραδόθηκε, για τιμωρία, ο Πύρρος ανέθεσε τη φρούρησή της σε 2.000 Γαλάτες μισθοφόρους του. Αυτοί όμως σύλησαν τους τάφους των Μακεδόνων βασιλέων που βρισκόταν εκεί, αλλάζοντας τον κλίμα έναντι του Πύρρου, όταν αυτός αρνήθηκε να τους τιμωρήσει.
Πελοπόννησος
Ο Αντίγονος, με νέες δυνάμεις που συγκέντρωσε, κινήθηκε και πάλι κατά του Πύρρου, αλλά και πάλι ηττήθηκε από τον γιο του Ηπειρώτη βασιλιά Πτολεμαίο. Ο ηττημένος Αντίγονος αποτραβήχθηκε στην ανατολική Μακεδονία, ο δε Πύρρος, όπως πάντα, δεν έσπευσε να ολοκληρώσει και να εξασφαλίσει τη νίκη του.
Η λογική επέβαλε στον Πύρρο να ολοκληρώσει την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στο κράτος του, νικώντας και εκδιώκοντας οριστικά τον αντίπαλό του από εκεί και μετά να στραφεί προς τη νότια Ελλάδα. Δυστυχώς στο πρόσωπο του μεγάλου Ηπειρώτη βασιλιά η πολεμική αξία δεν συνδυαζόταν από πολιτικό όραμα και έμπνευση, αντίθετα με τον μεγάλο του εξάδελφο Αλέξανδρο.
Σημαντικό ρόλο στην απόφασή του φαίνεται πως έπαιξε και η πρόσκληση του εξόριστου βασιλιά της Σπάρτης Κλεώνυμου, ο οποίος ήλπιζε στη βοήθεια του Πύρρου για την ανάκτηση του θρόνου από τον άλλο βασιλιά, τον Αρέα, ανεψιό του Κλεωνύμου. Ο Κλεώνυμος μάλιστα, έχοντας οπαδούς στην Σπάρτη, υποσχέθηκε στον Πύρρο εσωτερική επανάσταση στην πόλη, παρουσιάζοντας την κατάληψή της ως εύκολη υπόθεση.
Πεπεισμένος από τον Κλεώνυμο, ο Πύρρος αποφάσισε την εισβολή στην Πελοπόννησο, σε μια κίνηση χωρίς κανένα πολιτικό νόημα, καθώς η Σπάρτη δεν είχε καλές σχέσεις με τον αντίπαλό του Αντίγονο και άρα η εναντίον της επίθεση δεν εξυπηρετούσε κανέναν στρατηγικό σκοπό. Ίσα-ίσα το μόνο αποτέλεσμα που θα είχε θα ήταν να ενώσει δύο εχθρούς εναντίον του.
Έτσι με 25.000 πεζούς (28.000 κατά τον Πλούταρχο), 2.000 ιππείς και 24 πολεμικούς ελέφαντες εισέβαλε, την άνοιξη του 272 π.Χ. στη Πελοπόννησο. Η είδηση της εισβολής των Ηπειρωτών στην Πελοπόννησο προκάλεσε γενικευμένο ενθουσιασμό καθώς πολλοί πίστεψαν τις εξαγγελίες του Πύρρου ότι ερχόταν ως ελευθερωτής για να απελευθερώσει τις πόλεις της Πελοποννήσου από την «τυραννία του Αντιγόνου».
Πόλεμος με την Σπάρτη
Οι Αχαιοί, οι Ήλιοι, μια ισχυρή μερίδα στο Άργος, αλλά και οι Αθηναίοι, δήλωσαν την στήριξή τους στον Πύρρο, ενώ η Μεγαλόπολη άνοιξε τις πύλες της στον Ηπειρώτη στρατηλάτη.
Οι Σπαρτιάτες δεν εναντιώθηκαν, αρχικά, στην προέλαση του Πύρρου καθώς ήταν αντίπαλοι του Αντιγόνου και είδαν μάλλον θετικά την εξασθένιση του Μακεδόνα βασιλιά. Πείσθηκαν επίσης και από τις εξαγγελίες του Πύρρου.
Αποφάσισαν παράλληλα να αποστείλουν πρεσβεία στον Πύρρο. Πριν η αντιπροσωπεία τους όμως μεταβεί εκεί τμήμα του στρατού του Πύρρου παραβίασε τα σπαρτιατικά σύνορα. Η σπαρτιατική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον Δερκυλίδα, παρόλα αυτά πήγε στη Μεγαλόπολη και συναντήθηκε με τον Πύρρο.
Ο Δερκυλίδας παραπονέθηκε για την παραβίαση των συνόρων, θεωρώντας πως συνέβη με πρωτοβουλία κάποιου θερμόαιμου αξιωματικού του Πύρρου. Έκπληκτος όμως άκουσε τον Πύρρο να του δηλώνει ότι ευρίσκοντο σε εμπόλεμη κατάσταση.
Ύστερα από αυτό οι πρέσβεις επέστρεψαν βιαστικά στην Σπάρτη και μετέδωσαν τη δυσάρεστη είδηση. Οι πολίτες βρέθηκαν σε απόγνωση. Ποτέ άλλοτε η Σπάρτη δεν είχε βρεθεί τόσο απροετοίμαστη για πόλεμο και δεν είχε υποστεί τέτοιον αιφνιδιασμό, έχοντας τον εχθρό σε απόσταση μόλις μερικών ημερών πορείας από αυτή.
Ο ίδιος ο βασιλιάς της, ο Αρεύς, έλειπε με τους καλύτερους στρατιώτες του στην Κρήτη, όπου είχε μεταβεί να πολεμήσει υπέρ της Γόρτυνος.
Προετοιμασίες
Εκείνη την εποχή η πάλαι ποτέ πανίσχυρη σπαρτιατική πολεμική μηχανή ήταν μακρινή ανάμνηση και μόνο. Η Σπάρτη είχε ελάχιστους πολίτες, με τους περισσότερους άλλους να έχουν χάσει τα πολιτικά τους δικαιώματα και κατά συνέπεια τη δυνατότητα να υπηρετούν στον στρατό.
Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τον αριθμό των αξιόμαχων ανδρών που η πόλη μπορούσε να κινητοποιήσει, αλλά δύσκολα θα ήταν περισσότεροι από 1.500-2.000, σύμφωνα με τις πηγές. Στον αριθμό αυτό θα μπορούσαν να προστεθούν μερικές ακόμα χιλιάδες πρόχειρα και ελαφρά οπλισμένων ανδρών.
Ωστόσο οι δυνάμεις αυτές ήταν αδύνατο να σταματήσουν τις μακεδονικές φάλαγγες, το ιππικό και κυρίως τους πολεμικούς ελέφαντες του Πύρρου, σε ανοικτό πεδίο.
Μοναδική ελπίδα των Σπαρτιατών ήταν να αμυνθούν στην πόλη τους. η Σπάρτη όμως, παράδοση παλιά, δεν είχε τείχη. Κατά συνέπεια οι Σπαρτιάτες θα όφειλαν να αμυνθούν δημιουργώντας πρόχειρα οχυρώματα με κάθε διαθέσιμο υλικό, ελπίζοντας στην επιστροφή του Αρέως, στον οποίο στάλθηκε επείγον μήνυμα, στην πιθανή άφιξη ενισχύσεων από τους Πτολεμαίους της Αιγύπτου, στην τύχη και πάνω από όλα στη γενναιότητά τους.
Και οι Σπαρτιάτες αποδείχθηκαν άξιοι των προγόνων τους καθόλα. Οι Σπαρτιάτες, υπό την ηγεσία της Γερουσίας που συνεδρίασε τις κρίσιμες εκείνες ώρες, ρίχθηκαν στον αγώνα για ενίσχυση της άμυνας της πόλης τους.
Αποφασίστηκε τότε η μεταφορά των γυναικών και των παιδιών στην Κρήτη όχι μόνο για να προστατευθούν, αλλά και για να διευκολυνθεί η άμυνα και να εξοικονομηθούν τρόφιμα. Τελικά όμως η απόφαση αυτή δεν έγινε δυνατό να υλοποιηθεί.
Παράλληλα αποφασίστηκε η άμεση οχύρωση της πόλης, όσο το δυνατόν καλύτερα. Οι Σπαρτιάτες, εργαζόμενοι εντατικά, ανέσκαψαν ευρεία τάφρο παράλληλη με το στρατόπεδο, τον λεγόμενο «χάρακα» του Πύρρου, μήκους 250 μ. περίπου. Επίσης κατασκευάστηκαν φράγματα από πασσάλους και όπου ήταν κτιστά οχυρώματα με λίθους και πλίνθους.
Η δε τάφρος ενισχύθηκε με άμαξες που τοποθετήθηκαν στα δύο άκρα της, κυρίως. Το έδαφος ανασκάφτηκε και οι τροχοί των αμαξών θάφτηκαν στο έδαφος ώστε να μην μπορούν να μετακινηθούν. Οι Σπαρτιάτες σωστά υπολόγιζαν ότι οι άμαξες αυτές θα αποτελούσαν ισχυρό έρεισμα και εμπόδιο για τους επίφοβους πολεμικούς ελέφαντες του Πύρρου.
Οι αποφάσεις της Γερουσίας έγιναν σύντομα γνωστές στην πόλη και αμέσως υπήρξαν αντιδράσεις. Η Αρχιδάμεια, η αδερφή του βασιλιά, ήταν η πρώτη που αντέδρασε στην απόφαση απομάκρυνσης των γυναικόπαιδων και με ένα σπαθί στο χέρι εμφανίστηκε στη Γερουσία και ρώτησε πως οι γερουσιαστές ζητούν από τις γυναίκες της Σπάρτης να ζήσουν όταν η πατρίδα τους δεν θα υπάρχει;
Η θέση των γυναικών ήταν στο πλευρό των ανδρών, των αμυντόρων της πόλης και κοινή έπρεπε να είναι η τύχη όλων των πολιτών και τα πτώματα των γυναικών πρέπει να βρίσκονται πλάι στα πτώματα των ανδρών τους.
«Καλόν ταις Λακαίνες μετά των ανδρών αποθανείν…», είπε. Συγκινημένη η Γερουσία άλλαξε την απόφασή της και διέταξε όχι μόνο να μείνουν τα γυναικόπαιδα στην πόλη, αλλά και να συνεισφέρουν στην άμυνά της.
Αμέσως οι γυναίκες ρίχθηκαν στον αγώνα για την οχύρωση. Αυτές έσκαψαν την τάφρο, λέγοντας στους άνδρες να αναπαυθούν διότι την επομένη ημέρα θα πολεμούσαν σκληρά και έπρεπε να εξοικονομήσουν δυνάμεις.
Γυναίκες κάθε ηλικίας, φορώντας μόνο ένα ημάτιο, μαζί με τα παιδιά τους και τους γεροντότερους που δεν μπορούσαν να κρατήσουν όπλα, άρχισαν την εκτέλεση του ζωτικής σημασίας για την πόλη έργου, το οποίο έπρεπε να είναι έτοιμο την επομένη το πρωί. Κατά τον Φύλαρχο η τάφρος είχε πλάτος περί τα 4,5 μ. και βάθος 3 μ.
Την άλλη μέρα, με το πρώτο φως, η τάφρος ήταν έτοιμη και οι άνδρες που έσπευσαν να λάβουν θέσεις κατά μήκος της, πήραν, κατά την παράδοση της Σπάρτης, τα όπλα τους από τις γυναίκες και τις μητέρες τους που τους τα παρέδωσαν λέγοντάς τους πως οφείλουν να την υπερασπιστούν με τη ζωή τους ή να πεθάνουν ως άξια τέκνα της Σπάρτης.
Τα γεγονότα αυτά περιγράφει ο ιστορικός Φύλαρχος, το έργο του οποίου «Ιστορίαι» αποτέλεσε βασική πηγή και για τον Πλούταρχο.
Αίμα στην εύφορη κοιλάδα
Καθώς ανέτειλε ο ήλιος φωτίζοντας την πανάρχαια πόλη και όλη την εύφορη κοιλάδα του Ευρώτα, οι δύο αντίπαλοι ήταν έτοιμοι. Οι Σπαρτιάτες είχαν λάβει θέσεις πίσω από την τάφρο και τα πρόχειρά οχυρώματά τους ενώ ο Πύρρος είχε διατάξει τον στρατό του να αναπτυχθεί για μάχη μπροστά από το στρατόπεδό του.
Ο Πύρρος με έκπληξη και οργή αντίκρισε την τάφρο. Τράβηξε το σπαθί του από τη θήκη και κινήθηκε ο ίδιος προς αυτή. Δοκίμασε να περάσει. Το μόλις ανασκαφέν όμως, μαλακό, χώμα, σχεδόν υποχώρησε και ο βασιλιάς παραλίγο να πέσει εντός της. Έτσι αποτραβήχτηκε.
Ο γιος του Πτολεμαίος όμως, τέθηκε επικεφαλής 2.000 Γαλατών μισθοφόρων και επίλεκτων Χαόνων πολεμιστών επιτέθηκε. Ο ίδιος και οι άνδρες του εφόρμησαν προς την τάφρο, κατέβηκαν εντός της και προσπάθησαν να τραβήξουν τις άμαξες που είχαν οι Σπαρτιάτες πακτώσει επ’ αυτής, εν είδει επάλξεων. Οι Γαλάτες τραβούσαν με μανία τις άμαξες, πιθανόν να χρησιμοποιούσαν και σχοινιά.
Η κατάσταση ήταν κρίσιμη για του Σπαρτιάτες. Την έσωσε όμως ο Ακρότατος, ο γιος του βασιλιά Αρέα, ο οποίος με 300 επίλεκτους πολεμιστές, πιθανόν τους «ιππείς» της βασιλικής φρουράς, πέρασε από ένα άνοιγμα και βρέθηκε πίσω από τους Γαλάτες του Πτολεμαίου.
Πριν προλάβει να αντιδράσει ο Πτολεμαίος, ο Ακρότατος και οι άνδρες του σκόρπισαν τον θάνατο στους αδύνατο να κινηθούν, στριμωγμένοι εντός της τάφρου, Γαλάτες.
Ενώ συνέβαιναν αυτά ο Πύρρος είχε επίσης δοκιμάσει να διαβεί την τάφρο σε άλλο σημείο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, με τους άνδρες του να υφίστανται απώλειες από τα βλήματα των Σπαρτιατών.
Η κρίσιμη σύγκρουση
Η γενναία αντίσταση των Σπαρτιατών υποχρέωσε τον Πύρρο σε αναδίπλωση. Στη μάχη διακρίθηκε και ο Σπαρτιάτης Φύλλιος, ο οποίος πολέμησε ηρωικά, αν και τραυματισμένος σοβαρά. Όταν ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, ο Φύλλιος αποσύρθηκε διακριτικά από τη γραμμή της μάχης για να ξεψυχήσει στην πόλη του και να μην κινδυνεύσει το σώμα του να πέσει στα χέρια των εχθρών.
Έτσι η μάχη συνεχίστηκε όλη την ημέρα χωρίς αποτέλεσμα για τον Πύρρο, ο οποίος, με την έλευση της νύκτας, διέταξε την παύση των επιχειρήσεων.
Ο Ηπειρώτης βασιλιάς ήταν απογοητευμένος, καθώς ο στρατός του είχε υποστεί σοβαρές απώλειες, χωρίς κανένα αντίκρισμα. Ο Πρόξενος αναφέρει ένα ενδιαφέρον σχετικό ανέκδοτο. Ο Πύρρος, σύμφωνα με τη διήγηση του Προξένου, το βράδυ εκείνο, μετά τη μάχη, είδε σε όνειρο την Σπάρτη να καίγεται από κεραυνούς.
Ο ίδιος ερμήνευσε ευνοϊκά το όνειρο, λέγοντας πως η πόλη θα πέσει. Ένας από τους εταίρους του όμως, ο Λυσίμαχος, ερμήνευσε αρνητικά το όνειρο. Ο Πύρρος τότε απάντησε: «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί Πύρρου».
Με το πρώτο φως της επομένης ο Πύρρος είχε παρατάξει τον στρατό του έτοιμοι για τη νέα επίθεση. Ο Ηπειρώτης στρατηλάτης αμέσως μετά διέταξε την έφοδο. Η μάχη εξαρχής ήταν άγρια. Οι Ηπειρώτες μάχονταν με ηρωισμό βλέποντας τον βασιλιά τους να προμαχεί.
Οι Σπαρτιάτες από την πλευρά τους αμύνονταν με απίστευτο φανατισμό, με τις γυναίκες τους να βρίσκονται στο πλευρό τους, περιθάλποντας τραυματίες και φέρνοντας τρόφιμα, νερό, βέλη, λίθους και ακόντια στους πολεμιστές.
Σφαγή
Ο Πύρρος βλέποντας πως τα στρατεύματά του δεν μπορούσαν να διασχίσουν την τάφρο, διάταξε την πλήρωσή της με χώμα και κάθε είδους υλικό, ακόμα και με πτώματα ανδρών.
Παρά την αντίδραση των Σπαρτιατών η τάφρος άρχισε να γεμίζει σε συγκεκριμένα σημεία της. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε ένας διάδρομος μέσω του οποίου μπορούσαν τα στρατεύματα του Πύρρου να περάσουν.
Οι Σπαρτιάτες συγκέντρωσαν τις εφεδρείες τους στο σημείου του διαδρόμου, αλλά και ο Πύρρος στο σημείο αυτό έριξε στη μάχη τις καλύτερες μονάδες του, τιθέμενος ο ίδιος επικεφαλής, έφιππος, με το σπαθί στο χέρι.
Φαίνεται πως η θυελλώδης έφοδος του Πύρρου ανέτρεψε την σπαρτιατική αντίσταση και εισήλθε στην πόλη. Η πτώση της πόλης ήταν θέμα στιγμών. Ένα βέλος όμως τραυμάτισε θανάσιμα το άλογο του Πύρρου, το οποίο έριξε κάτω τον αναβάτη του.
Ο Πύρρος έπεσε με δύναμη στο έδαφος. Οι άνδρες του, βλέποντας τον βασιλιά τους στο έδαφος, πανικοβλήθηκαν. Πολλοί αξιωματικοί έσπευσαν στο σημείο για να δουν αν ζει. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να προκληθεί σύγχυση την οποία, φυσικά, εκμεταλλεύτηκαν, στο έπακρο, οι Σπαρτιάτες.
Με μια απεγνωσμένη αντεπίθεση οι ακαταπόνητοι Λάκωνες κατέκοψαν πολλούς από τους στρατιώτες του «Αετού», υποχρεώνοντας τους άλλους να τραπούν σε φυγή, πέραν της τάφρου.
Αποτυχία γενική
Ο Πύρρος, μόλις συνήλθε, διέταξε υποχώρηση καθώς οι δυνάμεις του είχαν ιδιαιτέρως φθαρεί. Όμως και οι απώλειες των Σπαρτιατών ήταν σοβαρές. Ίσως με μια νέα γενική επίθεση ο Πύρρος να κατάφερνε να καταλάβει την πόλη. Δεν το αποτόλμησε όμως και αποφάσισε να πολιορκήσει την πόλη, λεηλατώντας παράλληλα τη Λακωνική.
Ωστόσο η μοίρα είχε ήδη αποφασίσει. Ο Αντίγονος, τον οποίο ο Πύρρος είχε αφήσει ανενόχλητο στη Μακεδονία, αντέδρασε στα σχέδια του αντιπάλου του διατάσσοντας τις φρουρές του στις ελληνικές πόλεις να σπεύσουν να ενισχύσουν τους παλαιούς του αντιπάλους Σπαρτιάτες.
Αμέσως κινήθηκε προς την Σπάρτη ο φρούραρχος του Αντιγόνου στην Κόρινθο, ο Φωκαεύς Αμεινίας. Την ίδια ώρα ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αρεύς επέστρεψε από την Κρήτη και μάλιστα με 2.000 στρατιώτες.
Ο Πλούταρχος αναφέρει πως ο Αρεύς επέστρεψε με 2.000 στρατιώτες, ενώ σε άλλο σημείο της διήγησής του αναφέρει ότι ο Αρεύς έφερε μαζί του και 1.000 Κρήτες τοξότες. Δεν είναι γνωστό αν οι 1.000 Κρήτες ήρθαν επιπλέον των 2.000 Σπαρτιατών ή στον αριθμό των 2.000 περιλαμβάνονται Σπαρτιάτες και Κρήτες μαζί. Σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πιθανότερο η συνολική δύναμη που έφερε μαζί του Αρέα να αριθμούσε 3.000 άνδρες.
Σε κάθε περίπτωση η άφιξη του Αρέα και των ανδρών του ενίσχυσε σημαντικά την άμυνα και εξύψωσε το ηθικό των Σπαρτιατών, ενώ αντίθετα καταρράκωσε αυτό των ανδρών του Πύρρου. Ο Πύρρος τότε διέπραξε το δεύτερο μεγάλο σφάλμα.
Αντί να τηρήσει την απόφασή του να πολιορκήσει την Σπάρτη, διέταξε νέες εφόδους κατά των ενισχυμένων Σπαρτιατών, τιθέμενος ο ίδιος επικεφαλής σε πλείστες περιπτώσεις, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί. Η κίνησή του αύτη οδήγησε σε νέες άσκοπες απώλειες και σε περιορισμό της μαχητικότητας του στρατού, αλλά και του ιδίου, λόγω των τραυμάτων.
Για μια ακόμα φορά φάνηκε ότι ο Πύρρος ήταν μεν γενναίος στρατιώτης, αλλά όχι στρατηγιστής. Μετά τις νέες αποτυχίες επανήλθε στο προηγούμενο σχέδιό του περί πολιορκίας της Σπάρτης, αποφασισμένος να διαχειμάσει εκεί και να επαναλάβει την επίθεση την επόμενη άνοιξη του 271 π.Χ.
Παράλληλα ελαφρά αποσπάσματα του στρατού λεηλάτησαν τη Λακωνική, ενώ δημιουργήθηκε και οχυρό στρατόπεδο στην οδό μεταξύ Σπάρτης και Καρυών (άλλες πηγές αναφέρουν πως δημιουργήθηκε κοντά στην Τεγέα).