Τα εγκλήματα του Γουέσλεϊ Άλαν Ντοντ είναι από τα πλέον ειδεχθή στην ιστορία. Η ομολογία του σόκαρε ακόμα και τους επαγγελματίες ερευνητές. Η περίπτωση του προκαλεί φρίκη
Λίγα πράγματα σοκάρουν τους εγκληματολόγους που έχουν μελετήσει τους κατά συρροή δολοφόνους και έχουν διεισδύσει στα διεστραμμένα τους μυαλά. Ένα από αυτά είναι σίγουρα η ομολογία του Γουέσλεϊ Άλαν Ντοντ. Με ψυχρότητα και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ο Ντοντ αφηγήθηκε το πώς απήγαγε, βίασε και δολοφόνησε τρία παιδιά. Με τα όσα ομολόγησε ο Ντοντ επιβεβαίωσε αυτό που έχει γράψει ο Στίβεν Κινγκ στη «Λάμψη»: Κάποιες φορές σε ανθρώπινα μέρη δημιουργούνται απάνθρωπα τέρατα.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Γουέσλεϊ Άλαν Ντοντ γεννήθηκε το 1961 στην κωμόπολη Τόπενις στην πολιτεία της Ουάσινγκτον. Υποστηρίζει ότι ως παιδί βίωσε ψυχολογική κακοποίηση (όχι σεξουαλική). Η οικογένεια του ήταν προβληματική και αυτός και ο αδελφός του ζούσαν σε ένα περιβάλλον μόνιμης έντασης. Στο σχολείο ο Ντοντ ήταν μοναχικός και δεν μπορούσε να ενσωματωθεί. Σύμφωνα με τον ίδιο ήταν εννέα ετών όταν κατάλαβε ότι τον ελκύουν τα αγόρια.
Η αποτυχία του συστήματος
Από την ηλικία των 13 ο Ντοντ έγινε επιδειξίας. Έδειχνε τα γεννητικά του όργανα σε παιδιά στην γειτονιά του. Ο πατέρας του γνώριζε τι συνέβαινε αλλά, όπως έχει δηλώσει, επέλεξε να το αγνοήσει γιατί «κατά τα άλλα ήταν ένα παιδί με καλή συμπεριφορά που δεν είχε θέματα με ναρκωτικά ή αλκοόλ». Στην εφηβεία του ο Ντοντ άρχισε να κακοποιεί παιδιά. Αρχικά τα ξαδέλφια του και στη συνέχεια γείτονες του. Προσφερόταν να προσέχει παιδιά για να τα κακοποιεί και προσπαθούσε να είναι πάντα κοντά σε ανήλικα αγόρια. Στα 15 του συνελήφθη και πρώτη φορά με την κατηγορία του επιδειξία και αφέθηκε ελεύθερος με μια προειδοποίηση.
Ήταν 20 ετών όταν επιχείρησε να απαγάγει δύο παιδιά. Τον κατήγγειλαν στην αστυνομία αλλά η υπόθεση δεν προχώρησε. Στη συνέχεια ο Ντοντ κατετάγη στο ναυτικό. Θήτευσε σε βάση υποβρυχίων όπου κακοποιούσε παιδιά των οικογενειών που ζούσαν εκεί. Συνελήφθη όταν προσέφερε 50 δολάρια σε μια παρέα παιδιών για να πάνε σε ένα μοτέλ και να παίξουν στριπ-πόκερ. Ομολόγησε ότι το κίνητρο του ήταν σεξουαλικό αλλά αφέθηκε ελεύθερος.
Ακολούθησε δεύτερη σύλληψη και το ναυτικό τον έδιωξε. Αυτή τη φορά έμεινε στη φυλακή 19 μέρες. Το 1984 κακοποίησε έναν 10χρονο και συνελήφθη και πάλι. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν με αναστολή.
«Η ζωή μου ήταν πλέον εστιασμένη απολύτως στο πως να έχω εύκολη πρόσβαση στους στόχους μου» θα πει ο ίδιος. Συνέχισε να κακοποιεί παιδιά και να μην τιμωρείται. Το 1987 συνελήφθη για πολλοστή φορά μετά από μια απόπειρα να κακοποιήσει ένα αγοράκι. Του επιβλήθηκε δικαστική επιτήρηση και αναγκαστική ψυχιατρική θεραπεία την οποία δεν παρακολούθησε.
Ο Ντοντ μετακόμισε αρχικά στο Σιάτλ και μετά στο Βανκούβερ όπου συνέχισε τη φρικτή του δράση. Παρότι συνελήφθη τουλάχιστον δύο φορές δεν έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη φυλακή.
Με τις φαντασιώσεις σεξουαλικής βίας να έχουν ενταθεί και έχοντας πειστεί πλέον πως μπορεί να ξεφύγει από τον νόμο, ο Ντοντ πέρασε στο επόμενο στάδιο. «Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν τόσο περισσότερο με αναστάτωνε η ιδέα του φόνου. Σχεδίασα πολλούς τρόπους να σκοτώσω ένα αγόρι. Είχα εμμονή με αυτό, ήταν το μοναδικό που σκεφτόμουν. Το προσπάθησα στο Σιάτλ αλλά δεν τα κατάφερα» θα πει.
Οι δολοφονίες των παιδιών
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1989 πήγε στο πάγκο «Ντέιβιντ Ντάγκλας» στο Βανκούβερ. Είχε μαζί του ένα μαχαίρι και κορδόνια. Τις δύο προηγούμενες μέρες είχε επισκεφθεί το πάρκο και σχεδίαζε τι ακριβώς θα κάνει.
Είδε δύο παιδιά να παίζουν και τα έπεισε να τον ακολουθήσουν. Ήταν ο 11χρονος Κόουλ και ο 10χρονος Γουίλιαμ Νίιρ. Πήγε τα παιδιά σε απομονωμένη περιοχή και για το συνέβη εκεί μίλησε ο ίδιος σε συνέντευξη του μέσα από τη φυλακή.
«Τους έδεσα μαζί από τους καρπούς, ο ένας δίπλα από τον άλλο. Κακοποίησαν σεξουαλικά τον Κόουλ ενώ ο Μπίλι έκλαιγε. Μετά έκοψα το σχοινί και τους είπα να γονατίσουν. Προσπάθησαν να κακοποιήσω ξανά τον Κόοουλ.
Τα παιδιά ήταν γονατισμένα και τους είπα ότι θέλω ένα πράγμα ακόμα. Έβγαλα το μαχαίρι μου και κάρφωσα τον Μίλι στην κοιλιά. Ο Κόουλ προσπάθησε να σηκωθεί και τον μαχαίρωσα στα πλευρά και το στήθος. Εκείνη την ώρα ο Μπιλι προσπάθησε να φύγει. Έτρεξα και τον έπιασα. Ξέρετε τι μου είπε; Συγγνώμη, συγγνώμη…
Μου ζήτησε συγγνώμη που προσπάθησε να φύγει κι εγώ τον μαχαίρωσα ξανά. Το σκεφτόμουν πολλές φορές, τι είδος άνθρωπος κάνει κάτι τέτοιο. Όμως το έκανα και μου άρεσε».
Τελικά ο Κόουλ εντοπίστηκε νεκρός ενώ ο Γουίλιαμ ξεψύχησε στη διαδρομή για το νοσοκομείο.
Στις 29 Οκτωβρίου 1989 ο Ντοντ πήγε στο Πόρτλαντ του Όρεγκον. Σε πάγκο της πόλης είδε δύο αγόρια να παίζουν. Ήταν ο 4χρονος Λι Ισέλι και ο 9χρονος αδελφός του Τζάστιν. Ο Λι έπαιζε μόνος του σε μια τσουλήθρα. «Τον πλησίασα και τον ρώτησα αν θέλει να παίξουμε ένα παιχνίδι. Με κοίταξε και η αυτόματη αντίδραση του ήταν να μου πιάσει το χέρι. Αυτό ήταν, με ακολούθησε. Στο αυτοκίνητο έκλαιγε αλλά του κράτησε το χέρι και του είπα όλα θα πάνε καλά. Πήγαμε σε ένα κατάστημα γεμάτο κόσμο και καθίσαμε για λίγο. Του ψιθύρισα στο αυτί: Θα σε σκοτώσω!
Όχι δεν θα το κάνεις, μου απάντησε και του είπα: Καλά δεν θα το κάνω…» θα πει ο Ντοντ.
Πήγε με το παιδί στο διαμέρισμα που είχε στο Βανκούβερ. Έδεσε τον 4χρονο στο κρεβάτι και τον κακοποίησε σεξουαλικά. Παράλληλα τραβούσε φωτογραφίες. Αυτό κράτησε για ένα ολόκληρο βράδυ. Το πρωί στραγγάλισε τον 4χρονο και τον κρέμασε μέσα στη ντουλάπα του.
«Το είχα σχεδιάσει να γίνει ακριβώς έτσιΤον έβλεπα σαν τρόπαιο και έβγαλα φωτογραφίες. Στη συνέχεια μάζεψα τα δημοσιεύματα και τις φωτογραφίες για να μην βοηθούν να θυμάμαι πως έμοιαζαν, τι ακριβώς έκανα, για προσωπική μου ικανοποίηση. Το δεύτερο ήταν ότι ήθελα στο επόμενο παιδί που θα απήγαγα να δείξω τον Λι κρεμασμένο στη ντουλάπα και να ξέρει ότι τον σκότωσα» θα πει.
Το σώμα του Λι το έβαλε σε σακούλες σκουπιδιών και το άφησε κοντά σε μια λίμνη. Βρέθηκε μια μέρα μετά.
Η σύλληψη
Στις 12 Νοεμβρίου 1989 ο Ντοντ πήγε στο Κάμας της Ουάσινγκτον. Μπήκε σε ένα θέατρο και επιχείρησε να απαγάγει τον 6χρονο Τζέιμς Κερκ ο οποίος βρισκόταν στις τουαλέτες. Ο Ντοντ πήρε στα χέρια του το παιδί και επιχείρησε να βγει από το θέατρο. Ο μικρός όμως έκλαιγε και φώναζε και αυτό τράβηξε την προσοχή των εργαζομένων. Ακολούθησαν τον Ντοντ ως έξω κι αυτός αναγκάστηκε να αφήσει το παιδί και να φύγει με το αυτοκίνητο του.
Όταν ο σύντροφος της μητέρας του 6χρονου έμαθε τι είχε συμβεί πήγε προς την κατεύθυνση που είχε πάρει ο Ντοντ. Σε μικρή απόσταση από το θέατρο είδε σταματημένο το όχημα που του είχαν περιγράψει. Ο οδηγός προσπαθούσε να το ανάψει αλλά ήταν φανερό ότι είχε πάθει βλάβη.
Ο άντρας πλησίασε τον Ντοντ και προσποιήθηκε ότι θέλει να τον βοηθήσει. Τελικά τον χτύπησε, του έκανε κεφαλοκλείδωμα και τον πήγε πίσω στο θέατρο όπου κλήθηκε η αστυνομία.
Μετά από τρεις μέρες ανακρίσεων ο Γουέσλεϊ Άλαν Ντοντ ομολόγησε τα πάντα. Τους αφηγήθηκε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τα εγκλήματα του, τους αποκάλυψε ότι κρατά ημερολόγιο και έχει άλμπουμ με φωτογραφίες και τους είπε ότι σκόπευε να φτιάξει ένα όργανο βασανισμού για τα επόμενα θύματα του.
«Πρέπει να με εκτελέσουν γιατί θα το κάνω ξανά»
Αρχικά ο Ντοντ δήλωσε αθώος λόγω ψυχιατρικών προβλημάτων αλλά στη συνέχεια αποδέχθηκε την ενοχή του. Του επιβλήθηκε θανατική ποινή και ο «δολοφόνος παιδιών του Βανκούβερ», όπως τον αποκαλούσε ο Τύπος, ζήτησε να εκτελεστεί δια απαγχονισμού. «Έτσι σκότωσα τον Λι κι έτσι πρέπει να πεθάνω» είπε.
Ο Ντοντ δεν άσκησε εφέσεις καθώς όπως παραδεχόταν οι φόνοι των παιδιών ήταν κάτι που του άρεσε και είναι σίγουρο ότι θα το έκανε ξανά.
«Πρέπει να με εκτελέσουν γιατί αν ποτέ αποδράσω θα σκοτώσω ξανά. Σας υπόσχομαι ότι θα βιάσω και θα σκοτώσω ξανά. Κακοποιώ παιδιά από τότε που ήμουν 13 ετών. Ό,τι και να γίνει σας εγγυώμαι ότι θα το κάνω ξανά. Θα σκοτώσω κι άλλα παιδιά. Το έχω κάνει και μου άρεσε. Κατά κάποιο τρόπο η εκτέλεση μου θα είναι μια ανακούφιση».
Στις 5 Ιανουαρίου 1993 ο Γουέσλεϊ Άλαν Ντοντ οδηγήθηκε στην αγχόνη. Οι τελευταίες εκτελέσεις δια απαγχονισμού στις ΗΠΑ είχαν γίνει το 1965. Στις τελευταίες του κουβέντες ο Ντοντ υποστήριξε ότι ήρθε κοντά στον Θεό και αυτός είναι ο τρόπος να σταματήσουν τα σεξουαλικά εγκλήματα. Εκτελέστηκε σε ηλικία 31 ετών.