O Χριστόφορος Κολόμβος και ο Μαγγελάνος δεν ήταν οι πρώτοι εξερευνητές. Είχαν προηγηθεί οι αρχαίοι Έλληνες και Κινέζοι
Αν κάποιος σκεφτεί τους «εξερευνητές» στην ανθρώπινη ιστορία θα του έρθει σίγουρα στο μυαλό σίγουρα ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Φερδινάνδος Μαγγελάνος και άλλοι ναυτικοί που έζησαν την περίοδο που τα βασίλεια της Ευρώπης οργάνωναν τις πρώτες αποστολές στον Νέο Κόσμο. Ωστόσο, πολύ πριν ο Κολόμβος ανακαλύψει την Αμερική το 1492 άλλοι γενναίοι εξερευνητές κατάφεραν να φτάσουν σε αχαρτογράφητες περιοχές και να ανακαλύψουν πριν από οποιονδήποτε άλλο τι υπάρχει… εκεί έξω!
Οι ιστορικοί που μελετούν αυτούς τους αρχαίους ταξιδιώτες δεν ενδιαφέρονται μόνο για τις περιοχές στις οποίες έφτασαν αυτοί, αλλά και για τις ιστορίες που έφεραν μαζί τους όταν επέστεψαν στα σπίτια τους, αναφέρει το BigThink. Αυτές οι ιστορίες σπάνια αντανακλούσαν την πραγματικότητα και υπήρχε ένας πολύ καλός λόγος γι’ αυτό. Όπως οι σύγχρονοι, έτσι και οι αρχαίοι ταξιδιώτες αντιλαμβάνονταν το περιβάλλον τους χρησιμοποιώντας τις δικές τους, συχνά ξεπερασμένες, κοσμοθεωρίες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο χάρτης (ΦΩΤΟ) που δημιούργησε ο Αλεξανδρινός μαθηματικός και γεωγράφος Πτολεμαίος γύρω στο 150 μ.Χ. θέλοντας να αναπαραστήσει τον τότε γνωστό κόσμο. Η Τουρκία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, ακόμη και τμήματα της Σκανδιναβίας είναι ξεκάθαρα αναγνωρίσιμα. Το ίδιο και η τεράστια έκταση της Ασίας, η οποία την εποχή του Πτολεμαίου είχε ήδη εν μέρει εξερευνηθεί μέσω του εμπορίου με την Ινδία.
Πιο αινιγματικό είναι το μεγάλο, ασύμμετρο σχήμα που αναπαριστά την Αφρική. Η καταγραφή αυτού του μεγάλου όγκου ξηράς δεν βασίζεται σε μετρήσεις αλλά σε επαγωγική σκέψη. Η στοιχειώδης κοσμολογία του Πτολεμαίου όριζε ότι η ακόμη ανεξερεύνητη ήπειρος της Αφρικής έπρεπε να έχει ένα συγκεκριμένο μέγεθος ώστε να ισορροπεί το βάρος της Ασίας και της Ευρώπης. Είχε δίκιο, αλλά για λάθος λόγους.
Εξερεύνηση στην κλασική αρχαιότητα
Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν επιδέξιοι ταξιδιώτες. Ο πολιτισμός τους ήταν διάσπαρτος σε εκατοντάδες μικροσκοπικά νησιά, από την Κρήτη μέχρι τη Ρόδο. Μέσω του εμπορίου και της εξερεύνησης, οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με μέρη κοντινά όπως το Λεβάντε (σημερινή Μέση Ανατολή) και η Περσία αλλά και μακρινά όπως η Κίνα, η Αγγλία και η Σκανδιναβία, η τελευταία από τις οποίες εξερευνήθηκε από τον αστρονόμο Πυθέα γύρω στο 325 π.Χ.
Ήδη, ο Ηρόδοτος στο «λιβυκό λόγο» μας πληροφορεί για τον πρώτο περίπλου της Αφρικής, που έγινε περίπου το 600 π.Χ. (2100 χρόνια πριν από τον Βάσκο ντε Γκάμα). Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Φοίνικες του Αιγύπτιου βασιλιά Νεχώ Β’, ταξίδευαν για τρία χρόνια περιπλέοντας την Αφρική. Κατά την περίοδο του χειμώνα, σταματούσαν σε κάποια εύφορη γη, την καλλιεργούσαν με σιτάρι, και όταν ερχόταν το καλοκαίρι το θέριζαν και συνέχιζαν το ταξίδι τους.
Οι εξερευνήσεις στην κλασική αρχαιότητα πραγματοποιήθηκαν για πολλούς διαφορετικούς λόγους, συμπεριλαμβανομένης της επιθυμίας για γνώση. Ο Ποσειδώνιος (135-51π.Χ.), ένας φιλόσοφος από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, παρατήρησε ότι οι παλίρροιες στην Ισπανία ήταν πολύ ψηλότερες από εκείνες της Μεσογείου. Αυτό τον οδήγησε στην υπόθεση ότι η άμπωτη ήταν κατά κάποιο τρόπο συνδεδεμένη με την τροχιά της σελήνης, ένα συμπέρασμα στο οποίο πιθανότατα δεν θα μπορούσε να φτάσει αν είχε μείνει πίσω στην πατρίδα του τη Συρία.
Οι περισσότερες αρχαίες αποστολές, ωστόσο, πραγματοποιήθηκαν με την ελπίδα να βρουν εμπορικές οδούς που έδιναν πρόσβαση στους θησαυρούς ξένων χωρών. Σύμφωνα με ένα κείμενο που ονομάζεται «Περίπλους της Ερυθράς Θάλασσας», ο Έλληνας θαλασσοπόρος Ίππαλος, ο οποίος έζησε τον 1ο αιώνα π.Χ., ανακάλυψε μια νέα και ταχύτερη διαδρομή από την Ερυθρά Θάλασσα προς τη νότια Ινδία διασχίζοντας τον Ινδικό Ωκεανό. Φαίνεται ότι είχε αναλάβει πολλά ταξίδια μεταξύ Αιγύπτου, Ερυθράς θάλασσας, Αραβίας και Ινδιών με πολύ ενδιαφέρουσες χαρτογραφήσεις, γεωγραφικές και μετεωρολογικές παρατηρήσεις ιδιαίτερα στον Ινδικό ωκεανό. Θεωρείται ότι είναι ο πρώτος που τόλμησε να πλεύσει ανοικτά στον ωκεανό στηριζόμενος στις παρατηρήσεις του, αντί να ακολουθήσει τη μέχρι τότε ακολουθούμενη ακτοπλοΐα.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση του Καρχηδόνιου θαλασσοπόρου Ιμίλκα, ο οποίος έζησε κάποια στιγμή στα τέλη του 6ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. και λέγεται ότι ήταν ο πρώτος άνθρωπος από τη Μεσόγειο που έφτασε στις βόρειες ακτές της Ευρώπης. Οι αφηγήσεις των ταξιδιών του, τις οποίες παραθέτουν πολλοί Ρωμαίοι συγγραφείς, είναι γεμάτες με περιγραφές θαλάσσιων τεράτων, τα οποία οι ιστορικοί υποπτεύονται ότι συμπεριλήφθηκαν για να αποτρέψουν τους αντιπάλους τους να διασχίσουν τις νέες εμπορικές διαδρομές της Καρχηδόνας.
Η δημιουργία του Δρόμου του Μεταξιού
Ενώ οι εξερευνητές της Μεσογείου ήταν απασχολημένοι με την πλοήγηση στις άκρες της Ευρώπης, οι Κινέζοι ταξιδιώτες ταξίδευαν στην κεντρική και νοτιοανατολική Ασία. Επικεφαλής μεταξύ αυτών των ταξιδιωτών ήταν ο Τζαν Τσιάν. Ο Τσιάν, ο οποίος πέθανε γύρω στο 114 π.Χ., ήταν ένας διπλωμάτης που, για λογαριασμό του αυτοκράτορα Χαν, ταξίδεψε δυτικά για να δημιουργήσει τις υποδομές γι’ αυτό που τελικά θα γινόταν γνωστό ως ο Δρόμος του Μεταξιού.
Οι αφηγήσεις του Τζαν Τσιάν συγκεντρώθηκαν από τον ιστορικό Σίμα Τσιέν τον 1ο αιώνα π.Χ. Η ανάγνωση αυτών των χρονικών μας επιτρέπει να δούμε την αρχαία ιστορία από μια διαφορετική οπτική γωνία. Αυτοκρατορίες που πια έχουν χαθεί, με τις ξένες παραδόσεις και την ιστορία τους, ανακατασκευάζονται από την οπτική γωνία ενός Κινέζου ταξιδιώτη που έζησε κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Χαν.
Οι περισσότεροι από τους πολιτισμούς που επισκέφτηκε ο Τζαν Τσιάν δεν υπάρχουν πλέον σήμερα. Για παράδειγμα το Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής (περίπου στο σημερινό Πακιστάν και Αφγανιστάν), του οποίου οι αρχηγοί υποτάχθηκαν από τους Γιουετσί, μια νομαδική φυλή της οποίας η ιστορία ξεκίνησε στη βορειοδυτική Κίνα. Την εποχή του Τσιάν, η επιρροή των Ελληνο-βακτριανών συνεχιζόταν στην περιοχή της Ντάξια, όπως ονομάστηκε η χώρα των Γιουετσί.
Νοτιοανατολικά της Ντάξια βρισκόταν ένας πολιτισμός που ο Σίμα Τσιεν αναφέρεται ως Σεντού, από τη σανσκριτική λέξη για τον ποταμό Ινδό, « Σίντου». Το Σεντού ήταν το μεγαλύτερο από τα ινδοελληνικά βασίλεια στην ινδική χερσόνησο. «Οι άνθρωποι», γράφει ο Σίμα Τσιεν, «καλλιεργούν τη γη και ζουν λίγο πολύ όπως οι κάτοικοι της Ντάξια. Η περιοχή λέγεται ότι είναι ζεστή και υγρή. Οι κάτοικοι καβαλούν ελέφαντες όταν πάνε στη μάχη».
Οι κατακτητές της Ισλανδίας
Οι λάτρεις της ιστορίας υποστηρίζουν ότι οι Σκανδιναβοί Βίκινγκς κι όχι ο Κολόμβος ήταν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που έφτασαν στις αμερικανικές ακτές. Αλλά πριν οι Βίκινγκς ταξιδέψουν στο δυτικό ημισφαίριο, εξερεύνησαν περιοχές λίγο πιο κοντά στο σπίτι τους. Αφού αποίκισαν τμήματα της Ρωσίας, το βλέμμα τους στράφηκε στη Βρετανία, την Ιρλανδία και την Ισλανδία.
Σύμφωνα με το Ισλανδικό Βιβλίο των Εποικισμών, ένα μεσαιωνικό κείμενο, η Ισλανδία εποικίστηκε για πρώτη φορά από τον Σκανδιναβό Ίνγκολφουρ Άρναρσον, γνωστός και ως Μπγιόρνολφσον, ο οποίος έχτισε το 874 μια περιοχή που την ονόμασε Ρέικιαβικ. Ωστόσο, μεσαιωνικοί συγγραφείς καθώς και αρχαιολογικές ανασκαφές υποδηλώνουν ότι το νησί κατοικήθηκε νωρίτερα, πιθανώς από Ιρλανδούς μοναχούς που έφυγαν μετά την άφιξη του Άρναρσον.
Ένας από αυτούς τους μοναχούς μπορεί κάλλιστα να ήταν ο Άγιος Μπρένταν. Γνωστός και ως Μπρένταν ο Εξερευνητής, αυτός ο, γεννημένος στο Φενιτ της Ιρλανδίας, άγιος λέγεται ότι ταξίδεψε προς τον Ατλαντικό Ωκεανό παρέα με 16 μοναχούς για να αναζητήσει τον Κήπο της Εδέμ, τον παράδεισο στη Γη. Στην πραγματικότητα βέβαια ο Μπρένταν μάλλον ταξίδεψε για να προσηλυτίσει παγανιστικές κοινότητες στον χριστιανισμό.
Οι Ιρλανδικές ιστορίες για το ταξίδι του Μπρένταν θυμίζουν περισσότερο γραφές παρά ιστορικές αφηγήσεις. Είναι γεμάτες με φαντασία και θρησκευτικό συμβολισμό κάτι που δυσκολεύει τους μελετητές να ξεχωρίσουν την αλήθεια από το ψέμα. Σε μια από τις ιστορίες του για παράδειγμα, ο Μπρένταν υποστηρίζει ότι είδε τις πύλες της κολάσεως, ένα μέρος όπου «μεγάλοι δαίμονες πετούσαν πύρινο ατσάλι από ένα νησί με ποτάμια χρυσής φωτιάς. Στην πραγματικότητα όμως μάλλον είδε κάποια έκρηξη ηφαιστείου καθώς έπλεε γύρω από την Ισλανδία.