24 Απριλίου 1827. Μία μόλις μέρα μετά τον θάνατο του Γεώργιου Καραΐσκάκη, οι Έλληνες υπέστησαν ένα ακόμη μοιραίο πλήγμα. Η μάχη του Ανάλατου στην Αθήνα κατέληξε σε ολέθρια ήττα των ελληνικών στρατευμάτων. Χιλιάδες αγωνιστές σκοτώθηκαν, αιχμαλωτίστηκαν και βασανίστηκαν. Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και ο Δημήτριος Καλλέργης.
Γόνος επιφανούς οικογένειας της Κρήτης, ο Δημήτριος Καλλέργης γεννήθηκε το 1803 στο Ρέθυμνο. Πολύ νωρίς έμεινε ορφανός από πατέρα και μετανάστευσε στη Ρωσία. Εκεί μεγάλωσε στο πλευρό του υπουργού εξωτερικών του Τσάρου, Νέσελροντ, ο οποίος τον πήρε υπό την προστασία του, αναλαμβάνοντας τη μόρφωσή του.
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, ο Καλλέργης βρισκόταν στη Βιέννη όπου σπούδαζε Ιατρική. Γρήγορα πήρε την απόφαση να παρατήσει τις σπουδές του με σκοπό να αγωνιστεί στο πλευρό των συμπατριωτών του. Μάλιστα, ενίσχυσε τα ελληνικά στρατεύματα με πολεμοφόδια αξίας εκατό χιλιάδων ρουβλιών. Έως το 1827 είχε ενεργή συμμετοχή στους αγώνες στην Ύδρα, σε εκστρατείες στο Άργος, στη Θήβα και στη Ρούμελη, όπου και διακρίθηκε δίπλα στον Καραΐσκάκη.
Τον Απρίλιο του 1827, στην περιοχή του σημερινού Νέου Κόσμου ο Καλλέργης πήρε μέρος σε μία από τις πιο πολύνεκρες μάχες της Επανάστασης. Βασικός σκοπός της ιστορικής μάχης του Ανάλατου, όπως λεγόταν τότε η συνοικία, ήταν η διάσπαση της πολιορκίας της Ακρόπολης και η απελευθέρωση των εγκλωβισμένων Ελλήνων. Δυστυχώς, τα ελληνικά στρατεύματα συνετρίβησαν κατά κράτος. Υπολογίζεται ότι από τους 10.000 άντρες γλίτωσαν μόνο 3.500 που κατάφεραν να καταφύγουν στον Πειραιά.
Όσοι δεν σκοτώθηκαν και δεν πρόλαβαν να διαφύγουν, αιχμαλωτίστηκαν από τον εχθρό. Φριχτά βασανιστήρια Ο Δημήτριος Καλλέργης πιάστηκε αιχμάλωτος και ήταν αποφασισμένος να πεθάνει στα χέρια του εχθρού. Τον περίμενε όμως κάτι πολύ χειρότερο που δεν είχε φανταστεί. Οδηγήθηκε μαζί με εκατοντάδες ακόμα συμπατριώτες του σε μια ανοικτή πλατεία. Εκεί, τους έβαλαν σε μία ουρά και άρχισαν έναν έναν να τους αποκεφαλίζουν. Ο Καλλέργης ήταν από τους τελευταίους. Λίγο πριν φτάσει η σειρά του, ένας Τούρκος τον άρπαξε και τον οδήγησε σε μία μεγάλη τέντα που βρισκόταν παράμερα. Προς το παρόν, είχε γλιτώσει τον αποτρόπαιο θάνατο. Μέσα στην τέντα αντίκρισε άλλους 14 αιχμαλώτους σε άθλια κατάσταση να δουλεύουν εντατικά.
Η εργασία που τους είχε ανατεθεί ήταν φρικιαστική. Τους ανάγκαζαν να βγάζουν το δέρμα από τα καρατομημένα κεφάλια των σκοτωμένων συντρόφων τους προκειμένου αυτά να σταλούν ως τρόπαιο στην Πόλη. Οι αιχμάλωτοι έκαναν μία τομή στο κρανίο προκειμένου να εξάγουν προσεκτικά τα κόκαλα και τους χόνδρους.
Ύστερα, αφού τα αλάτιζαν πολύ καλά, όπως συνηθιζόταν στην κατασκευή του κόκκινου φεσιού, τύλιγαν από πάνω το δέρμα και το συμπίεζαν. Τέλος, τα συνέρραπταν μαζί κατά δωδεκάδες και τα κρεμούσαν στη σειρά. Μόλις ο Καλλέργης συνειδητοποίησε τον λόγο που βρισκόταν εκεί, αρνήθηκε να συμμετάσχει στη φρίκη που εκτυλισσόταν μπροστά του. Οι Τούρκοι δεν τον εξαίρεσαν. Τον κακοποίησαν άγρια και τον υποχρέωσαν να συμμορφωθεί. Τότε ήρθε η επόμενη δοκιμασία.
Το πρώτο κεφάλι που έπρεπε να γδάρει ήταν αυτό του πιο πιστού υπηρέτη του, με τον οποίο είχαν μεγαλώσει μαζί από παιδιά. Ήταν κι αυτός ένας αγωνιστής που είχε προλάβει να διακριθεί για τη τόλμη και την ανδρεία του. Λέγεται μάλιστα ότι είχε σώσει τη ζωή του Καλλέργη πάνω από μία φορά. Έτσι, με δάκρυα στα μάτια, ο δύστυχος άντρας άνοιξε το κεφάλι του αδερφικού του συντρόφου και έκανε τη μακάβρια «εγχείρηση». «Έκλαψα σαν ένα παιδί, αλλά παρά ταύτα δεν μπορούσα να προκαλέσω τον οίκτο των απάνθρωπων βασανιστών μου» αφηγήθηκε χρόνια αργότερα ο Καλλέργης στον Γερμανό συγγραφέα Πύκλερ.
Οι Έλληνες αιχμάλωτοι πέρασαν μέρες μέσα στην τέντα της φρίκης ανοίγοντας κεφάλια. Πολλοί από αυτούς ήταν καταπονημένοι και κόντευαν να υποκύψουν στα τραύματά τους. Το βαριά κακοποιημένο πόδι του Δημήτρη Καλλέργη είχε μετατραπεί σε μία άμορφη φουσκωμένη μάζα μαύρου χρώματος, ενώ το ένα του αυτί είχε κοπεί. Αφού είχαν «επεξεργαστεί» πάνω από 1.200 κεφάλια, οι Τούρκοι θεώρησαν ότι οι αιχμάλωτοι δεν τους ήταν πλέον χρήσιμοι. Έτσι, μόλις οι δύσμοιροι αγωνιστές τους παρέδωσαν τα τελευταία, οδηγήθηκαν στην εκτέλεση.
Ο μόνος που έμεινε πίσω ήταν ο Καλλέργης. Μέσα σε μισή ώρα, όλοι οι σύντροφοί με τους οποίους μοιραζόταν την ίδια τέντα κατά τη διάρκεια των τελευταίων φριχτών ωρών είχαν καρατομηθεί. Οι Τούρκοι έριξαν τα κεφάλια τους μπροστά στον ταλαίπωρο αγωνιστή και με γέλια του έδωσαν την εντολή «να ασκήσει τώρα μόνος του την τέχνη του σε αυτά».
Ευτυχώς ήταν η τελευταία φριχτή δοκιμασία που έπρεπε να υπομείνει. Μόλις τελείωσε με τις τελευταίες «εγχειρήσεις» τον άφησαν να φύγει. Ο Δημήτριος Καλλέργης σώθηκε διότι οι συγγενείς του από τη Ρωσία μπόρεσαν να καταβάλουν 70.000 γρόσια ως λίτρα για την απελευθέρωσή του.
Ύστερα από τα όσα πέρασε και παρότι η φυγή στη Ρωσία θα ήταν εύκολη γι΄αυτόν, δεν εγκατέλειψε στιγμή τον Αγώνα. Ανέλαβε υψηλόβαθμα στρατιωτικά αξιώματα, συμμετείχε σε μάχες και σταδιακά άρχισε να εμπλέκεται με την πολιτική. Μάλιστα, το 1843, όντας πλέον συνταγματάρχης, πρωτοστάτησε στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου στο κίνημα για την παραχώρηση συντάγματος από το βασιλιά. Αργότερα, εξελέγη βουλευτής, ενώ διετέλεσε και Υπουργός των Στρατιωτικών επί κυβερνήσεως Μαυροκορδάτου.
Προς το τέλος της ζωής του, υπηρέτησε ως πρέσβης της Ελλάδας στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 8 Απριλίου του 1867. Αιτία θανάτου, η ημιπληγία.
ΠΗΓΗ: mixanitouxronou.gr