Ήταν 12 Μαρτίου 2004. Μια μέρα που έμελλε να αλλάξει την πεζή καθημερινότητα της μικρής τοπικής κοινωνίας του Φρέσνο στην Καλιφόρνια. Δύο γυναίκες, μαζί με φίλους και συγγενείς, έχουν χάσει τον έλεγχο και ουρλιάζουν μπροστά από την αυλή ενός μικρού σπιτιού. Απαιτούν να δουν τα παιδιά τους.
Ένας μεγαλόσωμος άνδρας προσπαθεί να τις ηρεμήσει, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Οι γείτονες, μάρτυρες του επεισοδίου, καλούν ταραγμένοι την Αστυνομία. Οι Αρχές φτάνουν και πιστεύουν ότι βρίσκονται μπροστά σε μια συνηθισμένη διαμάχη για την κηδεμονία παιδιών. Ο άνδρας με τα ράστα μαλλιά μπαίνει στο σπίτι και κλειδώνει την πόρτα. Όσο και να του ζητούν οι αστυνομικοί να ανοίξει, εκείνος δεν απαντά. Και τότε σειρά πυροβολισμών σκίζει τον αέρα. Λίγα λεπτά μετά ο 57χρονος εμφανίζεται στην εξώπορτα και μοιάζει με βαμπίρ. Καλυμμένος με αίμα από την κορυφή έως τα νύχια, με μια απόκοσμη ηρεμία, συλλαμβάνεται.
Οι αστυνομικοί μπαίνουν στο σπίτι και βρίσκονται μπροστά σε μια τρομακτική σκηνή: στοιβαγμένα σε ένα δωμάτιο βρίσκονται πυροβολημένα εννιά άτομα, επτά παιδιά κάτω των 12 ετών, μια 17χρονη και μία 25χρονη. Οι γυναίκες που πριν λίγα λεπτά ζήταγαν να δουν τα παιδιά τους ήταν οι ανιψιές του 57χρονου Marcus Wesson, που μόλις είχε σκοτώσει τα παιδιά και τα εγγόνια του, πιστεύοντας ότι ήταν ο Χριστός που έπρεπε να τιμωρήσει όποιον ήθελε να χωρίσει την οικογένεια, «στέλνοντάς τους στον παράδεισο». Ο Wesson θεωρούσε ότι ο Χριστός ήταν βαμπίρ και όπως και ο ίδιος κράταγε το κλειδί της αιώνιας ζωής. «Το κλειδί της αθανασίας είναι να πίνεις αίμα» είχε γράψει στην προσωπική του Βίβλο.
Οι κάτοικοι του Φρέσνο έπεσαν από τα σύννεφα όταν αποκαλύφθηκε η ιστορία της οικογένειας του Marcus, που είχε φτιάξει τη θρησκευτική σέχτα του, αποτελούμενη αποκλειστικά από μέλη της οικογένειάς του, με κύριο συστατικό της την αιμομιξία.
Ο 57χρονος είχε κάνει παιδιά με τις κόρες του, Kiani και Sebhrenah και τις ανιψιές του, Rosa, Sofina και Ruby! Η τελευταία μάλιστα είχε παραδεχτεί ότι ο θείος της την κακοποιούσε από την ηλικία των 8 ετών, λέγοντάς της ότι η σεξουαλική κακοποίηση ήταν «ο τρόπος ενός πατέρα να δείξει την αγάπη στο παιδί του». Όταν έφτασε στα 13 την ενημέρωσε ότι ήταν στην κατάλληλη ηλικία για να τον παντρευτεί και ότι «ο Θεός ήθελε να έχει περισσότερες από μία συζύγους». «Τα παιδιά του Θεού τείνουν προς εξαφάνιση. Χρειάζεται να κάνουμε περισσότερα παιδιά στο όνομα του Θεού» υποστήριζε.
Βέβαια ο Marcus δεν ξεκίνησε την ιστορία της κακοποίησης ανηλίκων με τις κόρες και τις ανιψιές του. Η αρχή είχε γίνει με τη σύζυγό του Elizabeth Wesson, την οποία γνώρισε όταν εκείνη ήταν μόλις 8 ετών και παντρεύτηκε στα 12. «Μου έλεγε ότι του ανήκω, ότι ήμουν γυναίκα του από την αρχή. Με είχε πείσει ότι ήμουν ξεχωριστή και ότι με είχε διαλέξει ο Κύριος για να γίνω γυναίκα του» είχε πει σε συνέντευξή της. Στα 14 η Elizabeth ήταν έγκυος και μέχρι τα 26 είχε αποκτήσει μαζί του 10 παιδιά!
Ο Marcus δεν ήθελε η γυναίκα του να συμμετάσχει στην ανατροφή των παιδιών. Δεν τα άφηνε να πάνε σχολείο και τους έκανε κηρύγματα στο σπίτι, σύμφωνα με τα οποία τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό από την οικογένεια. Η αστυνομία ήταν ο διάβολος μεταμφιεσμένος, τόνιζε, και ο μόνος τρόπος απόδρασης ήταν η αυτοκτονία.
Έλεγε στα κορίτσια να είναι προετοιμασμένα για τη μεγάλη καταστροφή της ανθρωπότητας, επισημαίνοντας διαρκώς ότι η μοίρα τους ήταν να γίνουν σύζυγοί του, κάτι που έκανε πραγματικότητα. Παντρεύτηκε δύο από τις κόρες του, ενώ αυτές ήταν μόλις 7 ετών, καθώς και τρεις ανιψιές του. Συνολικά απέκτησε 18 παιδιά με επτά γυναίκες, περιλαμβανομένων και των πέντε κοριτσιών. Καμία από αυτές δεν διεκδίκησε την κηδεμονία των παιδιών καθώς ο Marcus τις απειλούσε ότι θα έκανε κακό τόσο στις ίδιες όσο και στα παιδιά.
Ήταν μάλιστα τόση η πλύση εγκεφάλου που οι ανιψιές του έλεγα ότι ήταν ευτυχισμένες. Υποστήριζαν μάλιστα ότι ό,τι συνέβαινε στο σπίτι ήταν προϊόν αποδοχής και συζήτησης και ότι όλα είχαν γίνει με την έγκρισή τους.
Τα αγόρια που απέκτησε ο Wesson μεγάλωναν μακριά από τις αδελφές τους, καθώς θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να έρχονται σε επαφή για να μην αναπτυχθεί ερωτικό και σεξουαλικό ενδιαφέρον. Έτσι εκείνα δεν γνώριζαν όλες τις διεστραμμένες καταστάσεις που είχαν δημιουργηθεί στο πατρικό τους σπίτι. Αυτός ήταν και ο λόγος που όταν έγιναν οι φόνοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο αγαπημένος τους πατέρας ήταν ο δολοφόνος.
Όσο όμως τα κορίτσια μεγάλωναν άρχισαν να ασφυκτιούν από τη συμπεριφορά του Marcus. Οι δύο ανιψιές έφυγαν από το σπίτι και όταν επέστρεψαν να πάρουν τα παιδιά τους βρέθηκαν μπροστά στην άρνηση του δολοφόνου να τους τα δώσει. Εκείνος επέλεξε τελικά να τα σκοτώσει για να τα σώσει.
Ο 57χρονος καταδικάστηκε για τους εννιά φόνους στις 17 Ιουνίου 2005 και για τους βιασμούς τεσσάρων από τις κόρες και τις ανιψιές τους. Καταδικάστηκε σε θάνατο στις 27 Ιουνίου. Σήμερα είναι 72 ετών και ακόμα δεν έχει εκτελεστεί.