Η κλήση προς την αστυνομία της Μελβούρνης πραγματοποιήθηκε λίγο πριν από την παραμονή των Χριστουγέννων του 1974. Η Ιντερπόλ είχε λόγους να πιστεύει ότι ο Λόρδος Λούκαν (Lord Lucan) βρισκόταν στην Αυστραλία και η Μελβούρνη πίστευε ότι είχε στα χέρια της αυτόν που καταζητούσαν.
Ο Λόρδος Λούκαν είχε εξαφανιστεί δύο εβδομάδες πριν τον Στόουνχαουζ (φωτό) στις 7 Νοεμβρίου, τη νύχτα που η νταντά των παιδιών του, Σάντρα Ρίβετ, σκοτώθηκε από χτύπημα με μεταλλικό σωλήνα στο πρώην σπίτι της οικογένειάς του. Η κυρία Λούκαν δέχτηκε επίσης επίθεση.
Ο Λούκαν, ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν ο δράστης, ήταν μια απίστευτα διάσημη προσωπικότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο εκείνη την εποχή, γνωστός για τον πολυτελή τρόπο ζωής και το ακριβό γούστο του. Το ενδιαφέρον για να τον βρουν ήταν τεράστιο.
Έτσι, όταν η αστυνομία στη Μελβούρνη έμαθε για έναν ωραίο, ευφραδή Άγγλο που μεταφέρει μεγάλα χρηματικά ποσά σε τραπεζικό λογαριασμό από το εξωτερικό, σήμανε συναγερμός. Η αστυνομία εισέβαλε στη διεύθυνση του άνδρα και τον ανάγκασε να κατεβάσει το παντελόνι του, επειδή ο Λούκαν είχε μια ουλή έξι ιντσών στο δεξιό του μηρό.
Δεν υπήρχε ουλή και ο ευφραδής Άγγλος δεν ήταν ο Λόρδος Λούκαν. Ήταν ο Τζον Στόουνχαουζ, ο 48χρονος Βρετανός βουλευτής και πρώην Υπουργός των Εργατικών, του οποίου η ιστορία ήταν εξίσου σαγηνευτική με αυτή του αγνοούμενου ευγενή και είχε ενοχλητικές συνέπειες για τη Βρετανική κυβέρνηση.
Συνελήφθη και ανακρίθηκε και η ιστορία του γρήγορα άρχισε να ξετυλίγεται καθώς η αστυνομία ανακάλυψε ότι είχε μπει στη χώρα με ψεύτικο διαβατήριο. Σύντομα βρέθηκε στο δικαστήριο όπου αποκαλύφθηκε η πραγματική του ταυτότητα.
Άγνωστα προηγουμένως έγγραφα που δόθηκαν στην δημοσιότητα το 2005 από τα Εθνικά Αρχεία στο Kew του δυτικού Λονδίνου, έριξαν νέο φως στην απίθανη ιστορία του άντρα που ήθελε να γίνει πρωθυπουργός, αλλά κατέληξε να σκηνοθετήσει τον θάνατό του, κλέβοντας την ταυτότητα ενός νεκρού ψηφοφόρου και έγινε αιτία διπλωματικής αντιπαράθεσης μεταξύ Λονδίνου και Σίδνεϊ.
Τα έγγραφα, τα οποία, σύμφωνα με τον νόμο, ήταν προηγουμένως απόρρητα για 30 χρόνια, αποκαλύπτουν πώς οι Βρετανοί διπλωμάτες που εργάζονταν για την κυβέρνηση των Εργατικών του Χάρολντ Γουίλσον έλαβαν μια εμπιστευτική ψυχιατρική έκθεση για τον Στόουνχαουζ την περίοδο που αυτός πολεμούσε εναντίον της έκδοσής του για απάτη.
Το μυστήριο είχε ξεκινήσει σε μια παραλία της Φλόριντα περίπου 10.000 μίλια μακριά από τη Μελβούρνη, 34 ημέρες πριν την τυχαία ανακάλυψη του Στόουνχαουζ από ντετέκτιβ που αναζητούσαν τον Λόρδο Λούκαν.
Σχεδίαζε να σκηνοθετήσει τον θάνατό του, προτού πάρει την ταυτότητα του Joseph Markham, του νεκρού συζύγου μιας ψηφοφόρου, και εξαφανιστεί.
Πέρασε μήνες σχεδιάζοντάς το και στις 20 Νοεμβρίου 1974, κάνοντας χωρίστρα στην μέση τα μαλλιά του και φορώντας χοντρά γυαλιά, άφησε μια στοίβα ρούχα σε μια παραλία της Φλόριντα και εξαφανίστηκε.
Παρά την απουσία πτώματος και τις υποψίες του FBI ότι ο Βρετανός πολιτικός, πρώην Υπουργός Αεροπλοΐας, του οποίου η υπερχρεωμένη επιχειρηματική αυτοκρατορία εκτεινόταν σε 23 ξεχωριστές εταιρείες, έπεσε θύμα χτυπήματος της Μαφίας (φωτό), έγινε γρήγορα αποδεκτό ότι ο Στόουνχαουζ αυτοκτόνησε.
Για την κυβέρνηση του Γουίλσον, που αγωνιζόταν να αντιμετωπίσει μια οικονομία που όδευε προς την κατάρρευση καθώς έμπαινε στο 1975, υπήρχαν πιο πιεστικά ζητήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Στη Βουλή των Κοινοτήτων, πραγματοποιήθηκε ενός λεπτού σιγή για την απώλεια του αξιότιμου βουλευτή από το Βόρειο Ουόλσολ (Walsall North).
Η ιδέα ότι ο Στόουνχαουζ σκηνοθέτησε τον θάνατό του, αφήνοντας τα ρούχα του σε μια παραλία για να αρχίσει μια καινούργια ζωή, δεν απασχόλησε πολύ το Ουάιτχολ (Whitehall -δρόμος του Λονδίνου όπου βρίσκονται υπουργεία και κυβερνητικά κτήρια).
Με τον πληθωρισμό να φτάνει το 26%, την ανεργία στο υψηλότερο σημείο των τελευταίων 30 χρόνων και την αποβολή από το ΔΝΤ να πλησιάζει, το Εργατικό Κόμμα δεν είχε όρεξη για ένα μεγάλο πολιτικό σκάνδαλο.
Αλλά αυτό ακριβώς συνέβη όταν ο 48χρονος Στόουνχαουζ, συνελήφθη επειδή εισήλθε στην Αυστραλία με ψεύτικο διαβατήριο στο όνομα του Joseph Markham, ενός νεκρού ψηφοφόρου. Εκεί υιοθέτησε μια άλλη νέα ταυτότητα, εκείνη ενός ακόμη νεκρού ψηφοφόρου ονόματι Clive Mildoon.
Ο Στόουνχαουζ, που πιάστηκε στη Μελβούρνη με την ελκυστική μακροχρόνια ερωμένη του και πρώην γραμματέα του, Σίλα Μπάκλεϊ (Sheila Buckley -φωτό με τον Στόουνχαουζ), ξεκίνησε αμέσως μια εκστρατεία κατά της έκδοσής του στη Βρετανία όπου βρισκόταν αντιμέτωπος με κατηγορίες απάτης που προέκυπταν από τις επιχειρηματικές του συναλλαγές, επειδή έλειπαν 600.000 λίρες από τους λογαριασμούς ενός ταμείου που δημιούργησε για να βοηθήσει τα θύματα ενός τυφώνα στο Μπαγκλαντές.
Η σύζυγός του για 24 χρόνια, η Barbara, αρχικά ενθουσιάστηκε με την είδηση της επιστροφής του συζύγου της από τον άλλο κόσμο και πήγε αεροπορικώς στην Αυστραλία για μια συναισθηματική επανένωση, για να μάθει δυστυχώς την ύπαρξη της Σίλα Μπάκλεϊ και την προδοσία του συζύγου της.
Σύμφωνα με τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα, ο πολιτικός από το Black Country που το ‘σκασε στην Αυστραλία μέσω Χαβάης, Σιγκαπούρης και Μαλαισίας, ξεκίνησε γρήγορα την κατασκευή της υπερασπιστικής του γραμμής, ισχυριζόμενος ότι τον εκβίαζαν επιχειρηματίες της Νοτίου Αφρικής και υπέστη «μπλοκάρισμα του μυαλού» στο Μαϊάμι.
Σε ένα υπόμνημα που στάλθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών και διαβάστηκε από τον Πρωθυπουργό Γουίλσον στην Ντάουνινγκ Στριτ (Downing Street -πρωθυπουργική κατοικία), ο Στόουνχαουζ είπε: «Η επιθυμία μου ήταν να απελευθερωθώ από τις απίστευτες πιέσεις που ασκούνται σε μένα, ιδιαίτερα στις επιχειρηματικές μου δραστηριότητες και από διάφορες προσπάθειες εκβιασμού.
Θεώρησα, εντελώς λανθασμένα, ότι η καλύτερη ενέργεια που μπορούσα να κάνω ήταν να δημιουργήσω μια νέα ταυτότητα και να προσπαθήσω να ζήσω μια νέα ζωή μακριά από αυτές τις πιέσεις. Υποθέτω ότι αυτό μπορεί να συνοψιστεί ως μπλοκάρισμα του μυαλού ή νευρικός κλονισμός».
Η υπόθεση ήταν μάννα εξ ουρανού για τις ταμπλόιντ εφημερίδες, που έπαιρναν μέρας σ’ έναν κοινό αγώνα για την αποκλειστική είδηση. Η Daily Express έβαλε 22 δημοσιογράφους να καλύψουν στην υπόθεση, συμπεριλαμβανομένου του συντάκτη του κρίκετ.
Η News of the World έστειλε εννέα δημοσιογράφους μαζί με 15.000 λίρες σε μετρητά για να αγοράσει την μαρτυρία του Στόουνχαουζ (φωτό) και οι Times ζήτησαν από τον συντάκτη της όπερας του Σίδνεϊ να ασχοληθεί με την υπόθεση του βουλευτή.
Αλλά και η Βρετανική κυβέρνηση ήταν εξίσου επίμονη όσο ο Τύπος για ν’ ανακαλύψει το κίνητρο του Στόουνχαουζ και πιθανώς τις επόμενες κινήσεις του, ενώ αυτός προσπαθούσε να αποφύγει την έκδοση, τη δίκη και την ενδεχόμενη ποινή επταετούς φυλάκισης.
Μέχρι τη στιγμή που παραιτήθηκε ως βουλευτής το 1976, ο Στόουνχαουζ κρατούσε την ισορροπία της εξουσίας στη Βρετανία. Η παραίτησή του οδήγησε την κυβέρνηση των Εργατικών, τότε με επικεφαλής τον Τζέιμς Κάλαχαν, στην μειοψηφία με 315 έδρες σε σύγκριση με τις 316 που κατείχαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Τα έγγραφα δείχνουν ότι Βρετανοί διπλωμάτες στο Σίδνεϊ έλαβαν αντίγραφο μιας ψυχιατρικής έκθεσης που παρήγγειλλε ο Στόουνχαουζ και υπέβαλε στις Αυστραλιανές αρχές για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του ότι είχε υποστεί νευρικό κλονισμό.
Μια περίληψη του ψυχολογικού προφίλ στάλθηκε στον κ. Κάλαχαν το 1975, όταν ήταν ακόμη υπουργός Εξωτερικών, μαζί με την ακόλουθη προειδοποίηση από έναν ανώνυμο αξιωματούχο: «Είναι σαφώς σημαντικό ότι ο κ. Στόουνχαουζ δεν πρέπει να μάθει ότι μας δόθηκε η μαρτυρία για το περιεχόμενο αυτής της αναφοράς».
Η περίληψη επιβεβαίωνε τους ισχυρισμούς του βουλευτή ότι μια μορφή ψυχολογικής κατάρρευσης προκάλεσε την απόφασή του να υιοθετήσει μια νέα ταυτότητα. Αλλά αποκάλυψε επίσης ότι ο Στόουνχαουζ ήταν ένας διχασμένος χαρακτήρας ο οποίος κυκλοφορούσε ως Joseph Markham μήνες πριν την εξαφάνισή του για να ανακουφιστεί από το βάρος του ρόλου του βουλευτή που είχε φτάσει στο σημείο να τον μισεί.
Η περίληψη ανέφερε: «Πίστευε ότι είχε καταστραφεί και οργάνωσε ένα παράξενο σχέδιο το 1974 για να υιοθετήσει μια νέα ταυτότητα. Πέρασε σύντομα χρονικά διαστήματα που παρουσιάζονταν ως ο κ. Markham, ένα μυστικοπαθές και “έντιμο” άτομο, το οποίο προφανώς προκαλούσε μειωμένη ένταση. Άρχισε να αντιπαθεί την προσωπικότητα του Στόουνχαουζ (φωτό) και ως εκ τούτου επινόησε το σχέδιό του να το σκάσει».
Η σύλληψη επειδή τον πέρασαν για τον Λόρδο Λούκαν αντιπροσώπευε το ναδίρ της πτώσης του Στόουνχαουζ, γιου δύο ακτιβιστών των Εργατικών και της Συνεργατικής Εταιρείας από τα Δυτικά Midlands, ο οποίος ήταν μόλις 31 ετών όταν μπήκε στη Βουλή των Κοινοτήτων
Διορίστηκε Υπουργός Αεροπλοΐας την πρώτη κυβέρνηση του Χάρολντ Γουίλσον σε ηλικία 38 ετών και στη συνέχεια έγινε Γενικός Διευθυντής των Ταχυδρομείων (θέση ισάξια του Υπουργού τότε).
Ως νέος, o Στόουνχαουζ έδειξε ριζοσπαστικό ζήλο, διαμαρτυρόμενος ενάντια στην αποικιοκρατία και την εκμετάλλευση του αναπτυσσόμενου κόσμου. Το 1959, εκδιώχθηκε από τη Ροδεσία μετά από μια ομιλία όπου είπε στους μαύρους: «Σηκώστε ψηλά τα κεφάλια σας και να συμπεριφερθείτε σαν να σας ανήκει η χώρα». Οι προσπάθειές του να αναδείξει τον αγώνα για την ανεξαρτησία του Μπαγκλαντές οδήγησε στο να του προσφερθεί η υπηκοότητα όταν το νέο κράτος σχηματίστηκε το 1971.
Χωρίς μετριοπάθεια, ο Στόουνχαουζ δήλωνε στους συναδέλφους του ότι ο στόχος του ήταν απλός: να γίνει εκατομμυριούχος και μετά πρωθυπουργός. Όμως, παρά το γεγονός ότι έγινε υπουργός, οι πολιτικές μετοχές του βουλευτή έπεσαν γρήγορα.
Μετά την ήττα των Εργατικών το 1970, ο Γουίλσον αρνήθηκε να αναθέσει στον Στόουνχαουζ οποιαδήποτε σκιώδη υπουργική θέση και ο βουλευτής αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το πτυχίο οικονομικών που κατείχε και να στραφεί στον κόσμο των επιχειρήσεων. Ίδρυσε πολλές επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης μιας τράπεζας επενδύσεων στο Μπαγκλαντές, αλλά αυτές απέτυχαν θεαματικά.
Έτσι ο Στόουνχαουζ έγινε δημιουργικός. Χρησιμοποίησε την υπογραφή της γραμματέας της που έγινε ερωμένη του, της Σίλα Μπάκλεϊ, για να πλαστογραφήσει έγγραφα και την δήλωσε ως διευθύντρια στην πλειοψηφία των εταιρειών του. Αλλά ήξερε ότι αυτή ήταν μια προσωρινή λύση και άρχισε να σχεδιάζει τη διαφυγή του.
Μέχρι την εξαφάνισή του στη Φλόριντα το Νοέμβριο του 1974, ο Στόουνχαουζ είχε χρέη άνω των 800.000 λιρών μετά από μια προσπάθεια να ιδρύσει μια νέα επενδυτική τράπεζα στο Μπαγκλαντές. Είχε επίσης κάνει ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο 170.000 λιρών για τον εαυτό του.
Στο Ουάιτχολ, ήταν δύσκολο να αντισταθούν στον πειρασμό του να ρίξουν την ευθύνη για τις δυσκολίες του βουλευτή σε μια ζωή με ψυχολογικές αδυναμίες.
Η περίληψη της έκθεσης του ψυχίατρου ανέφερε: «Η γνώμη του ψυχίατρου ήταν ότι, ως παιδί, ο κ. Στόουνχαουζ ήταν νευρικός και κλειστός, αν και αναμφίβολα προικισμένος. Γνώρισε την επιτυχία ως νεαρός ενήλικας, αλλά εις βάρος της προσωπικής πίεσης και περιορίζοντας τις συναισθηματικές του ανάγκες και την ικανότητά του να εκφράζει τα αληθινά του συναισθήματα.
Ως μεσήλικας, το άγχος στην καριέρα του τον οδήγησε σε έναν βαθμό απογοήτευσης με τον εαυτό του. Ο κ. Στόουνχαουζ (φωτό) υπέστη σημαντική αλλά “άτυπη κατάθλιψη”. Σκέφτηκε την αυτοκτονία, αλλά, αποφασίζοντας ότι αυτή δεν ήταν η λύση, επινόησε ένα “ισοδύναμο της αυτοκτονίας”, την εξαφάνισή του από μια παραλία στο Μαϊάμι».
Τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα προσφέρουν λίγα στοιχεία για το πώς χρησιμοποιήθηκε από την Ντάουνινγκ Στριτ ή το Υπουργείο Εξωτερικών η ψυχιατρική αναφορά που είχε διαρρεύσει σ’ αυτούς.
Ο κυβερνητικός φάκελος περιλαμβάνει μια ασυνάρτητη αναφορά 18 σελίδων που έστειλε ο Στόουνχαουζ στη Βασίλισσα λόγω της θέσης του ως σύμβουλος του Στέμματος (privy councillor), δηλώνοντας την αθωότητά του, φέροντας την σημείωση ενός υπαλλήλου που συμβούλευε να αγνοηθεί.
Αλλά ο Στόουνχαουζ ζήτησε άσυλο τόσο στη Σουηδία όσο και στον Μαυρίκιο, καθώς η Βρετανία αγωνιζόταν για έξι μήνες για να εκδοθεί.
Παρά την αρχική απροθυμία να απελάσουν τον Στόουνχαουζ, η Αυστραλιανή κυβέρνηση τελικά υποχώρησε στα Βρετανικά αιτήματα ότι ο βουλευτής αντιμετωπίζει ποινικές κατηγορίες στη Βρετανία και τελικά εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1975.
Ακόμα και όταν επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν είχε καμία πρόθεση να παραιτηθεί από βουλευτής και η κυβέρνηση των Εργατικών που είχε προσκολληθεί στην εξουσία αντιμετώπιζε την προοπτική να αφήσει τους Συντηρητικούς να κυβερνήσουν αν αυτός παραιτούταν.
Ήταν κάποιος που είχε σκηνοθετήσει τον θάνατό του και βρισκόταν στη φυλακή στο Brixton, αλλά παρέμεινε βουλευτής για το Βόρειο Γουόλσολ, την περιφέρεια που είχε αντικαταστήσει το Wednesbury στο οποίο εκλεγόταν, το 1974.
Οι εφημερίδες περιγράφουν μια σειρά από υπομνήματα που έστειλε ο Στόουνχαουζ σε υψηλόβαθμες προσωπικότητες του Εργατικού Κόμματος, επιμένοντας ότι είναι θύμα ευρείας συνωμοσίας. Αυτά περιλαμβάνουν μια πολεμική εναντίον του Τύπου που περιέργως έμοιαζε πολύ με αυτή ενός άλλου πολιτικού που τελικά κατέληξε στη φυλακή, του πρώην υπουργού των Συντηρητικών, Jonathan Aitken.
Σε μια επιστολή προς τον τότε Επικεφαλής των Εργατικών στην Βουλή των Κοινοτήτων, Τεντ Σορτ, ο Στόουνχαουζ κατηγόρησε τις εφημερίδες για την πτώση του, γράφοντας: «Η ελευθερία του Τύπου είναι ένας ψεύτικος θεός για να τον λατρέψεις: Έχει γίνει όπλο στα χέρια ανώριμων, κυνικών και εντελώς ανεύθυνων ανδρών που χαίρονται να υπονομεύουν και να καταστρέφουν ενεργά άτομα στην πολιτική και τις επιχειρήσεις που είναι τα εποικοδομητικά και θετικά στοιχεία στην κοινωνία.
Ο αρνητισμός της σύγχρονης δημοσιογραφίας είναι καρκίνος στο πολιτικό σώμα και σταδιακά καταστρέφει τα ζωτικά όργανα της Βρετανικής δημοκρατίας».
Βγήκε από τη φυλακή με εγγύηση τον Αύγουστο του 1975, και μίλησε στη Βουλή των Κοινοτήτων δύο μήνες αργότερα. Αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι ήταν κατάσκοπος των Τσέχων, όπως είχε κάνει και έξι χρόνια νωρίτερα, και έριξε την ευθύνη για την απόπειρα να σκηνοθετήσει τον θάνατό του σ’ έναν νευρικό κλονισμό.
Δήλωσε: «Υιοθέτησα μια νέα παράλληλη προσωπικότητα που πήρε το πάνω χέρι, που ήταν ξένη σε μένα και απεχθανόταν τις ανοησίες και το ψέμα των τελευταίων ετών της δημόσιας ζωής μου».
Στις 7 Απριλίου 1976, παραιτήθηκε τελικά από την κοινοβουλευτική ομάδα των Εργατικών, περίπου την ίδια στιγμή που ξεκινούσε η δίκη του για κατηγορίες απάτης, κλοπής, πλαστογραφίας, συνωμοσίας για εξαπάτηση, πρόκλησης ψεύτικης αστυνομικής έρευνας και σπατάλης του χρόνου της αστυνομίας.
Αρνούμενος δικηγόρο και υπερασπιζόμενος ο ίδιος τον εαυτό του, η δίκη του Στόουνχαουζ διήρκεσε 68 ημέρες. Στις 6 Αυγούστου 1976, κρίθηκε ένοχος για 18 κατηγορίες απάτης, εξαπάτησης και κλοπής και φυλακίστηκε για επτά χρόνια. Τον κλείσανε στο Wormwood Scrubs.
Έντεκα ημέρες μετά την καταδίκη του στις 17 Αυγούστου, ο Στόουνχαουζ παραιτήθηκε ως μέλος του Συμβουλίου του Στέμματος, καθιστώντας τον ένα από τα τρία άτομα στην ιστορία που παραιτήθηκαν οικειοθελώς από τον τίτλο του The Right Honourable . Δέκα ημέρες αργότερα παραιτήθηκε τελικά από βουλευτής.
Προσπάθησε να ασκήσει έφεση για πέντε από τις καταδίκες του το 1977, αλλά η Βουλή των Λόρδων την απέρριψε. Στις 14 Αυγούστου 1979 ο Στόουνχαουζ αποφυλακίστηκε πρόωρα για λόγους καλής συμπεριφοράς.
Ενώ ήταν μέσα είχε υποστεί τρεις καρδιακές προσβολές, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση ανοιχτής καρδιάς και είχε χωρίσει από την Μπάρμπαρα. Αλλά ήταν ακόμα ζωντανός, είχε την Δεσποινίδα Μπάκλεϊ, που σύντομα θα γινόταν κυρία Στόουνχαουζ, στο πλευρό του και ακόμα κανείς δεν ήξερε για την ψυχροπολεμική του προδοσία.
Ξεκίνησε μια νέα καριέρα ως συγγραφέας, συμπεριλαμβανομένης μιας αυτοβιογραφίας με τίτλο «Θάνατος ενός Ιδεαλιστή» (“Death of a Idealist”). Πέθανε το 1988 από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 62 ετών.
Τα νεότερα έγγραφα δείχνουν ότι ο Στόουνχαουζ είχε καταρρεύσει από την εμπειρία του στη φυλακή. Μια επιστολή του αδερφού του, Γουίλιαμ, προς τον υπουργό Εσωτερικών, Merlyn Rees, διαμαρτύρεται για τις συνθήκες στη φυλακή Blundeston, λέγοντας:
«Τώρα είναι λυπηρό το γεγονός ότι βάζουν τον Τζον να καθαρίζει τις τουαλέτες -μια δουλειά που θεωρείται “ελαφριά καθήκοντα”- και εκτελεί αυτές τις εργασίες με τη συνήθη επιμέλειά του, χωρίς αμφιβολία.
«Είμαι στενοχωρημένος που μετά από 30 χρόνια καθημερινού κόπου 18 ωρών για λογαριασμό του Εργατικού Κόμματος, της Κυβέρνησης και της χώρας, ο Τζον έχει τόσο λίγη υποστήριξη και βοήθεια την ώρα της ανάγκης». Το ιστορικό δείχνει ότι η επιστολή δεν είχε απαντηθεί.
Ήταν και έμμισθος πράκτορας της Κομμουνιστικής Τσεχοσλοβακίας!
Είτε του έστησαν μια ομοφυλοφιλική παγίδα είτε ήταν απλώς «καιροσκόπος», όπως πρότεινε ο βουλευτής του Εργατικού Κόμματος, Dennis Skinner, το 1962 ο Στόουνχαουζ άρχισε να κατασκοπεύει για λογαριασμό της Τσεχοσλοβακίας.
Η κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία είχε καταληφθεί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από τη Ναζιστική Γερμανία και έγινε μέρος του Ανατολικού μπλοκ υπό την ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης, όταν η Ευρώπη διαιρέθηκε μετά το 1945.
Καθώς η Αμερική και η Σοβιετική Ένωση πάλευαν για την παγκόσμια κυριαρχία κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Βρετανία, ήταν στενή σύμμαχος των ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ.
Οι πληροφορίες που μπορούσε να διαβιβάσει άρχισαν να αυξάνονται όταν έγινε Υφυπουργός Αεροπλοΐας (σημ: Junior Minister of Aviation-υπουργός που δεν είναι μέλος του υπουργικού συμβουλίου). Λέγεται ότι πληρώθηκε 5.000 λίρες, που ισοδυναμεί με περίπου 71.000 λίρες σημερινά χρήματα, για σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τα αεροπλάνα της Βρετανίας και τα μελλοντικά αεροπορικά σχέδια.
Με τη Βρετανική κυβέρνηση να αγνοεί την μυστική δράση του Στόουνχαουζ, οι προαγωγές συνεχίστηκαν. Έγινε Υπουργός Τεχνολογίας το 1967. Ένα χρόνο αργότερα έγινε Γενικός Διευθυντής των Ταχυδρομείων, έχοντας υπό την επίβλεψή του το ταχυδρομικό σύστημα της Βρετανίας.
Ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που κατείχε ποτέ αυτό τον τίτλο και κατά τη διάρκεια της θητείας του εισήγαγε το σύστημα αλληλογραφίας πρώτης και δεύτερης τάξης. Την ίδια χρονιά διορίστηκε στο Privy Council, ένα σώμα συμβούλων της Βασίλισσας.
Το 1969 ο Josef Frolik, ένας πρώην Τσέχος κατάσκοπος που είχε αυτομολήσει στις ΗΠΑ, κάρφωσε τον Στόουνχαουζ στις υπηρεσίες ασφαλείας.
Ο βουλευτής βρέθηκε να παλεύει για την καριέρα του, αλλά παρέμεινε ήρεμος όταν ανακρίθηκε από τον διαβόητο ψυχροπολεμικό αξιωματικό της ΜΙ5, Charles Elwell, παρουσία του πρωθυπουργού Χάρολντ Γουίλσον.
Ανακρίθηκε δύο φορές, και εκτενώς, αλλά αρνήθηκε όλους τους ισχυρισμούς. Αλλά η απαλλαγή του ήταν βραχύβια. Όταν οι Εργατικοί έχασαν τις εκλογές του 1970 από τους Συντηρητικούς του Έντουαρντ Χιθ, ο Στόουνχαουζ ήρθε σε μεγάλη ρήξη με τον Γουίλσον.
Απομακρύνθηκε από το σκιώδες υπουργικό συμβούλιο και έχασε τα επιπλέον χρήματα που προκύπτουν από μια σκιώδη υπουργική θέση. Επίσης, δεν ήταν πλέον χρήσιμος για την Τσεχοσλοβακία και τα χρήματα από την κατασκοπεία σταμάτησαν.
Πώς γλίτωσε την δίκη για την κατασκοπεία;
Τον Δεκέμβριο του 2010 αποκαλύφθηκε ότι τον Σεπτέμβριο του 1980, η Μάργκαρετ Θάτσερ και η κυβέρνηση των Συντηρητικών της, έμαθαν από έναν δεύτερο Τσέχο που είχε αυτομολήσει ότι ο Στόουνχαουζ (φωτό) ήταν κατάσκοπος. Με ανεπαρκή στοιχεία για να καταδικαστεί και με τον αποστάτη ν’ αρνείται να εμφανιστεί στο δικαστήριο, η κυβέρνηση παρέμεινε σιωπηλή.
Έτσι ο Στόουνχαουζ παρέμεινε στην δημόσια σφαίρα και επέστρεψε ακόμη και στην πολιτική. Έκανε αρκετές ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εμφανίσεις όπου συζητούσε την εξαφάνισή του και εντάχθηκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Δημιούργησε επίσης μια μικρή εταιρεία που κατασκεύαζε ηλεκτρονικά χρηματοκιβώτια ξενοδοχείων.
Ο Στόουνχαουζ κατέρρευσε στο Μπέρμιγχαμ ενώ εμφανιζόταν στο Central Live για να μιλήσει για τους αγνοούμενους στις 25 Μαρτίου 1988. Επιβίωσε, αλλά στις 14 Απριλίου εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο του Σαουθάμπτον αφού υπέστη την τέταρτη καρδιακή προσβολή του.
Πέθανε σε ηλικία 62 ετών στις 14 Απριλίου 1988 στις 2.30 π.μ. Έπρεπε να περάσουν άλλα 22 χρόνια, όταν δημοσιεύτηκαν τα προηγουμένως διαβαθμισμένα έγγραφα, για να μαθευτεί τελικά η αλήθεια.
Ο Τζον Στόουνχαουζ δεν ήταν απλώς αποτυχημένος πολιτικός, κακός επιχειρηματίας και ένας άνθρωπος που δεν κατόρθωσε να εξαφανιστεί τελείως, ήταν επίσης κατάσκοπος.
Μέχρι τον Ιούνιο του 2012 που αποκαλύφθηκε ο Ρέι Μόμπι (Ray Mawby), ο οποίος ήταν για λίγο διάστημα μέλος της κυβέρνησης των Συντηρητικών, ο Στόουνχαουζ ήταν ο μόνος υπουργός που έχει γίνει γνωστό ότι ήταν πράκτορας του πρώην Ανατολικού μπλοκ.
Πηγή: Thetruth.gr