Από τον εκτελεστή του δεύτερου μαζικότερου και μαφιόζικου εγκλήματος που διαπράχθηκε στα χρονικά της Κυπριακής Δημοκρατίας, στους περιβόητους «Ροζ Πάνθηρες» και τον γκάγκστερ Νετζατί που απέδρασε από τις Φυλακές, περιλαμβάνει η λίστα των τοπ καταζητούμενων που ψάχνει η Κύπρος μέσω της Ιντερπόλ.
Μια λίστα, η οποία απαρτίζεται από συνολικά εννέα άτομα, τα οποία διέπραξαν μερικά από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα στο νησί μας και οι οποίοι παραμένουν μέχρι στιγμής ασύλληπτοι.
Παρά τις προσπάθειες που έγιναν για τη σύλληψη τους, άλλοι παραμένουν άφαντοι μετά τη διάπραξη των εγκλημάτων, ενώ κάποιοι άλλοι βρήκαν καταφύγιο στα κατεχόμενα, τα οποία μονοπωλούν το ενδιαφέρον των εγκληματιών που θέλουν να αποφύγουν τη σύλληψη. Και αυτό, λόγω του ότι δύσκολα εντοπίζονται, ενώ δεν είναι αναγνωρισμένο κράτος και δεν υπάρχει η σχετική σύμβαση που προνοεί ανταλλαγή κρατουμένων. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, υπήρξαν ανταλλαγές υπόπτων, μέσω των Ηνωμένων Εθνών.
Στη λίστα των καταζητούμενων της Ιντερπόλ, βρίσκονται έξι πρόσωπα που φέρονται να εμπλέκονται σε υποθέσεις δολοφονιών, ο Νορβηγός πατέρας που είχε απαγάγει με γκανγκστερικό τρόπο την τετράχρονη κόρη του, Μαρί, καθώς και δύο μέλη της συμμορίας «Ροζ Πάνθηρες», που διέπραξαν τρεις καταδρομικές ληστείες σε Λεμεσό και Πάφο.
«Ισοβίτες» της λίστας της Ιντερπόλ θεωρούνται οι Παναγιώτης Νετζατί, Τουρκοκύπριος πράκτορας της ΜΙΤ που καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη τον Αύγουστο του 2007 και λίγους μήνες αργότερα κατάφερε και απέδρασε από τις Κεντρικές, και ο Hatjiali Emanet, Ertal που καταζητείται από το 1996 για την δολοφονία του Σολωμού Σολωμού.
Για την ίδια υπόθεση βρίσκονται ενώπιον Κακουργιοδικείου πέντε πρόσωπα, τα οποία αρνούνται τις κατηγορίες που τους απαγγέλθηκαν, με την διαδικασία να βρίσκεται σε εξέλιξη.
Όπως είχε αναφέρει στις Αρχές τότε ο 19χρονος, είχε μεταβεί το βράδυ εκείνης της μέρας με τους φίλους του σε παραλία στην Αγία Νάπα για να γιορτάσουν τα γενέθλια του ενός από αυτούς. Στη παραλία οι επτά συνάντησαν 21χρονο μαζί με άλλους τέσσερις Ινδούς φίλους του, ορισμένοι από τους οποίους ήταν γνωστοί στους επτά με τα ονόματα τους, ενώ κάποιους τους γνώριζαν εξ’ όψεως.
Ενώ διασκέδαζαν καταναλώνοντας αλκοόλ, σε κάποια στιγμή, αποφάσισαν να συνεχίσουν το γλέντι όλοι μαζί σε σπίτι κοινού τους φίλου στη περιοχή Περνέρας στον Πρωταρά.
Ωστόσο κατά τη διάρκεια της διασκέδασης, ένας από τους παραπονούμενους είχε έντονη λεκτική αντιπαράθεση με τον 21χρονο, πιθανώς λόγω μέθης και λίγο αργότερα έφυγαν όλοι από τη συγκεκριμένη οικία.
Συγκεκριμένα οι δύο από τους Ινδούς επιτέθηκαν με μαχαίρια σε 23χρονο και τον μαχαίρωσαν δύο φορές, ενώ οι άλλοι επιτέθηκαν σε τρία πρόσωπα με μαχαίρια και ρόπαλα και τα τραυμάτισαν.
Έκτοτε οι δύο ύποπτοι παραμένουν ασύλληπτοι.
Για την υπόθεση καταδικάστηκαν σε τέσσερις φορές συντρέχοντα ισόβια ο Μάριος Χριστοδούλου άλλως Μπένης, ο Παναγιώτης Πένταυκας, ο φρουρός του Φάνου Καλοψιδιώτη, Λόι Ντέγιαν και ο Χαράλαμπος Ανδρέου. Επίσης ποινές φυλάκισης επιβλήθηκαν σε άλλες δύο κοπέλες.
Υπενθυμίζεται ότι τον Ιούνιο του 2018, εκδόθηκε στην Κύπρο από τα Σκόπια, ένας 37χρονος, ο οποίος οδηγήθηκε ενώπιον Δικαστηρίου και τον περασμένο Απρίλιο, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων χρόνων.
Παναγιώτης Νετζατί
«Σκληρός» ο πράκτορας
Ανακρινόμενος ο Νετζατί μετά τη σύλληψη του από την Αστυνομία, εμφανιζόταν «σκληρός», αρνούμενος κάθε ανάμειξη στο ειδεχθές έγκλημα, ενώ ισχυριζόταν ότι δεν γνώριζε καν το θύμα και ότι ουδέποτε είχε συναντηθεί μαζί της.
Ωστόσο στη συνέχεια και μετά τα αποτελέσματα των επιστημονικών εξετάσεων που τον «κάρφωσαν», άρχισε να «πέφτει» σε ανμτιφάσεις μέχρι που τα παραδέχθηκε όλα.
Μέρος διαλόγου με ανακριτή:
– «Εντοπίστηκε μία τρίχα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου σου. Έβαλες καμιά κοπέλα ποτέ σου στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου; Όταν ρωτήθηκες την συγκεκριμένη ημέρα είπες ότι δεν έβαλες ποτέ σου κοπέλα στο πίσω μέρος.
– «Δεν θυμούμαι αν έβαλα ποτέ μου γυναίκα πίσω».
– «Επίσης σου υποβάλλω ότι η τρίχα που εντοπίστηκε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου κατά την έρευνα ταυτίζεται με το γενετικό υλικό με τα αντικείμενα που εντοπίστηκαν στην οικία της Janas Kovacovas.
– «Δεν θέλω να απαντήσω».
– «Στην πόρτα του οδηγού εντοπίστηκε ένα γυναικείο εσώρουχο χρώματος άσπρο με πράσινο, είπες μου ότι ήταν της φίλης σου της Κινέζας. Που είναι η Κινέζα;
– «Εν θέλω να απαντήσω σε τούτη την ερώτηση».
– «Πότε το άφησε στο αυτοκίνητο σου;»
– «Περίπου τρεις εβδομάδες είναι στο αυτοκίνητο μου».
– «Έχεις οποιοδήποτε λόγο για να μην απαντήσεις στην ερώτηση για το εσώρουχο της φίλης σου της Κινέζας; Γιατί δεν μου λες ποια είναι η Κινέζα;»
– «Το εσώρουχο είναι της Κινέζας αλλά δεν θέλω να σου πω, ποια είναι».
– «Σου υποβάλλω ότι στο εσώρουχο το οποίο λέεις ότι είναι της φίλης σου της Κινέζας, ταυτίζεται με τα αντικείμενα, δηλαδή με το γενετικό υλικό στα αντικείμενα που είχε η Jana Kovacova. Τι έχεις να πεις;
– «Αποκλείεται.»
– «Δεν αποκλείεται σου υποβάλλω ότι ταυτίζεται με τα αντικείμενα που εντοπίστηκαν στην οικία της με το εσώρουχο δηλαδή το γενετικό υλικό είναι ταυτόσημο.»
– «Δεν θέλω να απαντήσω».
Λίγες ημέρες αργότερα ο Νετζατί είχε εκμυστηρευθεί σε συγκρατούμενο του πως είχε σκοτώσει το θύμα. Του ανέφερε μεταξύ άλλων «Τζιαμέ που την έβαλα εν θα την έβρει κανένας».
Ως εκ τούτου, ο κατηγορούμενος κλήθηκε εκ νέου για κατάθεση στον τότε ανακριτή του ΤΑΕ Αμμοχώστου Γιώργο Οικονόμου, στον οποίο στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι απήγαγε, βίασε και σκότωσε το θύμα και ότι το έθαψε στη βιομηχανική περιοχή Ιδαλίου. O ανακριτής του επέστησε ξανά την προσοχή στο Νόμο και ο κατηγορούμενος του είπε: «Θέλω να σου πω όλη την αλήθεια για την υπόθεση που είμαι μέσα».
«Συνωμοσία της αστυνομίας» έλεγε ο πράκτορας και… «βασανιστήρια»
Βασικός άξονας της υπεράσπισης του Παναγιώτη Νετζατί κατά τη δίκη του, ήταν η θέση ότι η όλη υπόθεση εναντίον του αποτελεί συνωμοσία της Αστυνομίας, η οποία, για δικούς της σκοπούς – μεταξύ των οποίων «να του κλείσουν το στόμα», λόγω της συμμετοχής του σε επιχειρήσεις της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών – επεδίωξε να πετύχει καταδίκη του προβάλλοντας κατασκευασμένη μαρτυρία.
Ήταν προέκταση της θέσης αυτής, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος βρισκόταν καθ΄ όλο το χρόνο σύλληψης και κράτησής του υπό συνεχή ψυχολογική και σωματική πίεση, με αποτέλεσμα να ενεργεί υπό το κράτος φόβου και όπως η Αστυνομία του επέβαλλε.
Ο Νετζατί ισχυρίστηκε ότι όταν συνελήφθη για το φόνο στην Ποταμιά, οι αστυνομικοί αρχικά δεν του έλεγαν γιατί τον αναζητούσαν.
Τον μετέφεραν με αυτοκίνητο στον Αστυνομικό Σταθμό Πέρα Χωρίου και κατά τη διάρκεια της διαδρομής του έλεγαν «πού την έθαψες; Πού την έκρουσες;». Ο ίδιος απαντούσε «ποιό; Τι μου λέτε;».
Όταν μεταφέρθηκε στο Αρχηγείο της Αστυνομίας στη Λευκωσία τον επισκέφθηκαν δύο γνωστά του πρόσωπα, αστυνομικοί, οι οποίοι υπηρετούν στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών. Ο Κώστας Μιαμηλιώτης και ο Γιάννος Παπουτές. Του έλεγαν: «Παναγιώτη αν το έκαμες πε ότι έκαμες το, παραδέχτου δηλαδή και να σε βγάλουμε πελλό». Τον Μιαμηλιώτη τον γνωρίζει πολύ καιρό. Τόσο καλά που, και μεταφέρουμε αυτούσια τα λόγια του κατηγορούμενου: «αν έσιη κάποιο που με ξέρει με ξέρει εκείνος ο άνθρωπος και εγώ εκείνο. Μπορώ να σας πω ότι εγώ ξέρω πότε λέγει ψέματα εκείνος ο άνθρωπος και εκείνος εμένα».
Πάντως αν ισχύουν τα όσα μετέδιδαν τότε τα τουρκοκυπριακά μέσα τότε είναι ξεκάθαρο πως ο Παναγιώτης Νετζατί ήταν διπλός πράκτορας τόσο της ΜΙΤ όσο και της ΚΥΠ.
Περιγράφοντας τις συνθήκες κράτησης του από τις 22.8.06 και μετέπειτα, ο κατηγορούμενος κατέθεσε ότι οι αστυνομικοί τον απειλούσαν συνεχώς από την πρώτη στιγμή φοβερίζοντας τον «ότι να μου σπάζαν τα κόκκαλα μου» και λέγοντας του επίσης «θα πιω το αίμα σου», «που δαμέ δεν θα βγεις ζωντανός», «πουστότουρκο».
Οι απειλές ήταν καθημερινές, όπως και οι ανακρίσεις. Μεταφέρθηκε δέκα με δεκαπέντε περίπου φορές στα γραφεία του ΤΑΕ στο Παραλίμνι. Του έλεγαν συνεχώς ότι αν δεν παραδεχόταν θα τον σκοτώσουν.
Περιέγραψε στη συνέχεια δύο περιπτώσεις άγριου, κατ΄ ισχυρισμό του πάντα, ξυλοδαρμού του από την Αστυνομία.
Η πρώτη έλαβε χώρα μέσα στο αυτοκίνητο σε μία περίπτωση μεταφοράς του από τα κρατητήρια Παραλιμνίου και η δεύτερη – και πιο βάναυση-τρεις τέσσερις μέρες μετά, ήτοι το βράδυ της 4.9.06 και λίγο προτού μεταφερθεί στα γραφεία του ΤΑΕ Παραλιμνίου για ανάκριση.
Ήταν ουσιαστικός ο ισχυρισμός του ότι υπέγραψε τα αναφερόμενα στην πιο πάνω κατάθεση, έχοντας κακοποιηθεί άγρια προηγουμένως και υπό το κράτος φόβου για τη ζωή του.
Δέχθηκε ότι ουδέποτε παραπονέθηκε για τα βασανιστήρια που υπέστη, καθότι οι αστυνομικοί τον απειλούσαν να μην πει οτιδήποτε σε κανένα. Του έλεγαν ότι θα σκηνοθετούσαν απόδραση του και θα τον σκότωναν.
Ήταν επίσης κεντρικός άξονας των θέσεων του, όπως αυτές προβλήθηκαν κατά την κυρίως εξέταση του, ότι είναι η ίδια η Αστυνομία που τον οδήγησε στο χώρο ταφής του θύματος και ότι ουδέποτε ο ίδιος υπέδειξε οποιαδήποτε σκηνή.
Προέκταση της θέσης αυτής ήταν ότι οι αστυνομικοί τον εξανάγκαζαν να υπογράφει συνεχώς σε διάφορα έντυπα που του παρουσίαζαν και τα οποία είχαν συμπληρώσει προηγουμένως, χωρίς ποτέ ο ίδιος να γνωρίζει τι υπέγραφε ή να λέγει οτιδήποτε.
Ωστόσο το Δικαστήριο οι αναφορές του περί βασανιστηρίων και παρατυπιών είναι εκ των υστέρων σκέψεις και απέλπιδα προσπάθεια του να συγκαλύψει τα πραγματικά γεγονότα.
Hatjiali Emanet, Ertal
Για 23 ολόκληρα χρόνια καταζητείται από τις κυπριακές Αρχές ο 64χρονος Hatjiali Emanet, Ertal, ένας εκ των δύο δολοφόνων του ήρωα Σολωμού Σολωμού.
Εκείνο το μάυρο μεσημέρι της 14ης Ιουνίου 1996, ο Hatjiali μαζί με τον Κενάν Ακίν, εκτέλεσαν εν ψυχρώ τον Σολάκη, την ώρα που προσπάθησε να κατεβάσει την τουρκική σημαία από το οδόφραγμα Δερύνειας.
Ο Ακίν και ο Hatzjiali, εξακριβώθηκαν από την Αστυνομία ως τα πρόσωπα που εκτέλεσαν τον Σολωμού, ωστόσο το καθεστώς των κατεχομένων δεν τους παρέδωσε ποτέ για να δικαστούν για τη δολοφονία, όπως και στην περίπτωση του Παναγιώτη Νετζατί.
Αντίθετα, ο Ακίν διορίστηκε χρόνια αργότερα ως «υπουργός» Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ενώ ο Hatziali έφτασε στο αξίωμα του Αρχηγού Ειδικών Δυνάμεων.