Η λαιμητόμος χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα περίπου 80 χρόνια για εκτελέσεις θανατοποινιτών. Οι πολίτες τη μίσησαν αλλά περισσότερο απεχθάνονταν τους δήμιους. Η πρώτη γκιλοτίνα της Ελλάδας ήταν δώρο του Λουδοβίκου Α’ στον γιο του Όθωνα, όταν ανέβηκε στον ελληνικό θρόνο. Έφτασε στο Ναύπλιο το 1833, συνοδευόμενη από δύο έμπειρους Γάλλους δήμιους, έτοιμους να εκπαιδεύσουν τους Έλληνες χειριστές της. Ο Βαυαρός θεωρούσε ότι η γκιλοτίνα, ήταν απαραίτητη για να τηρηθεί η πειθαρχία, ο νόμος και η τάξη σε μια χώρα που μόλις είχε συσταθεί και μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια είχε πολλές ταραχές. Έτσι μάλλον αυτή ήταν η πρώτη εισαγωγή προϊόντος από τη Μασσαλία, όπου προφανώς είχαν άριστη γνώση επι του θέματος. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, ο αποκεφαλισμός δια της γκιλοτίνας είχε αναχθεί σε δημόσιο θέαμα και ο μηχανισμός είχε επινοηθεί για ένα γρήγορο τέλος. Προφανώς τη θεώρησαν καλύτερη από το τσεκούρι. Στην Ελλάδα εξαρχής θεωρήθηκε αποκρουστική και αποτρόπαια. Ο αποκεφαλισμός από την Πολιτεία, δηλαδή ο τεμαχισμός του ανθρώπινου σώματος, ήταν απαράδεκτη διαδικασία, προσβλητική και ο λαός δεν την αποδέχθηκε ποτέ. Σύμφωνα με τον ποινικό νόμο επί Όθωνα: Ο καταδικασθείς εις θάνατον αποκεφαλίζεται δια του λαιμητόμου εις τόπον δημόσιον, ωρισμένον δια της ποινικής αποφάσεως Οι εκτελέσεις γίνονταν δημόσια με το σκεπτικό να παραδειγματιστούν οι εγκληματίες και να τρομοκρατηθούν οι εν δυνάμει μιμητές τους. Το αξιοσημείωτο είναι ότι κανένας από τους δύο στόχους δεν στέφθηκε με επιτυχία. Οι πολίτες κατέληγαν να νιώθουν συμπάθεια για τους μελλοθάνατους, ενώ την ώρα της εκτέλεσης οι πορτοφολάδες παρανομούσαν συστηματικά….
Εγκληματίες εκτελούν εγκληματίες
Παρότι η ιδιότητα του δήμιου εξαρχής παρουσιάστηκε ως δημόσιο λειτούργημα με κανονική αμοιβή, κανένας πολίτης δεν ανταποκρίθηκε στις εκκλήσεις για την κάλυψη του πόστου. Έτσι, οι ιθύνοντες άρχισαν να απευθύνονται στους ισοβίτες των φυλακών. Ακόμα κι εκεί δυσκολεύτηκαν να βρουν ανταπόκριση. Ο γάλλος δήμιος έφυγε από τη χώρα, όταν στην πρώτη εκτέλεση παραλίγο από θύτης να γίνει θύμα. Πρώτα όμως εκπαίδευσε τον θανατοποινίτη Χασάν Αρναούτ και τον αλγερινό βοηθό του. Η γκιλοτίνα στηνόταν δε διάφορες πόλεις. Η πρώτη εκτέλεση του Αρναούτ ήταν στο Άργος. Οι αποδοκιμασίες και η επίθεση του κόσμου οδήγησαν στην απόφαση να μένουν πλέον στο Μπούρτζι, που ως φρούριο σε νησάκι τους προσέφερε προστασία. Οι δήμιοι έβγαιναν, μόνο για να μεταφερθούν με τη λαιμητόμο, στον τόπο της εκτέλεσης. Ορισμένες φορές τον χρόνο, μετέβαιναν σε περιοχές εκτός Ναυπλίου. Το πλήθος που συγκεντρωνόταν από κάτω, σε κάθε δημόσια εκτέλεση, γιούχαρε και έκανε επιθέσεις στους δήμιους. Ακόμα και οι ετοιμοθάνατοι πάλευαν μέχρι τέλους. Οι δήμιοι έδιναν «μάχη» για να καταφέρουν να τους δέσουν και να τους τοποθετήσουν στην λαιμητόμο. Οκτώ χρόνια εφάρμοζαν τον νόμο. Όταν αποδεσμεύθηκαν έχοντας αρκετά χρήματα έφυγαν από το φρούριο. Το επόμενο πρωί τους βρήκαν σφαγμένους, από συγγενείς θύματος, που επιδεικτικά άφησαν πάνω τους τα χρήματα της αμοιβής τους. Έπρεπε να γίνει σαφές ότι δεν τους σκότωσαν εγκληματίες για να τους ληστέψουν. Τον Αρναούτ, μετά από χρόνια, διαδέχθηκαν άλλοι φυλακισμένοι θανατοποινίτες. Ως αντάλλαγμα έλαβαν την υπόσχεση της αντικατάστασης της ποινής του θανάτου τους με ισόβια. Έτσι, οι ρόλοι αντιστρέφονταν αιφνίδια. Άνθρωποι που μέχρι πρότινος βρίσκονταν στην ίδια μοίρα με τους μελλοθάνατους εγκληματίες, καλούνταν να τους αποκεφαλίσουν. Ένας επιπλέον λόγος που οι Έλληνες προτιμούσαν τον τουφεκισμό ως μέσο εκτέλεσης ήταν διότι η ωμότητα της λαιμητόμου τους θύμιζε τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Οι Τούρκοι συνήθιζαν να υποβάλλουν τους μελλοθάνατους σε φρικτά βασανιστήρια: γδάρσιμο της σάρκας, σούβλισμα, κρεμάλα στα δέντρα. Η γκιλοτίνα με τον δημόσιο αποκεφαλισμό επανέφερε στη μνήμη αυτά τα βιώματα….
Αν οι χωροφύλακες δεν βρίσκονταν διαρκώς σε ετοιμότητα να επέμβουν, οι δήμιοι κινδύνευαν όσο και ο μελλοθάνατος.
Ο κατάδικος που προτίμησε τον θάνατο
Μία μαρτυρία που διασώζεται αναφέρει ότι περί το 1870 προτάθηκε σε έναν κατάδικο να γίνει δήμιος με την υπόσχεση ότι θα του δινόταν χάρη. Προτού απαντήσει στην πρόταση, η γυναίκα του, που πληροφορήθηκε τα μαντάτα, τον επισκέφθηκε στην φυλακή. Λέγεται ότι τον εξόρκισε στα ονόματα όλων των Αγίων της ορθόδοξης εκκλησίας να μη δεχτεί, καθώς θα ατίμαζε ανεπανόρθωτα το όνομά του. Τα παιδιά του δεν θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν, να παντρευτούν, να προοδεύσουν στη ζωή τους….
Ο άντρας συμφώνησε και αρνήθηκε. Προτίμησε να θανατωθεί παρά να είναι αυτός που θα θανατώνει.Τα παιδιά έφεραν ήδη το επώνυμο ενός καταδικασμένου εγκληματία. Ωστόσο η γυναίκα φοβόταν ότι η ζωή τους θα καταστρεφόταν αν έφεραν το επώνυμο ενός δήμιου. Πράγματι, όταν μετά από πολλά χρόνια οι δήμιοι ελευθερώνονταν από το φρικτό καθήκον τους, δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στον τόπο τους. Ήταν ανεπιθύμητοι από τους συγχωριανούς τους. Πολλοί από εκείνους που επιχείρησαν να γυρίσουν, δεν άντεξαν την κατακραυγή και αυτοκτόνησαν. Υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά σε έναν συγκεκριμένο που κρεμάστηκε. Άλλοι «χάθηκαν» από προσώπου γης, ενώ ορισμένοι έχασαν τα λογικά τους. Τελικά, στις αρχές του 20ου αιώνα η λαιμητόμος αποσύρθηκε, μάλλον επειδή δεν λειτουργούσε καλά και αντί να φέρει ένα γρήγορο θάνατο, βασάνιζε τους καταδικασμένους. Όταν κάποια στιγμή έφτασαν στο Ναύπλιο δύο νέες, οι κάτοικοι τις έκαψαν. Το 1913 σταμάτησαν και επίσημα οι καρατομήσεις και επανήλθε ως τρόπος εκτέλεσης ο τουφεκισμός. Η ιστορική λαιμητόμος του Όθωνα σήμερα βρίσκεται στο Εγκληματολογικό Μουσείο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών….
Ευκαιρία να τη ξαναφέρουμε για να την κάνουμε δώρο στα κοπρόσκυλα που μας κυβερνάνε