Η απίστευτη ιστορία ενός οπαδού της Βασιλείας που χάθηκε στο γήπεδο και έμεινε 11 χρόνια άστεγος στο Μιλάνο!
Στις 24 Αυγούστου 2004 το Σαν Σίρο ήταν κατάμεστο. Η Ίντερ αγωνιζόταν απέναντι στην Βασιλεία για τον τρίτο γύρο των προκριματικών του Τσάμπιονς Λιγκ. Ανάμεσα στο κοινό ήταν και ένας οπαδός της Βασιλείας, ο οποίος είχε ταξιδέψει από την πόλη Λοϊφελφίνγκεν της Ελβετίας μαζί με τους υπόλοιπους ένοικους του σπιτιού φροντίδας στο οποίο ζούσε. Όταν χάθηκε μέσα στο πλήθος του γηπέδου έκανε να γυρίσει σπίτι… 11 χρόνια!
Πριν τον αγώνα, ο Ρολφ Μπαντλ ζούσε για πολλά χρόνια στο Dietisberg, ένα μικρό «χωριό» που προσφέρει στέγη και φροντίδα σε άντρες που έχουν «εκπέσει» από την κοινωνική νόρμα. Εκεί έχουν μια δεύτερη ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή. Ο Μπαντλ για πολλά χρόνια έδινε μάχη με το αλκοόλ, αλλά πλέον τα πήγαινε πολύ καλά. Έτσι, όταν η αγαπημένη του ομάδα, η Βασιλεία, αγωνιζόταν στο Τσάμπιονς Λιγκ πήρε μέρος στην ημερήσια εκδρομή που οργάνωσε το σπίτι για να δει τον αγώνα. Το ματς δεν πήγε όπως το περίμεναν οι Ελβετοί καθώς η Βασιλεία βρέθηκε να χάνει με 4-1 από την Ίντερ, η οποία πήρε τελικά την πρόκριση για την επόμενη φάση. Λίγα λεπτά πριν το τέλος με το ματς να έχει πια κριθεί, ο Ρολφ σηκώθηκε από τη θέση του να πάει στην τουαλέτα.
Όταν όμως βγήκε από αυτή δεν μπορούσε να βρει πώς να γυρίσει στη θέση του μέσα στο αχανές Σαν Σίρο. «Βρέθηκα ξαφνικά σε διαφορετική θύρα από αυτήν που ήμουν», διηγήθηκε ο Μπαντλ το 2015 στην εφημερίδα της Ελβετίας, Schweiz am Sonntag, αφού πια είχε… βρεθεί ξανά!
Αμέσως μετά βγήκε έξω από το στάδιο και προσπάθησε να εντοπίσει στο πάρκινγκ το λεωφορείο που τους είχε μεταφέρει εκεί, αλλά μάταια. «Σε κάποιο σημείο άρχισα να αισθάνομαι χαζός», λέει. Αφού κατάλαβε ότι είχε πια μείνει μόνος του, προσπάθησε να δει ποια ήταν η κατάστασή του. Δεν είχε μαζί του κινητό τηλέφωνο, ενώ στις τσέπες του είχε μόνο ένα χαρτονόμισμα των 20 ευρώ και 15 ελβετικά φράγκα, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν του έφταναν να γυρίσει πίσω με τη συγκοινωνία. Όμως, ήταν αρκετά για να επιβιώσει λίγες μέρες στο Μιλάνο.
Οι λίγες μέρες έγιναν εβδομάδες και μετά μήνες μέχρι που κατέληξε να ζει στην ιταλική πόλη για 11 ολόκληρα χρόνια χωρίς κανείς να ξέρει πού βρίσκεται! Ο Μπαντλ εγκαταστάθηκε στην περιοχή Μπάτζιο του Μιλάνου, μια ήρεμη περιοχή με φθηνά σπίτια όπου ζουν κυρίως φοιτητές. Όπως λέει ο ίδιος, ο κόσμος εκεί του φερόταν πολύ καλά και τον φρόντιζε, ενώ ο ίδιος έβρισκε καταφύγιο σε δρόμους και παγκάκια.
«Ο κόσμος μου έδινε φαγητό και τσιγάρα και κάποια στιγμή ένας φοιτητής μου έδωσε και υπνόσακο», λέει. Όλη η γειτονιά άρχισε να τον φωνάζει «Ρούντι» από το Ροντόλφο και τον φρόντιζαν όλοι. Έκανε μπάνιο κάθε εβδομάδα σε μια δημόσια τουαλέτα, ενώ επισκεπτόταν συχνά την τοπική βιβλιοθήκη. Ο ίδιος λέει ότι όλα αυτά τα χρόνια που ζούσε ως άστεγος δεν ένιωσε σχεδόν ποτέ ότι πεινάει. Ίσως 2-3 φορές μόνο στα 11 χρόνια. Πάντα υπήρχε κάποιος για να του δώσει φαγητό.
«Σύντομα μου έγινε ξεκάθαρο ότι δεν υπήρχε λόγος να γυρίσω πίσω. Απολάμβανα την ελευθερία μου στο Μιλάνο», λέει ο ίδιος. Στην Ελβετία ο Μπαντλ δεν είχε κάποια οικογένεια, παιδιά ή συγγενείς. Είχε μεγαλώσει σε μια ανάδοχη οικογένεια και οι άνθρωποι που τον μεγάλωσαν είχαν πεθάνει πριν από πολλά χρόνια. Όπως ανέφερε ο ίδιος σε μια άλλη συνέντευξή του το 2015 στην ιστοσελίδα Watson.ch στο σπίτι που έμενε αν και τον φρόντιζαν δεν ένιωθε ελεύθερος. Μπορούσε να φεύγει από τις εγκαταστάσεις μόνο τα Σαββατοκύριακα και δεν επιτρεπόταν να έχει αλκοόλ παρά μόνο όταν έβγαινε έξω. Οπότε η ζωή στο Μιλάνο ήταν γι’ αυτόν η απόλυτη ελευθερία. Και η γλώσσα δεν ήταν πρόβλημα. Είχε δουλέψει αρκετά σε οικοδομές και κέτερινγκ και είχε πάντα Ιταλούς συναδέρφους που του είχαν μάθει αρκετά.
Πίσω στην Βασιλεία, χωρίς συγγενείς να τον αναζητήσουν, το ρόλο αυτό ανέλαβαν οι άνθρωποι του Dietisberg. Έκαναν δήλωση αγνοούμενου, ωστόσο μετά από λίγο καιρό δεν υπήρξε ιδιαίτερη πίεση για να βρεθούν στοιχεία. Ο Μπαντλ θεωρήθηκε νεκρός και η υπόθεση έκλεισε το 2011.
Όλα άλλαξαν τελικά τον Απρίλιο του 2015. Ένα βράδυ, ο Μπαντλ έπεσε και έσπασε το πόδι του. Έτσι, όταν οδηγήθηκε στο νοσοκομείο διαπιστώθηκε ότι δεν είχε Κάρτα Κοινωνικής Ασφάλισης και ότι δεν ήταν Ιταλός πολίτης. Σε συνεννόηση με τις αρχές της Ελβετίας οργανώθηκε η μεταφορά του με ασθενοφόρο σε νοσοκομείο της Βασιλείας. Κάπως έτσι, ο Μπαντλ επέστρεψε στην πατρίδα του και δεν ήταν πια αγνοούμενος!
Λίγους μήνες μετά την επιστροφή του στην Ελβετία, ο Μπαντλ επέστρεψε στο Dietisberg για να πει ένα «γεια» στους παλιούς του γνώριμους. Αν και πίστευε ότι δεν θα έχει λείψει σε κανέναν κατάλαβε ότι τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο μακροχρόνιος κηδεμόνας του (ο Μπαντλ ζούσε υπό καθεστώς κηδεμονίας), Κρίστοφερ Σάλζμαν όταν τον συνάντησε ξανά τον αγκάλιασε και του είπε πόσο χαίρεται που είναι καλά.
«Το ταξίδι για τον αγώνα της Βασιλείας ήταν μεγάλη επιθυμία του Μπαντλ. Και το άξιζε γιατί ακολουθούσε όλους τους κανόνες για πολύ καιρό έχοντας στο μυαλό του αυτόν τον στόχο», λέει ο Σάλζμαν. «Κατηγορούσα τον εαυτό μου τόσο πολύ», λέει ο ίδιος, ο οποίος μάλιστα είχε ταξιδέψει μέχρι και το Μιλάνο μόνος του για να τον βρει. Τύψεις ένιωθε και ο οδηγός του λεωφορείου με το οποίο είχαν πάει την εκδρομή, ο οποίος για χρόνια καλούσε στο σπίτι ρωτώντας αν είχαν νέα. «Ακόμα και αν ο Μπαντλ δεν το πιστεύει, μας έλειψε εδώ», λέει από την πλευρά του ο Αντρέας Τόμετ, ο επικεφαλής και ιδιοκτήτης του Dietisberg.
Στις κατηγορίες των μέσων ενημέρωσης ότι ο Μπαντλ προτιμούσε να ζει στους δρόμους παρά στο Dietisberg, ο Τόμετ με τον Μπαντλ δίπλα του απάντησε: «Ζούσε εδώ πολλά χρόνια και κατά κύριο λόγο ήταν καλά».
Πάντως, ο Μπανλτ στη συνέντευξή του στο Watson σχετικά με το αν περνούσε καλά στο Dietisberg είχε πει: «Όχι, δεν μου άρεσε το σπίτι. Μπορούσες να ζήσεις εκεί, αλλά ήσουν συνεχώς σαν εγκλωβισμένος. Μπορούσες να βγεις μόνο το Σαββατοκύριακο και επίσης υπήρχε θέμα με το αλκοόλ. Δεν επιτρεπόταν να φέρνεις αλκοόλ στο σπίτι και ούτε να πίνεις πολύ. Συνεχώς σε έλεγχαν και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας ουσιαστικά δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Μπορούσες να δεις λίγη τηλεόραση κάθε απόγευμα. Αλλά δεν ήσουν ελεύθερος. Τώρα είμαι ελεύθερος εδώ (στον οίκο ευγηρίας που ζούσε μετά την επιστροφή του), μπορώ να φύγω και να γυρίσω όποτε θέλω», είπε και είχε προσθέσει ότι γι’ αυτό το λόγο δεν τον ένοιαζε και πολύ που έχασε το λεωφορείο.
Ο Τόμετ λέει ο ότι ο Μπαντλ είχε πάντα υπό έλεγχο τον εθισμό του με το αλκοόλ. Ωστόσο, κάποια Σαββατοκύριακα μπορεί να έβγαινε έξω σε κάποια από τις κοντινές πόλεις και να μεθούσε άσχημα. Οι ντόπιοι τον έφερναν πίσω και την άλλη μέρα ο Μπαντλ ένιωθε ντροπιασμένος που είχε υποκύψει ξανά. Ο Τόμετ λέει ότι μπορεί να έγινε κάτι παρόμοιο και στο Μιλάνο. Χάρη στην ελευθερία του εκεί μπορούσε να πίνει κάθε μέρα και όχι μόνο τα Σαββατοκύριακα και μετά ένιωθε τόσο ντροπιασμένος που δεν πήγαινε στην αστυνομία να ζητήσει βοήθεια. Όταν ρωτάνε τον Μπαντλ σχετικά με αυτή τη «θεωρία» αυτός απαντά απλώς: «Ναι, μπορεί να είναι έτσι».
Από τότε, στα 78 του πια σήμερα, ζει σε έναν οίκο ευγηρίας με τις ελβετικές αρχές να έχουν αναλάβει τη φροντίδα του. Όσο για το αν θα ήθελε να γυρίσει πίσω, έλεγε το 2015: «Δέκα χρόνια ήταν αρκετά. Με φροντίζουν καλά εδώ», λέει. Κάθε μήνα έχει 100 ελβετικά φράγκα από το κράτος και τα χρησιμοποιεί όπως θέλει. «Αγοράζω για τον εαυτό μου μερικά κουτάκια μπύρας την ημέρα. Μου επιτρέπεται τόσο», λέει.