Δεν αποτελεί μόνο το διοξείδιο της ατμόσφαιρας κίνδυνο για την κλιματική αλλαγή, αλλά και το διοξείδιο μέσα σε κλειστούς χώρους συνιστά απειλή για την υγεία, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική μελέτη.
Μέχρι τώρα άλλα μικροσκοπικά σωματίδια και τα οξείδια του αζώτου, που επιβαρύνουν την ατμοσφαιρική ρύπανση, έχουν προσελκύσει κυρίως το επιστημονικό ενδιαφέρον, ενώ έχουν υπάρξει πολύ λιγότερες μελέτες για τις συνέπειες που έχει το διοξείδιο του άνθρακα στην υγεία των ανθρώπων, πέρα από την «υγεία» του πλανήτη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Μάικλ Χέρνκε του Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν-Μάντισον, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα περιβαλλοντικής έρευνας “Nature Sustainability”, εξέτασαν 18 έως τώρα έρευνες πάνω στο ζήτημα, που δείχνουν ότι τα αυξημένα επίπεδα διοξειδίου μέσα σε κρεβατοκάμαρες, γραφεία, σχολικές τάξεις και άλλα κτίρια μπορούν να έχουν επιβλαβείς συνέπειες για το σώμα, μεταξύ άλλων επηρεάζοντας αρνητικά τις νοητικές λειτουργίες.
«Υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να ανησυχήσει κανείς, αν και όχι για να σημάνει συναγερμό. Πάντως δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο», δήλωσε ο Χέρνκε, σύμφωνα με τη βρετανική «Γκάρντιαν» και τόνισε ότι το θέμα πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι παραδοσιακά θεωρείτο πως τα επίπεδα διοξειδίου πρέπει να φθάσουν στο πολύ υψηλό επίπεδο τουλάχιστον των 5.000 μερών ανά εκατομμύριο (ppm) για να θεωρηθούν επικίνδυνα για την ανθρώπινη υγεία. Όμως νεότερες μελέτες δείχνουν ότι ακόμη και επίπεδα της τάξης των 1.000 ppm μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα υγείας, έστω κι αν η έκθεση των ανθρώπων σε αυτά διαρκέσει μόνο λίγες ώρες.
Οι επιστήμονες ανέφεραν ότι κακώς αεριζόμενοι εσωτερικοί χώροι σπιτιών, γραφείων, σχολείων και άλλων κτιρίων συχνά ξεπερνούν τις συγκεντρώσεις διοξειδίου των 1.000 ppm, ενώ κάτι ανάλογο συμβαίνει σε τρένα και αεροπλάνα με κλιματισμό.
Ο Χέρνκε τόνισε ότι πολλοί άνθρωποι περνούν το 60% ως 80% του χρόνου τους κάθε μέρα μέσα σε κλειστούς χώρους, ενώ μελέτες έχουν εκτιμήσει ότι έως το 2100 ορισμένες μεγάλες πόλεις θα έχουν σε ανοιχτούς χώρους επίπεδα διοξειδίου πάνω από 1.000 ppm σε μερικές εποχές του έτους.
Μια από τις 18 έρευνες που εξετάσθηκαν, βρήκε ότι αν στη διάρκεια μιας μέρας οι εργαζόμενοι εκτεθούν στον χώρο εργασίας τους σε επίπεδα διοξειδίου 1.400 ppm, έχουν κατά μέσο όρο 50% χειρότερες γνωσιακές επιδόσεις σε σχέση με εκείνους που δούλεψαν σε συνθήκες μόνο 550 ppm διοξειδίου. Επίσης πειράματα σε ζώα έχουν δείξει ότι η έκθεση τους για λίγες ώρες σε 2.000 ppm διοξειδίου συνδέεται με φλεγμονώδεις αντιδράσεις που μπορούν να επιφέρουν βλάβες στα αγγεία του αίματος τους. Η παρατεταμένη έκθεση σε επίπεδα 2.000 έως 3.000 ppm συνδέεται με αυξημένο στρες, βλάβες στα νεφρά και στα οστά.
Οι ερευνητές υπογράμμισαν ότι τα αυξημένα επίπεδα διοξειδίου σε εξωτερικούς χώρους, δηλαδή στην ατμόσφαιρα, «μεταφράζονται» σε αύξηση και σε κλειστούς χώρους, κάτι που γίνεται πιθανότερο λόγω της διεύρυνσης της χρήσης κλιματιστικών. Οι επιπτώσεις για την υγεία μπορεί να είναι μεγαλύτερες για τις πιο ευάλωτες ομάδες, όπως τα παιδιά και όσους έχουν χρόνια προβλήματα υγείας.