Η ιστορία των καταδικασθέντων που κρεμάστηκαν στον Πόντο την περίοδο της Γενοκτονίας.
«Εξημέρωσεν η 7η Σεπτεμβρίου. Οι οπωροπώλαι, καπνοπώλαι και άλλοι μικροπωληταί συνωστίζοντο εις την εξώθυραν, εντός δε του φρουρίου διεχύνετο ο βόμβος πηγαινοερχομένων. Εγράφοντο τηλεγραφήματα προς τας οικογενείας, εδίδοντο τελευταίαι παραγγελίαι εις τους μέλλοντας να επιζήσουν, συνετάσσοντο διαθήκαι δακρύβρεκτοι, ηκούντο αποχαιρετιστήριοι προσφωνήσεις και αντεφωνούντο ενθαρρυντικοί λόγοι υπό φίλων άλλων περιοχών. Περί την 4ην μ.μ. διετάχθημεν εν σπουδή και εξερχόμενοι εις την προ της φυλακής πλατείαν παρετασσόμεθα εις στοίχους ανά δύο. Τώρα ο αριθμός των ενόπλων φρουρών είχε πολλαπλασιασθή και επλαισιούμεθα έκαστος υπό ιδιαιτέρου αγριωπού ενόπλου στρατιώτου. Σιγομιλούντες βαδίζομεν προς το δικαστήριον με σφιγμένην την καρδιά. Μετά βραχείαν αναμονήν εν τη γνωστή αιθούση εισβάλλουν ως λυσσώντες κύνες οι δικασταί και ο γραμματεύς αναγινώσκει την απόφασιν».
Κάπως έτσι περιγράφει ο Δημήτρης Ψαθάς στη «Γη του Πόντου» την αγωνία μέχρι την ανακοίνωση της απόφασης του Εμίν μπέη για τους 69 προύχοντες που καταδικάστηκαν σε θάνατο δι’απαγχονισμού στα δικαστήρια Ανεξαρτησίας της Αμάσειας, «επειδή απεδείχθη ότι … ενήργουν να ιδρύσουν Δημοκρατίαν του Πόντου, αποσπώντες μέγα τμήμα του Οθωμανικού Κράτους, από της Τραπεζούντος μέχρι του Ζογκουλδάκ και προς το εσωτερικόν μέχρι Σεβαστείας…».
Στα ονόματα των εκτελεσθέντων συγκαταλέγονται επιφανείς προσωπικότητες της ελληνικής κοινωνίας. «… ἦταν ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ τῆς Σαμψοῦντας. Ἀντιπροσώπευαν τὴν ἀφόκρεμα τῆς κοινωνίας, τὸν πλοῦτο, τὴν μόρφωση καὶ τὴν ἐπιῤῥοή. Ἀνάμεσά τους ἦταν ἐπιστήμονες, γιατροί, φαρμακοποιοί, δικηγόροι, καθηγητές, δάσκαλοι, ἀνώτεροι ὑπάλληλοι τῆς Ὀθωμανικῆς Τράπεζας, τοῦ Μονοπωλείου καπνοῦ τῆς Ῥεζῆ καὶ τῶν ἄλλων ἐταιρειῶν καὶ πρακτορείων τῆς πόλης», αναφέρει ο Χρήστος Σαμουλίδης στο βιβλίο «Μαύρη Θάλασσα, χρονικό από τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου».
Ξεχωρίζει το όνομα του πρωτοσύγγελου Πλάτωνα Αϊβαζίδη, τον οποίο χαρακτήρισαν υπαρχηγὸ του κινήματος, με αρχηγὸ τον Μητροπολίτη Γερμανὸ Καραβαγγέλη που καταδικάστηκε ερήμην. Ο Αϊβαζίδης αγιοποιήθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Γεννήθηκε στην Πάτμο, το 1852 μ.Χ. ένα μέρος που στο θυμικό του λαού έχει συνδυαστεί με το σπήλαιο που γράφτηκε η Αποκάλυψη. 15 χρονών έγινε δόκιμος στη Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και σπούδασε στην Πατμιάδα Σχολή. Το 1892 μ.Χ. έγινε Διάκονος του Μητροπολίτη Λήμνου και αργότερα πήγε για σπουδές στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνώρισε τον Μητροπολίτη Καστοριάς, Γερμανό Καραβαγγέλη, του οποίου έγινε βοηθός και στη συνέχεια τον ακολούθησε στην Αμάσεια.
Αποχαιρετισμός με δάκρυα στα μάτια
Στις 4 Φεβρουαρίου 1921 συνελήφθη στο μητροπολιτικό μέγαρο με την κατηγορία της επαναστατικής δράσης μαζί με τον επίσκοπο Ζήλων Ευθύμιο και πολλούς άλλους εξέχοντες Έλληνες του Πόντου που οδηγήθηκαν στις φυλακές της πόλης. Εκεί με θερμά κηρύγματα έδινε κουράγιο, δύναμη και τόνωνε την πίστη των κρατουμένων στον Θεό, υπομένοντας τις κακουχίες με ανεξάντλητη υπομονή και αποτέλεσε για τους υπόλοιπους ζωντανό παράδειγμα.
Ο καθηγητής Παντελής Βαλιούλης στις «Σελίδες εκ της συμφοράς του Πόντου 1921-1924» περιγράφει στο κεφάλαιο «Θεία Λειτουργία εν τη φυλακή» τον αποχαιρετισμό του μελλοθάνατου Αϊβαζίδη: «Ο δε πρωτοσύγκελος Πλάτων, αφού αποχαιρέτησε τους άλλους, καλέσας εμέ και τον Κ. Σερέφαν κλαίοντας, παρέδωκε το ωρολόγιον και ολίγα χρήματα και μας επετίμησε με παρόμοιαν φράσιν του Αποστόλου Παύλου (Πραξ. 21,23). “Τί ποιείτε κλαίοντες και συνθρύπτοντές μου την καρδίαν: Αποθνήσκομεν δολοφονούμενοι χάριν της πίστεως και του Έθνους κατά τον Χριστιανικόν τούτον διωγμόν του 20ου αιώνος”. Ησπάσθημεν την δεξιάν του και έφυγεν».
Απαγχονίστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1921 όποτε και η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του.
Τα ονόματα των εκτελεσθέντων
Μητροπολιτικοί: Πρωτοσύγγελος Πλάτων Αϊβαζίδης, Αντώνιος Τζινόγλου, Χαράλαμπος Φιλοθεΐδης, Παναγιώτης Χατζή Αναστασίου.
Ιατροί: Αβραάμ Χρυσαφίδης, Αδείμαντος Αρζουμανίδης, Πελοπίδας Επιφανίδης, Ηλίας Λαριτίδης, Πάρις Χάμλατζης, Χαράλαμπος Γρηγοριάδης.
Φαρμακοποιοί: Χρήστος Χριστοφορίδης, Θεολόγος Δημητριάδης.
Δικηγόροι: Λαυρέντιος Ταστσόγλου και Γιάγκος Ιορδανίδης.
Έμποροι: Νικόλαος Τεολόγλου, Θεαγένης Ενφιετζόγλου, Θεμιστοκλής Ξυδιάς, Γεώργιος Τζινεκίδης, και ο αδελφός αυτού Κωνσταντίνος, Δημήτριος Αλεξιάδης, Σάββας Αντώνογλου, Περικλής Νικολαΐδης, Παντελής Αρζόγλου, Αντώνιος Ανανιάδης, Παύλος Παυλίδης, Σωκράτης Σκεντέρογλου, Γεώργιος Πυρλής, Ιωάννης Πατούρογλου, και Κυριάκος Πατούρογλου, Κωνσταντίνος Παπάζογλου, Αλέξανδρος Ιχτιάρογλου, Ανέστης Μελίδης, Νικόλαος Νικολαΐδης, Παύλος Παπαδόπουλος Διευθυντής Τραπέζης, Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης Διευθυντής Ρεζή, Ιωάννης Ανταβαλόγλου και ο υιός αυτού Σοφοκλής, Αλέξανδρος Κάλφογλου, Θρασύβουλος Μουμουλίδης και ο αδελφός αυτού Ηλίας, Αβραάμ Γεδετσόγλου, Παύλος Ραφαήλογλου, Αλέξανδρος Ορδουλόγλου, Βασίλειος Οικονομίδης, Σπύρος Δεμιρτζόγλου, Γρηγόριος Γρηγοριάδης, Γεώργιος Αντώνογλου, Θεόδωρος Ιωαννίδης, Ιορδάνης Καδέμογλου, Δημήτριος Παπάζογλου, Ελευθέριος Ελευθεριάδης, Παντελής Σεραφειμίδης, Γεώργιος Γελκεντζόγλου και ο αδελφός αυτού Πλάτων, Αντώνιος Χατζή Αντώνογλου, Μιχαήλ Αντώνογλου, Λάζαρος Αρζόγλου, Μιλτιάδης Χατζή Σάββα, Αντώνιος Ποδόσογλου, Τ. Καρπόζηλος, Σταύρος Κουγιουμτζόγλου, Χαράλαμπος Κεσίσογλου, Νικόλαος Ιορδανίδης, Ιωάννης Μαυρίδης, Θεμιστοκλής Ιορδανίδης, Αντώνιος Ποδόσογλου, Περικλής Κουζουτζάκογλου και ο μετακληθείς εξ Αμισού και μετά δύο ημέρας απαγχονισθείς Πάντσος Δημητριάδης.