Ήταν μέσα Σεπτεμβρίου του 1999. Έπειτα από μια καταστροφικά αποτυχημένη σεζόν, η ΑΕΚ φιλοξενούταν από τον εξαιρετικά φιλόδοξο Ολυμπιακό στο ΣΕΦ στο πρώτο παιχνίδι της χρονιάς, ένα νοκ άουτ ματς για το κύπελλο Ελλάδας. Ο Ολυμπιακός ήταν το φαβορί αλλά η ΑΕΚ έκανε τελικά περίπατο στο ΣΕΦ επικρατώντας για πλάκα με 65-74, πολύ πιο εύκολα απ’ ότι δείχνει το τελικό σκορ. Μεγάλος πρωταγωνιστής της αναμέτρησης ήταν ο «μεταμορφωμένος» Άγγελος Κορωνιός, που μια χρονιά πιο πριν, την πρώτη του με τη φανέλα της Ένωσης, ήταν άθλιος στα περισσότερα ματς.
Στα 12 χρόνια που έπαιζε στο Περιστέρι (1986-1998) ο Κορωνιός ήταν ένας από τους πιο ταλαντούχους Έλληνες παίκτες της Α1. Αυτά που έκανε με την φανέλα της ομάδας της Δυτικής Όχθης επιβεβαίωναν όλο και περισσότερο τους παραλληλισμούς με τον Νίκο Γκάλη. Η μεταγραφή του σε μεγάλη ομάδα άργησε αλλά ήρθε στα 28 του. Όμως στην πρώτη του χρονιά με τη φανέλα της ΑΕΚ εμφανίστηκε άλλος άνθρωπος. Οι 32 πόντοι που έβαλε εκείνο το βράδυ ήταν η επικύρωση της μεγάλης επιστροφής του.
Όταν βγήκε από τα αποδυτήρια του ΣΕΦ και άκουσε τις πρώτες ερωτήσεις των δημοσιογράφων περί μεταμόρφωσης, απάντησε σαν να είχε προβάρει τις δηλώσεις του: «Δεν εμφανίστηκα χθες στην Ελλάδα. Παίζω επαγγελματικό μπάσκετ τόσα χρόνια. Με ξέρετε. Δεν μεταμορφώθηκα σήμερα. Σήμερα ήμουν ο παίκτης που είμαι σχεδόν σε όλη την καριέρα μου».
Όταν στο φινάλε της ίδιας σεζόν, έπειτα από δυο χαμένες βολές του, έκανε μια ψυχωμένη άμυνα πάνω στον Κάτας στον τελικό κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό για να χαρίσει στην ομάδα του τρόπαιο (δείτε μετά το 9.13 του παρακάτω βίντεο)…
…και όταν μερικές μέρες αργότερα σήκωνε με την ΑΕΚ το Κύπελλο Σαπόρτα…
…ο Άγγελος Κορωνιός είχε προσθέσει στην καριέρα του το μοναδικό στοιχείο που της έλειπε: τρόπαια. Γιατί κατά τα άλλα, αυτή η παικτούρα δεν είχε τίποτα άλλο να προσθέσει στην καριέρα του και το παιχνίδι του. Στο Περιστέρι ήταν ο απόλυτος πρίγκηπας της ομάδας, ο αναντικατάστατος ενορχηστρωτής της. Σήμερα, αυτό μπορεί να μην φαντάζει κάτι σημαντικό. Αλλά δεν μιλάμε για το σήμερα. Μιλάμε για την Α1 της δεκαετίας του ’90. Για αυτό το επικό πρωτάθλημα με τις τόσες ομαδάρες.
Το Περιστέρι ήταν μια από τις πιο αξιοσημείωτες και σταθερές δυνάμεις εκείνης της Α1. Και ο Κορωνιός ήταν το μεγάλο του όνομα. Ένας σκόρερ που μπορούσε να συγκριθεί με ολόκληρο Γκάλη, μια ήρεμη δύναμη που έδινε την εντύπωση πως για αυτόν πρωτοειπώθηκε η φράση «ήρεμη δύναμη». Έδινε την εντύπωση πως ποτέ δεν έχανε τον έλεγχο του αγώνα.
Ο εγκεφαλικός σκόρερ των κυανοκίτρινων ήταν αυτό που στο NBA θα αποκαλούταν «franchise player». Το Περιστέρι πάντα είχε έναν παικταρά ξένο -τον Μπέργουολντ, τον Νόρις, τον Τσερτς, τον Τσίτουμ, τον Λοτερντέιλ, τον Μάξεϊ- και τον Κορωνιό ως μεγάλα όπλα, ως κομβικό δίδυμο.
Ο Κορωνιός ήταν από εκείνους τους παίκτες που όσο μεγάλωναν γινόντουσαν όλο και καλύτεροι. Και αυτό διότι η μεγάλη αξία του δεν είχε να κάνει με σωματικά προσόντα και με φυσική κατάσταση αλλά με την ευφυΐα που τον διακατείχε. Έτσι, αναπόφευκτα και εντελώς φυσιολογικά, όσο μεγάλωνε τόσο πιο έξυπνος γινόταν. Και όσο πιο έξυπνος γινόταν τόσο καλύτερος γκαρντ ήταν.
Φυσικά, είναι δεδομένο πως αν ρωτούσες ποτέ τόσο τον ίδιο όσο και τον οποιονδήποτε οπαδό του Περιστερίου που έζησε εκείνη την περίοδο αναφορικά με το ποιο είναι το πιο χαρακτηριστικό παιχνίδι που θυμάται, δεν υπάρχει περίπτωση να σου απαντούσε κάτι άλλο και όχι εκείνο το επικό 120-118 επί της ΑΕΚ, που έδωσε στους περιστεριώτες την πρόκριση στην επόμενη φάση των play off και ένα ευρωπαϊκό εισιτήριο (την ίδια στιγμή που η Ένωση έμενε εκτός Ευρώπης).
Σε εκείνο το ματς, ήταν ο Κορωνιός που είχε βάλει το νικητήριο δίποντο.
Η αλήθεια είναι πως η καριέρα του Κορωνιού απέκτησε χαρακτηριστικά γυρολόγου στα τελευταία χρόνια της. Αξιοσημείωτο αν αναλογιστεί κανείς ότι μιλάμε για έναν παίκτη που μέχρι τα 30 του είχε παίξει σε δυο μόλις ομάδες. Μετά την διετία του στην ΑΕΚ ο Κορωνιός έπαιξε μπάσκετ για άλλα πέντε χρόνια αλλάζοντας τέσσερις ομάδες (ΠΑΟΚ, Μαρούσι, Πανιώνιο και Ολυμπιακό).
Συνέχισε να είναι γκαρντ πολύ υψηλού επιπέδου αλλά σε αντίθεση με την ελληνική μπασκετική γενιά που προηγήθηκε από αυτόν (και η οποία χαρακτηρίστηκε από την τετράδα των Γκάλη, Γιαννάκη, Φασούλα και Χριστοδούλου) αλλά και την αμέσως επόμενη, εκείνη δηλαδή που πήρε το Ευρωπαϊκό του 2005 και έφτασε στον τελικό του Μουντομπάσκετ το 2006, ο Κορωνιός είχε την ατυχία να μην είναι μέλος μιας καλής φουρνιάς της Εθνικής αλλά αντίθετα, να συνοδεύσει την παρουσία του σε αυτήν με μια πολύ μέτρια περίοδό της. Αυτό φαινόταν σαν να έκοψε την φόρα του, σαν να μην του έδωσε την επιπλέον ώθηση να αφήσει ιστορία με τους όρους που αντιστοιχούσε στο ταλέντο του και την προσωπικότητά του.
Στις 2 Νοεμβρίου του 2002, ο Άγγελος Κορωνιός έγινε εκείνος που έριξε από την πρώτη θέση των σκόρερ της Α1 τον τεράστιο Γκάλη. Φορούσε τη φανέλα του Αμαρουσίου και με το τρίποντο που πέτυχε κόντρα στον Πανιώνιο συμπλήρωσε 6.551 πόντους στο πρωτάθλημα της Α1, ξεπερνώντας τον «γκάνγκστερ» που είχε 6.549. Μέχρι το τέλος της καριέρας του, δύο χρόνια αργότερα, το «κοντέρ» του Κορωνιού έγραψε 7.080 πόντους.
Ο Κορωνιός δεν γύρισε ποτέ στην ομάδα που τον ανέδειξε, στην ομάδα όπου σπατάλησε τα 12 από τα 19 χρόνια της επαγγελματικής του καριέρας. Αλλά πλέον, τώρα που έχει σταματήσει το μπάσκετ, ο κόσμος θα τον θυμάται πάντα ως τον μεγάλο ηγέτη μιας από τις πιο ιστορικές ομάδες της Α1, μιας ομάδας που υπέγραψε με την παρουσία της στα ελληνικά παρκέ το καλύτερο πρωτάθλημα της Ευρώπης στα 90s. Ο Κορωνιός, ο άνθρωπος που στην Δυτική Όχθη της Αθήνας υπήρξε το πιο κοντινό αντίστοιχο του Νίκου Γκάλη, θα είναι για πάντα γραμμένος στην ιστορία στις σελίδες των καλύτερων εποχών της ομάδας του Περιστερίου. Και για κάποιους αυτό μπορεί να μην φαντάζει κάτι φοβερό και τρομερό. Αλλά όσοι έζησαν το ελληνικό μπάσκετ των 90s ξέρουν…