Παγίδες κρύβουν οι χωριστές φορολογικές δηλώσεις των συζύγων, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις πολλοί έγγαμοι φορολογούμενοι ενδέχεται να κληθούν να πληρώσουν υπέρογκο φόρο.
Συγκεκριμένα, σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων, αν τα τεκμήρια διαβίωσης που βαρύνουν τον έναν εκ των δύο συζύγων προσδιορίζουν το τεκμαρτό εισόδημά του σε επίπεδο υψηλότερο του δηλωθέντος, η επιπλέον διαφορά εισοδήματος δεν θα είναι δυνατό να καλυφθεί από το δηλωθέν εισόδημα του άλλου συζύγου, διότι αυτό θα αναγράφεται σε ξεχωριστή δήλωση.
Έτσι, ο σύζυγος του οποίου το τεκμαρτό εισόδημα θα είναι μεγαλύτερο του δηλωθέντος θα κληθεί να καταβάλει αδίκως σημαντικού ύψους φόρο εισοδήματος. Μια τέτοια εξέλιξη είναι βέβαιο ότι θα πλήξει κυρίως τις γυναίκες συζύγους που δεν εργάζονται αλλά είναι νοικοκυρές, τις άνεργες συζύγους ή τους άνεργους συζύγους καθώς και πλήθος άλλων εγγάμων με πολύ χαμηλά εισοδήματα.
Επιπλέον, οι χωριστές δηλώσεις θα δημιουργήσουν γενικότερο πρόβλημα στην κάλυψη του απαιτούμενου ποσοστού επί του εισοδήματος κάθε συζύγου με δαπάνες εξοφληθείσες μέσω «πλαστικού χρήματος» ή άλλου ηλεκτρονικού τρόπου πληρωμής, ώστε να μην χρεωθεί με το «πέναλτυ» του επιπλέον φόρου 22%.
Κι αυτό διότι αν ο ένας σύζυγος υπερκαλύπτει με τις δικές του δαπάνες το απαιτούμενο ποσοστό και ο άλλος δεν το καλύπτει δεν θα μπορεί να γίνει μεταφορά του επιπλέον ποσού από τον έναν σύζυγο στον άλλο. Έτσι ο σύζυγος που δεν θα καλύπτει το απαιτούμενο ποσοστό θα χρεώνεται με τον επιπλέον φόρο 22%.
Τα επιδόματα
Η χωριστή υποβολή δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος θα προκαλέσει προβλήματα και στην κατοχύρωση δικαιωμάτων είσπραξης κοινωνικών επιδομάτων τα οποία χορηγούνται με βάση εισοδηματικά κριτήρια.
Από τη στιγμή που θα υποβάλλεται ξεχωριστή δήλωση από κάθε σύζυγο, τότε κατά την ηλεκτρονική υποβολή αίτησης για τη λήψη κάποιου επιδόματος, (π.χ. κατά την υποβολή του Α21 για την είσπραξη του επιδόματος παιδιών) δεν θα είναι εύκολο να διασταυρωθούν αυτόματα τα στοιχεία των δύο ξεχωριστών δηλώσεων και δεν θα είναι δυνατό να προσδιοριστεί άμεσα το συνολικό εισόδημα της οικογένειας προκειμένου να διαπιστωθεί εάν αυτό είναι χαμηλότερο ή υψηλότερο από το ισχύον εισοδηματικό όριο.
Δηλαδή δεν θα είναι εύκολη η μηχανογραφική επεξεργασία της αίτησης με αποτέλεσμα να καθυστερήσει σημαντικά η έκδοση απάντησης και, εν τέλει, η είσπραξη του επιδόματος εφόσον τελικά η οικογένεια το δικαιούται.
Παρόμοιο πρόβλημα θα υπάρχει και για την μερική ή ολική απαλλαγή από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α., καθώς θα πρέπει, κατά την μηχανογραφική επεξεργασία των δεδομένων του αρχείου δηλώσεων Ε9, να διασταυρωθούν πρώτα τα στοιχεία των δύο ξεχωριστών δηλώσεων εισοδήματος, να προσδιοριστεί το συνολικό οικογενειακό εισόδημα ώστε στη συνέχεια να κριθεί αν αυτό είναι μικρότερο ή μεγαλύτερο από τον ισχύον κατά περίπτωση εισοδηματικό όριο για τη χορήγηση της απαλλαγής.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η επιλογή της υποβολής χωριστών φορολογικών δηλώσεων από τους συζύγους κρύβει πολλές παγίδες και καλό είναι οι έγγαμοι φορολογούμενοι να μην την εξετάζουν καν από τη στιγμή που διαπιστώνουν ότι θα δημιουργηθούν προβλήματα ουσιαστικά (άδικη πληρωμή επιπλέον φόρων) και γραφειοκρατικά (καθυστερήσεις στην είσπραξη επιδομάτων και τη χορήγηση φοροαπαλλαγών).
Τα οφέλη
Βεβαίως θα πρέπει να σημειωθεί ότι η υποβολή χωριστών δηλώσεων θα επιτρέψει στους συζύγους να λαμβάνουν ξεχωριστά εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος. Έτσι σε περίπτωση που από τη δήλωση του ενός προκύπτει χρεωστικό ποσό, δηλαδή οφειλή φόρου, και από την δήλωση του άλλου προκύπτει επιστροφή φόρου, δεν θα γίνεται συμψηφισμός των δύο «αποτελεσμάτων».
Επίσης σε περίπτωση μη πληρωμής της οφειλής του εκκαθαριστικού από τον έναν σύζυγο ο άλλος που δεν θα χρωστά, αν θελήσει να λάβει αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας θα μπορεί να εξυπηρετηθεί άμεσα από το TAXISnet. Δεν θα χρειάζεται δηλαδή να προσέλθει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. για να υποβάλει πρώτα αίτηση διαχωρισμού οφειλών, όπως απαιτείται τώρα σε περίπτωση που υπάρχει σε εκκρεμότητα οφειλή του άλλου συζύγου από εκκαθαριστικό κοινής φορολογικής δήλωσης.