Ουκρανός απέδρασε από τη Μαριούπολη με τα… πόδια: Η απίστευτη ιστορία 61χρονου που διηγείται το ακατόρθωτο

Κοινοποίηση:
ςεω

Ένας 61χρονος Ουκρανός ξέφυγε από την κόλαση της Μαριούπολης περπατώντας και έχει μια συγκλονιστική ιστορία να αφηγηθεί.

Ο Igor Pedin αποδείχθηκε «άτρωτος», καθώς κατάφερε, μέσα στη δίνη του πολέμου, να περπατήσει 225 χιλιόμετρα μακριά από το βομβαρδισμένο σπίτι του, κουβαλώντας τον σκύλο του και εφόδια βάρους 50 κιλών.

Η εξυπνάδα, το κουράγιο του και σίγουρα η πολλή τύχη του τον βοήθησαν να επιβιώσει και να αφηγηθεί την απίστευτη ιστορία του στον βρετανικό «Guardian».

Ο πρώην μάγειρας σε πλοία βρίσκεται πια ασφαλής στο Κίεβο, μαζί με το σκυλάκι του, ένα τεριέ, την εννιάχρονη «Ζου-ζου».

Όπως περιγράφει, πέρασε μέσα από στρατιωτικά κονβόι, από οργισμένους στρατιώτες έτοιμους να πυροβολήσουν τον οποιονδήποτε, νάρκες και κατεστραμμένες γέφυρες. Και, φυσικά, από σημεία ελέγχου του ρωσικού στρατού, κάποια από τα οποία ήταν υπό τη διοίκηση Τσετσένων μαχητών.

Το σκηνικό γύρω του ήταν γεμάτο βομβαρδισμένα και καμένα σπίτια και αυτοκίνητα, πτώματα, αλλά και επιζώντες με μόνιμα δάκρυα στα μάτια, για τους πολλούς δικούς τους που μόλις είχαν χάσει.

Η περιπέτειά του ξεκίνησε στις 20 Απριλίου, όταν οι Ρώσοι στρατιώτες άρχισαν να καταλαμβάνουν τη δική του γειτονιά, στην πολιορκούμενη Μαριούπολη.

Ήταν τέτοια η ιστορία του, που ένα από τα τελευταία βράδια, πριν φτάσει στον προορισμό του, μαζεύτηκαν γύρω του Ρώσοι στρατιώτες για να τον ακούσουν. Όταν τον άκουσαν, του γέμισαν τις τσέπες τσιγάρα για τον δρόμο και του ευχήθηκαν καλή τύχη…

«Με έβλεπαν σαν αλήτη, ήμουν ένα τίποτα για αυτούς. Βρώμικος, γεμάτος σκόνες από το σπίτι μου που βομβαρδίστηκε, έφυγα από τη γειτονιά μου και περπάτησα μέχρι που έφτασα στην εθνική οδό. Γύρισα πίσω και κοίταξα και, με αυτό που είδα, είπα στον εαυτό μου ότι αυτή ήταν η σωστή απόφαση. Τότε άκουσα ακόμα μια έκρηξη. Γύρισα, και άρχισα να περπατάω», αφηγείται στον δημοσιογράφο του «Guardian».

«Ας πιούμε… Σήμερα έθαψα τον γιο μου»

Πρώτος του προορισμός η μικρή πόλη Nikolske, 20 χιλιόμετρα μακριά. Όταν έφτασε στα πρώτα σπίτια, ήταν ήδη βράδυ και είχε πολύ κρύο.

«Είδα έναν άνδρα έξω από το σπίτι του. Μου είπε, νεαρέ, θέλεις να έρθεις και να πιεις μαζί μου. Σήμερα έθαψα τον γιο μου. Ας πιούμε στον γιο μου».

Ο ήρωας της ιστορίας είχε κόψει το ποτό εδώ και 15 χρόνια, αλλά αυτή τη φορά δεν μπορούσε να αρνηθεί. Ήπιε δύο ποτήρια βότκα, ενώ ο συνομιλητής του άδειασε το μπουκάλι.

«Μου είπε ότι οι Ρώσοι σκότωσαν τον 16χρονο γιο του στις 3 Μαρτίου, στη Μαριούπολη. Αυτός πέρασε εβδομάδες να τον ψάχνει, μέχρι που βρήκε τον τάφο του. Οι Ρώσοι του είπαν ότι αν θέλει τη σορό του, θα πρέπει να την ξεθάψει με τα χέρια του. Μου είπε ότι θέλει να πεθάνει, ότι θα αυτοκτονήσει».

Ο Pedin εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε στον καναπέ του συνομιλητή του. Ξύπνησε στις 6 το πρωί και άρχισε να περπατάει…

Αντιμέτωπος με τους Τσετσένους

Έξω από την πόλη έπεσε σε σημείο ελέγχου Τσετσένων. Μόλις τον είδαν, δύο από αυτούς ήρθαν κατά πάνω του. «Πού πας; Από πού έρχεσαι», τον ρώτησαν. Τότε εμφανίστηκε ο διοικητής τους. Κάτι είπε σε κάποιον στον ασύρματο και έπειτα εμφανίστηκε ένα μίνι βαν με τρεις μεγαλόσωμους ανθρώπους. Τον έβαλαν μέσα στο βαν και τον γύρισαν 2 χιλιόμετρα πίσω, στη Nikolske. Τον πήγαν σε ένα κτίριο, όπου υπήρχαν 40 περίπου άνθρωποι που περίμεναν.

Ο Pedin έδεσε τη Ζου-ζου έξω από το κτίριο και τον οδήγησαν στον δεύτερο όροφο. Εκεί ανακρίθηκε από έναν Ρώσο αξιωματικό.

«Με ρώτησε πού πήγαινα. Του είπα ψέματα. Του είπα ότι έχω στομαχικό έλκος και πρέπει να πάω οπωσδήποτε στη Ζαπορίζια, γιατί εκεί είχα πληρώσει για τη θεραπεία μου. Τότε μου είπαν να γδυθώ, γιατί ήθελαν να δουν αν έχω τατουάζ. Είδαν μια μελανιά στον ώμο μου και άρχισαν να μου φωνάζουν, ότι είναι από τη χρήση όπλου. “Πού είναι τα τατουάζ σου; Με κάνεις και βαριέμαι. Ίσως πρέπει να σε χτυπήσω”, μου είπε ο αξιωματικός. “Όπως επιθυμείτε, κύριε διοικητά”, του απάντησα»…

«Τότε με πήγαν σε ένα άλλο δωμάτιο, όπου βρίσκονταν τέσσερις γυναίκες με στρατιωτικά ρούχα και υπολογιστές. Μου πήραν τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα, με έβαλαν σε έναν τοίχο και πήραν φωτογραφίες», περιγράφει.

Με έγγραφο από τη «Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ»

Όλα όμως πήγαν καλά. Οι Ρώσοι τού έδωσαν ένα έγγραφο να έχει μαζί του από το αυτοαποκαλούμενο υπουργείο Εσωτερικών της επίσης αυτοαποκαλούμενης Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ και τον άφησαν να φύγει. Τσετσένοι μαχητές τον μετέφεραν με όχημα στην κοντινή πόλη Rozivka. «Στη διαδρομή παρατήρησα μεγάλες τρύπες που μόλις είχαν σκαφτεί στο έδαφος. Και λίγο πιο κάτω, σταυρούς. Σίγουρα, επρόκειτο για ομαδικούς τάφους».

Στη Rozivka, ο 61χρονος πέρασε εύκολα το σημείο ελέγχου, χάρη στο έγγραφο που του είχε δοθεί. Όταν έφτασε στο επόμενο χωριό, τη Verzhyna, ήταν ήδη βράδυ.

«Ξαφνικά πετάχτηκαν μπροστά μου έξι στρατιώτες με φακούς, τυφλώνοντάς με. Μου ούρλιαζαν να σηκώσω τα χέρια μου ψηλά. Μου έψαξαν τα πράγματα και με διέταξαν να τους ακολουθήσω. Βρισκόμασταν μέσα στο πολιτιστικό κέντρο του χωριού, που είχαν μετατρέψει σε στρατηγείο τους», θυμάται.

Εκεί, του έδωσαν φαγητό, κρέας σε κονσέρβα και σούπα και τον έβαλαν σε ένα μικρό δωμάτιο που είχε ένα κρεβάτι στη γωνία. Του είπαν ότι αν τον δουν να φεύγει το πρωί θα τον πυροβολούσαν -αλλά ότι θα τον άφηναν να φύγει αργότερα.

Ωστόσο, ο ίδιος αποφάσισε να φύγει την ώρα που κοιμόντουσαν οι στρατιώτες, περνώντας μάλιστα από δίπλα τους. Χαιρέτησε τον φρουρό σαν να μη συμβαίνει τίποτα και περπάτησε για ακόμη 14 ώρες, φτάνοντας σε ένα νέο σημείο ελέγχου. Οι στρατιώτες εκεί τον οδήγησαν σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, όπου θα μπορούσε να κοιμηθεί. Με την ανατολή του ήλιου την επόμενη ημέρα ξεκίνησε πάλι να περπατάει.

«Συνάντησα έναν άνδρα, γύρω στα 60. Με ρώτησε από πού είμαι, του απάντησα από τη Μαριούπολη. Τότε φώναξε τη γυναίκα του και έφερε φαγητό. Μου έδωσε μια σακούλα με ψωμί, κρεμμύδι, χοιρινό και αγγούρι. Επέμεναν», περιγράφει.

Σκαρφαλώνοντας στην κατεστραμμένη γέφυρα μαζί με τον σκύλο

Μέχρι τώρα, ο 61χρονος Ουκρανός είχε ήδη εξαντληθεί, ενώ δεν είχε συναντήσει ακόμα το μεγαλύτερο εμπόδιο. Η γέφυρα μπροστά του είχε καταστραφεί και στη θέση της υπήρχε ένας «γκρεμός» βάθους 30 μέτρων.

«Μπορείς να ξεγελάσεις τους ανθρώπους, αλλά όχι μια κατεστραμμένη γέφυρα», λέει στον δημοσιογράφο του «Guardian».

Σημεία του μεταλλικού σκελετού της γέφυρας είχαν παραμείνει άθικτα, ωστόσο. Ο άνδρας έδεσε τον σκύλο του στην τσάντα και, σκαρφαλώνοντας, κατάφερε να την περάσει. Με μια λάθος κίνηση θα έπεφτε στον γκρεμό και θα σκοτώνονταν και οι δύο. «Μόλις έφτασα στην άλλη πλευρά ούρλιαξα, τα καταφέραμε», θυμάται.

Υστερα από λίγο έφτασε στο επόμενο σημείο ελέγχου. Ο στρατιώτης απαίτησε να μάθει ποιος άλλος ήταν μαζί του. «Μόνο τον σκύλο μου έχω», απάντησε. Τότε, τον ρώτησε πώς κατάφερε να περάσει από τη γέφυρα…

Είχε πια νυχτώσει. Ο στρατιώτης του είπε ότι θα μπορούσε να κοιμηθεί στην καρότσα ενός βαν, το οποίο είχε χτυπηθεί από το ουκρανικό πυροβολικό.

Η περιπέτεια του Pedin ήταν αυτό ακριβώς που χρειάζονταν οι στρατιώτες, οι οποίοι βαριόντουσαν… Γύρω του μαζεύτηκαν πέντε, για να τον ακούσουν. Τον συμπάθησαν τόσο, που ο ένας του είπε ότι θέλει να κρατήσει επαφή μαζί του και μετά τον πόλεμο. «Δεν είχα κάτι να απαντήσω σε αυτό», σχολιάζει ο 61χρονος…

Μέσα από τη «διαδρομή των λαθρέμπορων»

Το επόμενο πρωί οι στρατιώτες του είπαν ότι δεν του επέτρεπαν να προχωρήσει προς τη Ζαπορίζια, αλλά ότι θα έπρεπε να επιλέξει ή να γυρίσει πίσω, ή να κινηθεί νότια, προς την πόλη Tokmak. Αποφάσισε το δεύτερο, αλλά μπροστά του είδε δύο μεγάλους λόφους…

«Το σκυλί δεν μπορούσε να τους ανέβει. Έπρεπε να πάω από τον δρόμο με την τσάντα μου, να την αφήσω, και μετά να επιστρέψω και να πάρω το σκυλί στα χέρια μου και να το κουβαλήσω», αναφέρει. Τότε είπα στο σκυλί: «Εάν δεν περπατήσεις, θα πεθάνουμε και οι δύο, πρέπει να περπατήσεις». Ο σκύλος… κατάλαβε. Και περπάτησε μέχρι τον επόμενο λόφο.

Έφτασε στο μικρό χωριό Tarasivka. «Είδα το κεφάλι ενός άνδρα να με κοιτάζει από ένα παράθυρο και του φώναξα. Του έδωσα μερικά από τα τσιγάρα που μου είχαν δώσει οι στρατιώτες. Μου είπε ότι ο μόνος δρόμος για τη Ζαπορίζια ήταν μέσω μονοπατιών και μέσα από ένα φράγμα, κι ότι έπρεπε να ακολουθήσω τη λεγόμενη διαδρομή των λαθρεμπόρων», περιγράφει.

Αυτό και έκανε. Μετά το φράγμα, όμως, υπήρχε μια διασταύρωση και δεν είχε ιδέα πού να πάει. Αλλά και πάλι, η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς…

«Εμφανίστηκε ένα φορτηγό. Φώναξα, ”είμαι από τη Μαριούπολη”. Το φορτηγό σταμάτησε και με πήρε. Ταξιδεύαμε για δύο ώρες μέσα από μικρούς δρόμους. Μόνος μου, δεν θα έβρισκα ποτέ τον δρόμο. Δεν μιλούσαμε καθόλου με τον οδηγό στη διαδρομή. Στα σημεία ελέγχου, έλεγε κάτι στους στρατιώτες της Δημοκρατίας του Ντονέτσκ και μας άφηναν πάντα να περάσουμε».

Το σκηνικό αλλάζει. Μπροστά του, ο Pedin βλέπει για πρώτη φορά μια σημαία της πατρίδας του, της Ουκρανίας, και το επόμενο σημείο ελέγχου διοικείται από τους συμπατριώτες του.

«Ο οδηγός με άφησε στο κέντρο της Ζαπορίζια, σε ένα κέντρο με εθελοντές αλληλεγγύης. Δεν μου μίλησε καθόλου σε όλη τη διαδρομή. Πριν με αφήσει, μου έδωσε 1.000 γρίβνα (περίπου 40 ευρώ) και μου ευχήθηκε καλή τύχη. Καταλάβαινε τα πάντα, αλλά τι υπήρχε να πούμε»…, αναφέρει ο Pedin.

Στο καμπ των εθελοντών, μια γυναίκα τον ρώτησε αν χρειάζεται βοήθεια. Ο Pedin σάστισε για λίγα δευτερόλεπτα. «Ναι», της απάντησε τελικά.

«Η γυναίκα με ρώτησε ”από πού έρχεσαι”. Από τη Μαριούπολη, της είπα. Αυτή ούρλιαξε, “Μαριούπολη”. Άρχισε να το φωνάζει σε όλους εκεί, “αυτός ο άνδρας ήρθε από τη Μαριούπολη με τα πόδια”. Όλοι σταμάτησαν ό,τι έκαναν και ήρθαν γύρω μου. Υποθέτω ότι αυτή ήταν η στιγμή της… δόξας μου», κλείνει σεμνά την αφήγησή του.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ:

1 Comment

  1. Καλή η ιστορία του αλλά δεν έχει δράκο.
    Η γνωστή προπαγάνδα Οι κακοί Ρώσοι οι καλοί νεοναζί του ναρκωμανή Ζελένσκι.

Comments are closed.