Λόγω της ιδεολογίας των ιδρυτών της, η οργάνωση είχε έντονα αντισλαβικά και αντιδυτικά χαρακτηριστικά και η οργάνωση της βασίστηκε στη φιλοσοφία της “Οργάνωσης Θεσσαλονίκης” που είχε ιδρυθεί το 1906 από τον Σουλιώτη στη Θεσσαλονίκη για να βοηθηθεί οικονομικά ο Μακεδονικός Αγώνας. Η οργάνωση διέθετε συγκεκριμένο τυπικό μύησης για κάθε νέο μέλος που θύμιζε έντονα τη Φιλική εταιρία, αλλά δεν δεχόταν νέα μέλη χωρίς κριτήρια. Κάθε νέο μέλος όφειλε να είναι άτομο επιρροής που θα μπορούσε να βοηθήσει τους σκοπούς της οργάνωσης κινητοποιώντας Έλληνες ομογενείς.
Η οργάνωση διέθετε πλήρες σύστημα συλλογής πληροφοριών, αλλά και πλήρες σύστημα διαβίβασης εντολών στα μέλη της. Συνήθως τα τμήματα της οργάνωσης ήταν ανεξάρτητα μεταξύ τους για λόγους ασφαλείας και οι μυημένοι δεν γνώριζαν άλλους από αυτούς που τους είχαν μυήσει. Οι ιδρυτές της απέφυγαν τις σφραγίδες και τα έγγραφα και όταν ήταν απολύτως αναγκαίο υπέγραφαν είτε με τα αρχικά τους, είτε με έναν δικέφαλο αϊτό. Ανάμεσα στα πιο δραστήρια μέλη της συναντάμε τους: Α.Χ. Χαμουδόπουλο, Σπηλιωτόπουλο, Κομποθέκρα, Βατικιώτη, Ι. Ζαγοριανάκο, Γ. Σκαλιέρη, Γ. Μπούσιο, Γ. Καραβαγγέλη, Μ. Θεοτοκά, Χρύσανθο Τραπεζούντος, Δ. Δίγκα, Χ. Βαμβακά, Π. Κοσμίδη, Γ. Θεοχαρίδη. Μεταξύ των μελών της οργάνωσης υπήρχε αδελφική αλληλεγγύη, αφοσίωση και θυσία για το ιδανικό ενώ ο σημαντικότερος παράγων επιτυχίας ήταν φυσικά η εχεμύθεια.
Αθανάσιος Σουλιώτης – Νικολαΐδης |
Αλλά η σημαντικότερη υπηρεσία της οργάνωσης είναι ότι κατάφερε να εξαλείψει τους σφοδρούς πολιτικούς ανταγωνισμούς εντός του Πατριαρχείου μεταξύ οπαδών και εχθρών του πατριάρχη Ιωακείμ. Και αυτό το κατάφερε καθώς προς το τέλος της δράσης της, η οργάνωση διέθετε ως μέλη σχεδόν όλες τις σημαίνουσες προσωπικότητες του Ελληνισμού της Πόλης.
Στην κορύφωση της επιρροής της, η “Οργάνωση Κωνσταντινούπολης” διέθετε την πλειοψηφία των μελών του ανώτατου συμβουλίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σχεδόν όλοι οι διευθυντές και αρθρογράφοι των εφημερίδων της Κωνσταντινούπολης ήταν μέλη της, ενώ διέθετε δύο εβδομαδιαίες εφημερίδες την “Πολιτική επιθεώρηση” και την Γαλλόφωνη “Tribune des nationalites”. Με αυτό τον τρόπο η οργάνωση έλεγχε και κατηύθυνε κατά το δοκούν την Ελληνική κοινή γνώμη της Πόλης. Λόγω της σταθερής της εθνικής γραμμής η “Πολιτική Επιθεώρησις” παύτηκε από τις Οθωμανικές αρχές στις αρχές του 1912.
Σουλιώτης – Νικολαΐδης και Ίων Δραγούμης |
Η απόφαση της οργάνωσης για συνεργασία με τους Νεότουρκους δεν ήταν αντίθετη με τη γενικότερη πολιτική της Ελληνικής κυβέρνησης καθώς την εποχή εκείνη καταγράφονται πολλές προσπάθειες προσέγγισης και συνεννόησης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Γενικά η “Οργάνωση Κωνσταντινούπολης” υπήρξε συγκοινωνούν δοχείο με το Ελληνικό υπουργείο εξωτερικών και οι διαφοροποιήσεις της από την επίσημη Ελληνική πολιτική ήταν ανεπαίσθητες. Έτσι αποφασίστηκε η ειλικρινής συμμετοχή της οργάνωσης στις πρώτες οθωμανικές εκλογές του 1908.
Οι Νεότουρκοι όχι μόνο φαλκίδευσαν τον εκλογικό νόμο, αλλά και άσκησαν πιέσεις στους εκλογείς, έτσι οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εξέλεξαν μόλις 27 βουλευτές, ενώ κανονικά θα έπρεπε να εκπροσωπηθούν από διπλάσιους. Η “Οργάνωση Κωνσταντινούπολης” αντέδρασε δυναμικά και για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία της Ελληνικής παρουσίας στην Πόλη διοργανώθηκε μαζικό συλλαλητήριο διαμαρτυρίας ομογενών κατά των παραβάσεων του εκλογικού νόμου στο οποίο συμμετείχαν πάνω από 30.000 ομογενείς. Η οργάνωση πέτυχε να εκλέξει τα 2/3 των βουλευτών της ομογένειας από μέλη της και επέλεξε να συμπορευτεί με τους Νεότουρκους για ακόμη ένα χρόνο, στηρίζοντας τους στην καταστολή του κινήματος του Σουλτάνου στις 31 Μαρτίου 1909 και προσπαθώντας να αποκτήσει επιρροή και να δημιουργήσει ένα δίαυλο επικοινωνίας με τη νέα κατάσταση.
Ο Γεώργιος Μπούσιος (καθήμενος) ως βουλευτής της βουλής |
Η επιθετικότητα των Νεότουρκων προφανώς δεν διέφευγε της προσοχής της “Οργάνωσης Κωνσταντινούπολης” που κατάφερε να οργανώσει, να εμπνεύσει και να καθοδηγήσει τους Έλληνες βουλευτές της Οθωμανικής βουλής. Χάρις την Οργάνωση, οι Έλληνες βουλευτές που ήλεγχε προσέρχονταν πάντοτε ενημερωμένοι για τις εξελίξεις, με αποφασιστικότητα και σαφή κατεύθυνση για τις πρωτοβουλίες που όφειλαν να λάβουν.
Για τις πρωτοβουλίες τους ήταν ενημερωμένο το Πατριαρχείο που αντίστοιχα συντονιζόταν κάνοντας αντίστοιχες κινήσεις φανερώνοντας ένα αρραγές εθνικό μέτωπο εντός της Αυτοκρατορίας, ενώ και η Ελληνική κοινή γνώμη ήταν ενήμερη και στήριζε τις ενέργειες μέσω του Τύπου που βρισκόταν υπό την επιρροή της Οργάνωσης. Ο κορυφαίος εκφραστής της γραμμής της οργάνωσης εντός της Οθωμανικής βουλής υπήρξε κατεξοχήν ο Γεώργιος Μπούσιος, βουλευτής Σερβίων, που με την πύρινη αρθρογραφία του υπέρ της μεταμόρφωσης της Οθ. Αυτοκρατορίας σε Βυζαντινή, κίνησε την προσοχή των Αρχών που τελικά τον απέλασαν.
Η τελευταία προειδοποίηση της Οργάνωσης στους Νεότουρκους ήταν στις 12 Αυγούστου 1910 όταν δημοσιοποίησε υπόμνημα που περιείχε σειρά νομοθετημάτων που έπρεπε να ληφθούν υπέρ των Χριστιανικών εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας ώστε οι τελευταίες να επιβιώσουν. Το υπόμνημα παραδόθηκε από τους Έλληνες βουλευτές στη κυβέρνηση ενώ διαβάστηκε και εντός του βουλευτηρίου. Οι Νεότουρκοι όμως δεν άλλαξαν πολιτική και τότε η Οργάνωση στράφηκε οριστικά εναντίον τους. Η πρώτη της ενέργεια ήταν να έρθει σε συνεννόηση με την Τουρκική αντιπολίτευση εντός της Τουρκικής βουλής (κόμμα “Ένωση και Πρόοδος”) και να εξασφαλίσει γραπτώς τις υποσχέσεις της για απόλυτη ισοπολιτεία αν αναλάμβανε την εξουσία.
Η Οθωμανική βουλή του 1908 |
Ακολούθως, στα τέλη του 1910 και σε πλήρη αρμονία με την πολιτική του Εθνικού κέντρου, η Οργάνωση προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τους Βούλγαρους εντός της Αυτοκρατορίας που διέθεταν 5 βουλευτές. Η προσέγγιση ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς τις δύο κοινότητες χώριζαν μίση, εθνικοί και οικονομικοί αδυσώπητοι ανταγωνισμοί 7 δεκαετιών. Πρόσφατη ήταν η εθνοτική διαπάλη στο χώρο της Μακεδονίας με εκατέρωθεν δολοφονίες και ακρότητες, οπότε η προσέγγιση συνάντησε ισχυρές αντιστάσεις ακόμη και εντός της Οργάνωσης. Επίσης υπήρχε έντονη αντιπαράθεση μεταξύ Πατριαρχείου και Εξαρχίας που υποδαύλιζαν οι Τούρκοι. Όμως οι εξελίξεις και η εθνοκαθαρτική πολιτική των Νεότουρκων εξανάγκασαν την Ελληνική ομογένεια να συνεργαστεί με τις άλλες χριστιανικές εθνότητες της Αυτοκρατορίας για λόγους επιβίωσης και μόνο. Η νέα κατάσταση εγκαινιάστηκε την πρωτοχρονιά του 1911, όταν μετά από πρόσκληση των Ελλήνων Βουλευτών, γιόρτασαν από κοινού την έλευση του νέου έτους όλοι οι χριστιανοί βουλευτές της Αυτοκρατορίας συμπεριλαμβανομένων των Βουλγάρων.
Η πρωτοφανής αυτή προσέγγιση άλλαξε τις ισορροπίες τόσο εντός Αυτοκρατορίας όσο και διεθνώς. Ο Βουλγαρικός Τύπος περιείχε πλέον πολλά θετικά δημοσιεύματα για τους Έλληνες βουλευτές της Οθωμανικής βουλής που στις αγορεύσεις τους πλέον υπερασπίζονταν με θάρρος και τους Βουλγαρικούς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας. Επίσης, στις αρχές του 1911, Έλληνες βουλευτές προσήλθαν αυτοπροσώπως και έδειξαν ενδιαφέρον για τις διώξεις που υπέστησαν βουλγαρικοί πληθυσμοί στο Ιστίπ. Η κοινή συμπόρευση των Χριστιανικών εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας σφραγίστηκε με το κοινό τους υπόμνημα της 15ης Μαΐου 1911 που αφορούσε την εκπαίδευση και τη στράτευση των Χριστιανών εντός της Αυτοκρατορίας. Το υπόμνημα αρχικά κοινοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και χάρις τις ενέργειες της Οργάνωσης, ακολούθησαν ταυτόσημα υπομνήματα από τη Βουλγαρική Εξαρχία, το Αρμένικο Πατριαρχείο και άλλα θρησκευτικά κέντρα. Το πλέον σημαντικό είναι ότι όλα τα Χριστιανικά κέντρα με ανακοινώσεις τους τάσσονταν υπό την ηγεσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τη συνέχιση του Αγώνα υπέρ των Δικαίων των Χριστιανικών εθνοτήτων εντός Αυτοκρατορίας.
Οι εξελίξεις που ακολούθησαν είναι γνωστές και ραγδαίες: στις 3 Μαΐου 1912 υπογράφτηκε στη Σόφια η περίφημη ελληνοβουλγαρική συμμαχία που σφράγισε την – βραχεία – συμπόρευση των δύο εθνών προς τον Α΄ βαλκανικό πόλεμο.
Αναμφίβολα η “Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως” δημιουργήθηκε και έδρασε μέσα σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα εχθρικό με μικρά περιθώρια ελιγμών. Αυτό που οφείλουμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι η οργάνωση δεν παρέμεινε αγκυλωμένη στην ανατολική ιδεολογία των ιδρυτών της, είτε στις προγραμματικές τις δηλώσεις και σχέδια. Αντίθετα παρακολούθησε στενά τις εξελίξεις και μετέβαλλε την πολιτική της ανάλογα με αυτές. Έτσι λοιπόν, δεν έχουν αξία οι εύκολες κατηγορίες που έχουν ακουστεί κατά καιρούς για τους ιδρυτές της Οργάνωσης ότι ήταν πολιτικά αφελείς υποστηρίζοντας τους Νεότουρκους.Επίσης, η ηγεσία της Οργάνωσης προσπάθησε πάντοτε να συντονίζει την δράση της με το ελλαδικό κέντρο και τους σχεδιασμούς του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών. Στέγασε πολιτικά τον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης σε πολύ δύσκολες εποχές, τον κράτησε ενωμένο, οργανώνοντας τη δράση του και διασώζοντας το ελληνικό του πρόσημο.