Το 1950, λίγα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το υπουργείο Στρατιωτικών της Μεγάλης Βρετανίας έκανε μια μικρή διόρθωση στους επιτελικούς του χάρτες. Στο φύλλο για την έρημο Σαχάρα πρόσθεσε μια μικρή κουκκίδα. Μια κουκκίδα με την επιγραφή «Μπάρα Αντρία», που στα αραβικά σημαίνει το «βουνό του Αντρέα»…
Τα Μετόχια Φρατζεσκιανά είναι ένα μικρό υπέροχο γραφικό χωριό 12 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από το Ρέθυμνο. Ζωσμένο από ελιές και αμπέλια, ανάμεσα σε ψηλά βουνά και ποτάμια, λες και κάποιο θεϊκό χέρι φύτεψε το χωριουδάκι στην πιο όμορφη γωνιά του νησιού. Από αυτό το χωριό ξεκινάει η περιπέτεια του Ανδρέα Κατζουράκη. Ήταν δεν ήταν 13 χρόνων το 1930, όταν η ανάγκη χρημάτων και η φτώχεια τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τον τόπο του. Σαν ένας μικρός Οδυσσέας, έφυγε με την καρδιά του μαύρη που άφηνε την Κρήτη για να πάει στην Ιθάκη του και να αναζητήσει την τύχη του στο πλευρό του μεγαλύτερου αδερφού του στη Λιβύη.
Για δέκα χρόνια, μέχρι να ξεσπάσει ο πόλεμος, δούλεψε σκληρά και δημιούργησε δικές του μικρές επιχειρήσεις. Οι κόποι του σιγά – σιγά άρχισαν να αποδίδουν καρπούς. Εκείνο το διάστημα οι Ιταλοί είχαν καταλάβει τη Λιβύη και προετοίμαζαν το έδαφος για το μέτωπο της Βορείου Αφρικής, γι’ αυτούς και τους συμμάχους τους, τους Γερμανούς.
Στη Λιβύη τον βρήκε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Δεν το σκέφτηκε και πολύ. Παράτησε τις δουλειές και το εμπόριο που είχε αρχίσει να ασχολείται και αποφάσισε να πολεμήσει στο πλευρό των συμμάχων. Λίγους μήνες μετά, τα κατορθώματά του έκαναν το όνομά του θρύλο ανάμεσα σε Άγγλους και σε Λίβυους. Όταν οι δυνάμεις του Άξονα και κυρίως οι Ιταλοί άκουγαν το «Αντρία της Σαχάρας» άφριζαν από το κακό τους για τα τόσα χουνέρια που τους είχε κάνει. Στην πραγματικότητα το όνομά του τους προκαλούσε τρόμο.
Ο Αντρία της Ερήμου
Την ημέρα ο ήλιος λες και αγγίζει την έρημο. Πυρώνει την άμμο στη Σαχάρα. Οι θερμοκρασίες ξεπερνούν τους 50 βαθμούς. Τη νύχτα, σαν γυρνάει η άλλη πλευρά του φεγγαριού, τα πάντα παγώνουν. Λίγοι καταφέρνουν να επιβιώσουν στις συνθήκες αυτές και μόνο ελάχιστοι μοιάζει να νιώθουν άνετα. Η έρημος της Σαχάρας είναι η μεγαλύτερη έρημος στη Γη. Χαώδης, τρομακτική και μυστηριώδης για όλο τον κόσμο.
Για τον Αντρέα Κατζουράκη, όμως, ήταν το δεύτερο σπίτι του. Ήξερε κάθε αμμόλοφο, κάθε κόκκο άμμου, γνώριζε πού βρισκόντουσαν οι οάσεις και ποια μονοπάτια δεν πρέπει να πάρεις με τα πόδια εάν δεν θες να πεθάνεις. Ακόμη και όταν φυσούσε δαιμονισμένα ο καυτός άνεμος Κίμπλι, ο Αντρέας ήξερε τι πρέπει να κάνει για να μη χάσει τον προσανατολισμό του μέσα στην αμμοθύελλα. Η Σαχάρα και οι άνθρωποί της ήταν το σπίτι του. Μόλις ο πόλεμος τελείωσε, ο «τρελός της ερήμου», όπως τον αποκαλούσαν συχνά οι Εγγλέζοι, παρέμεινε στη Λιβύη και μεγαλούργησε.
Η κρητική καρδιά του δεν άντεχε καμία αδικία στη ζωή του και γι’ αυτό οι ντόπιοι τον λάτρεψαν σαν θεό. Άνθρωπος υπερήφανος, δούλεψε πολύ και ήταν εκ των επιφανέστερων μελών της ελληνικής κοινότητας στη Βεγγάζη. Γύρισε ύστερα από 53 χρόνια ξενιτιάς στην αγαπημένη του Κρήτη και το 1983 αναπαύτηκε στο ευλογημένο χώμα της. Έζησε μια ζωή γεμάτη περιπέτεια που λίγοι άνθρωποι έχουν βιώσει. Τις περιπέτειές του τις έγραφε σε πρώτο πρόσωπο σε ένα μικρό ημερολόγιο που κουβαλούσε πάντα μαζί του. Πολλές τις έλεγε σαν παραμυθάκι χρόνια μετά, στα δυο του λατρεμένα παιδιά, τη Μαρία και τον Στέλιο.
Ένας “τρελοκρητικός” κατά των Ιταλών
Οι Ιταλοί κατακτητές συμπεριφέρονταν με τον χειρότερο τρόπο στον ντόπιο πληθυσμό. Δολοφονίες, εκτελέσεις, διωγμοί, βασανιστήρια για να κάμψουν το ηθικό του.
«Στη Λιβύη», γράφει στο ημερολόγιό του ο Ανδρέας, «ήταν δύσκολο να βρεις φίλους. Όμως όταν έκανες κάποιον φίλο, ήξερες ότι θα ήταν φίλος σου για πάντα. Οι Άραβες της Λιβύης και προπαντός εκείνοι της Ζουεντίνας, μας φέρονταν φιλικά και μας αγαπούσαν. Ο αδερφός μου εφοδίαζε και εξυπηρετούσε συνέχεια τους αντάρτες στον αγώνα τους κατά των Ιταλών. Άλλες πάλι φορές και εγώ και ο αδερφός μου μπαίναμε στη μέση για να σταματήσουν οι αγριότητες των Ιταλών κατά των Αράβων. Η συμπεριφορά μας δημιούργησε ισχυρούς δεσμούς με τους ντόπιους». Το 1940 βρήκε τον Ανδρέα στην περιοχή της Κούρφας στη μέση της ερήμου. Εκεί οι Ιταλοί διατηρούσαν φρούριο και μάλιστα η δύναμη της φρουράς ήταν καθαρόαιμα μέλη του φασιστικού κόμματος του Μουσολίνι.
Ο ατρόμητος τρελοκρητικός δεν λογάριαζε τίποτε και όταν οι νίκες των Ελλήνων στο αλβανικό μέτωπο διαδέχονταν η μία την άλλη, ο Ανδρέας απροκάλυπτα πανηγύριζε γεμάτος ενθουσιασμό. Οι Ιταλοί τον έβαλαν στο μάτι, ενώ οι ντόπιοι αγάπησαν τον ατρόμητο αυτόν Ριγρίγ (Έλληνα) ακόμη περισσότερο.
Στις 9 Δεκεμβρίου του 1940 τον συλλαμβάνουν και ανήμερα των Χριστουγέννων του ανακοινώνουν ότι θα εκτελεστεί στη Βεγγάζη. Η μεταφορά του από την Κούρφα στη Βεγγάζη όμως δεν έγινε οδικώς, αφού οι Ιταλοί φοβόντουσαν ότι οι ντόπιοι για να απελευθερώσουν τον Κατζουράκη θα έστηναν ενέδρα καταμεσής της ερήμου στην αυτοκινητοπομπή που τον μετέφερε. Έστειλαν ένα στρατιωτικό αεροπλάνο τύπου Savoia και με συνοδεία 60 στρατιωτών τον μετέφεραν στη Βεγγάζη.
«Εκεί μας πήγαν σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων. Βρήκα τον αδερφό μου αλλά και πολλούς άλλους Έλληνες. Κρητικούς και Δωδεκανήσιους. Σφιχταγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και το ρίξαμε στο γλέντι. Οι Ιταλοί φρουροί απορούσαν πού βρίσκαμε το κουράγιο. Σε λίγες ημέρες θα μας εκτελούσαν και εμείς γλεντούσαμε. Εντελώς ξαφνικά το σκηνικό ανατράπηκε. Είχε φτάσει ο Φλεβάρης του 1941 και ένα πρωινό οι Ιταλοί εγκατέλειψαν το στρατόπεδο.
Οι Σύμμαχοι είχαν αποβιβαστεί στη Βόρεια Αφρική και προχωρούσαν προς τα μέρη μας. Το στρατόπεδο ήταν άδειο».
Ο Ανδρέας ανέλαβε αμέσως τη διοίκηση του στρατοπέδου. Άνοιξε τις αποθήκες και μοίρασε τα όπλα, οργάνωσε επιμελητείες και σκοπιές: «Το τρίτο βράδυ ακούστηκαν δυνατά χτυπήματα σε μια από τις δύο πόρτες του στρατοπέδου. Ήταν περίπου 50 Ιταλοί στρατιώτες με έναν αξιωματικό, απομεινάρια της μάχης της Ζουεντίνα. Βγαίνω έξω από την πύλη μόνος μου. Φοράω ένα αγγλικό στρατιωτικό σορτσάκι και έναν μπερέ. Είμαι ντυμένος σαν Γκαρίτ (πληρώματα τεθωρακισμένων στη Βόρεια Αφρική). Με πλησιάζει ο αξιωματικός. Με ρωτάει τι κυβέρνηση έχουμε. Του λέω δυστυχώς για εσάς έχουμε συμμαχική κυβέρνηση. Παραδοθείτε, δώστε μας τα όπλα σας και θα σας αφήσουμε να μπείτε μέσα να ξεκουραστείτε και να φάτε. Αιφνιδιάστηκαν και κοίταζαν ο ένας τον άλλο. Χωρίς να χάσω ευκαιρία φωνάζω μια διμοιρία δικών μας από το στρατόπεδο και με τα όπλα στο χέρι τους αφοπλίζουμε ήρεμα».
Όμως η τύχη είχε άλλα σχέδια για τον Κρητικό των 180 εκατοστών και των 120 κιλών, που όταν έτρεχε πάνω στην άμμο ξεπερνούσε ένα πρόβατο σε ταχύτητα. Την επόμενη μέρα το 85ο σύνταγμα πεζικού των Ιταλών πλησίαζε το στρατόπεδο μέσα σε ένα σύννεφο άμμου. Ταραχή και πανικός για τις χιλιάδες που πλησίαζαν. Μέσα στο στρατόπεδο υπήρχαν, εκτός από τους 50 Ιταλούς αιχμαλώτους, άλλοι 180 Έλληνες, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν ήξεραν πώς να πυροβολήσουν:
«Κάτι έπρεπε να κάνω προτού καταλάβουν οι Ιταλοί ότι ήμασταν άοπλοι και ακίνδυνοι. Βάζω ένα πιστόλι στη μέση και βγαίνω έξω από τις πύλες και περιμένω τους Ιταλούς. Επικεφαλής τους είναι ο στρατηγός Μπόμπι. Δεν φορούσα γαλόνια, αλλά παρίστανα τον αξιωματικό. Αποφάσισα να τα παίξω όλα για όλα. Τζενεράλε, λέω στον Μπόμπι, έρχομαι εκ μέρους του αρχηγού του στρατοπέδου. Σας διαβεβαιώνω ότι μόλις γυρίσω την πλάτη μου θα σας θερίσουν με τα πολυβόλα. Το καθήκον σας το κάνατε. Η δύναμή μας είναι τεράστια. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Οι Ιταλοί πετούσαν στα πόδια μου τα όπλα τους. Η μπλόφα μου πέτυχε».
Συνολικά ο Κατζουράκης με 100 μόνο Έλληνες αιχμαλώτισε χωρίς να πέσει ούτε ντουφεκιά 7.000 Ιταλούς. Τους πήγε στις γραμμές των συμμάχων. Οι Άγγλοι και οι Αυστραλοί έτριβαν τα μάτια τους.
Μια άλλη απίστευτη στιγμή για τον τρελό της ερήμου ήταν λίγο έξω από το Τομπρούκ. Τα «Άφρικα Κορπς» κυνηγούσαν μια ομάδα 60 συμμάχων φαντάρων μέσα στην καυτή έρημο, κάτω από έναν ήλιο που έλιωνε σίδερα.
Έπρεπε να φτάσουν το συντομότερο στις γραμμές των Άγγλων για να σωθούν. Οι Γερμανοί όμως τους πλησίαζαν κάθε στιγμή. Ο Κατζουράκης δεν το σκέφτηκε πολύ:
«Είχα μια ιταλική Μπερέτα. Πήδηξα κάτω από το τελευταίο φορτηγό και κρύφτηκα στο πλάι του δρόμου στη μέση της ερήμου πίσω από μικρή πέτρινη κολόνα που χρησίμευε σαν χιλιομετροδείκτης. Πρόλαβα να μετρήσω 11 Γερμανούς μοτοσυκλετιστές που προπορεύονταν. ‘‘Τι είναι μια ζωή μπροστά σε 60;’’ σκέφτηκα. Άδειασα την πρώτη γεμιστήρα μου πάνω τους. Πέντε νεκροί. Τη στιγμή που άλλαζα γεμιστήρα, οι υπόλοιποι έξι έκαναν μεταβολή και γύρισαν να ειδοποιήσουν το υπόλοιπο σώμα ότι έπεσαν σε μεγάλη ενέδρα. Έβαλα φτερά στα πόδια μόλις έκαναν πίσω και έτρεξα στους δικούς μου που συνέχιζαν. Τους πρόλαβα μέσα από παράδρομους και έκοβα δρόμο μέσα από σημεία της ερήμου που γνώριζα πολύ καλά…».
Αυτά που διαβάσατε είναι ορισμένα αποσπάσματα από την περιπετειώδη ζωή του Ανδρέα Κατζουράκη και τη συνεισφορά του στο πλευρό των συμμάχων. Μόλις ο πόλεμος τελείωσε ο Ανδρέας συνέχισε το εμπόριο χουρμάδων και δερμάτινων που είχε αφήσει στη μέση. Οι Λίβυοι για να τον τιμήσουν έδωσαν το όνομά του σε βουνά και σε λαγκάδια, ενώ ο δρόμος 1.500 χιλιομέτρων από την Αγκεντάμπα έως την Κούρφα στη μέση της ερήμου, που ο ίδιος χάραξε, ονομάστηκε Ταρίγκ Αντρία, ο δρόμος του Ανδρέα.
Ο Ανδρέας Κατζουράκης γνώριζε τις διαλέκτους, τα ήθη και τα έθιμα όλων των φυλών. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τον καλούσαν στα χωριά τους να επιλύσει εκείνος σαν ένας άτυπος δικαστής τις όποιες διαφορές τους. Ακόμη και ο βασιλιάς της Λιβύης, ο Ιντρίς Ελ Αλουάλ, του ανέθεσε τη μεταφορά των οστών του πατέρα του από την Κούρφα στη Βεγγάζη.
Επίσης το 1972 με το νέο καθεστώς, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας του Καντάφι, ο Μουμπάρακ Γιουνές, του ζήτησε εκ μέρους της «λαϊκής κυβέρνησης» να βοηθήσει στη χάραξη του δρόμου που θα συνέδεε τα παράλια της Λιβύης με τις οάσεις στην ενδοχώρα. Ο Αντρέας ήταν ίσως ο μοναδικός άνθρωπος που γνώριζε τη διαδρομή που δεν σκεπάζεται ποτέ από άμμο, όταν φυσά δαιμονισμένα ο αναθεματισμένος άνεμος Κίμπλι.
Καλοκαίρι 1982. Το τελευταίο καλοκαίρι πριν πεθάνει ο Ανδρέας Κατζουράκης
Καθόταν ήρεμος στην αυλή του σπιτιού του, στο αγαπημένο του χωριό. Απ’ έξω όλα τα παιδάκια έπαιζαν πόλεμο και κρυφτό στην πλατεία. Ένα 12χρονο παιδάκι, κατακόκκινο από το παιχνίδι, τρέχει να κρυφτεί. Μπαίνει κατά λάθος στην ανοιχτή είσοδο της αυλής του σπιτιού του Κατζουράκη. Πέφτει πάνω του. Εκείνος δεν του λέει τίποτε, αλλά συνεχίζει καλοκάγαθα να χαμογελάει. Απολάμβανε να ακούει τις παιδικές φωνούλες και να αναπολεί τις περιπέτειες της ζωής του.
Το παιδάκι ψελλίζει «Συγγνώμη, θείο Ανδρέα» και βγαίνει από την αυλή τρέχοντας. Συναντάει τον γιο του Ανδρέα, τον Στέλιο, που αν και μεγαλύτερός του, έκαναν παρέα. Ήταν μάλιστα και ξαδέρφια. Ο Στέλιος ήταν δεν ήταν τότε 15 χρόνων. «Είδα τον μπαμπά σου, και μάλλον τον ενόχλησα, όπως πήγα να κρυφτώ», του λέει λαχανιασμένο από το παιχνίδι.
Ο Στέλιος χαμογελάει και υπερήφανα απαντάει: «Και πού να τον έβλεπες νεότερο. Έτρεχε τόσο γρήγορα που έσκαγε καμήλα, σημάδευε τόσο καλά που πετύχαινε λαγό εν κινήσει στα δύο χιλιόμετρα και χρειάζονταν πέντε άνδρες μαζί για να τον κερδίσουν στην πάλη. Αυτός είναι ο πατέρας μου…».
* Το 2006 ο Στέλιος συγκέντρωσε όλο αυτό το υλικό και σαν φόρο τιμής στον αγαπημένο του πατέρα το έκανε βιβλίο: «Ο Αντρία της Σαχάρα» (εκδόσεις Ακρίτας).