Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο αμερικανός εκατομμυριούχος Ρόμπερτ Κλαρκ Γκράχαμ άνοιξε μια τράπεζα σπέρματος που έμεινε στην ιστορία ως η «Τράπεζα σπέρματος των βραβείων Νόμπελ». Οι προϋποθέσεις για να γίνει κάποιος δωρητής έπρεπε να τηρούνται αυστηρά. Ο δωρητής έπρεπε να μην έχει κανένα φυσικό γενετικό ελάττωμα, να έχει δείκτη νοημοσύνης πάνω από 120, να είναι ετεροφυλόφιλος και η επιδερμίδα του να είναι λευκή.
Οι γυναίκες θα έπρεπε να είναι επίσης ετεροφυλόφιλες, με λευκή επιδερμίδα και παντρεμένες με άνδρα που είχε καλή οικονομική κατάσταση, ώστε να προσφέρει την καλύτερη δυνατή ανατροφή στα παιδιά. Ο Γκράχαμ είχε γίνει εκατομμυριούχος όταν άρχισε να παράγει πλαστικούς φακούς για γυαλιά μυωπίας. Όμως, το όνειρό του ήταν να φτιάξει έναν κόσμο με διάνοιες. Έλεγε ότι το έκανε για το καλό της ανθρωπότητας και για την εξέλιξη του είδους.
Όμως, το όραμά του θεωρήθηκε ρατσιστικό και κατακρίθηκε έντονα από τον Τύπο. Πολλοί τον χαρακτήρισαν ως τον «Μένγκελε της σύγχρονης κοινωνίας», παρομοιάζοντάς τον με τον διαβόητο γερμανό γιατρό του Άουσβιτς, που έκανε απάνθρωπα πειράματα. Ο Γκράχαμ ήθελε να δείξει ότι για τη διαμόρφωση μιας προσωπικότητας είναι σημαντικότερη η φύση και η κληρονομικότητα χαρακτηριστικών παρά η ανατροφή. …
Το αρχικό του σχέδιο ήταν να παίρνει το σπέρμα από άνδρες που είχαν τιμηθεί με βραβείο Νόμπελ. Έτσι, θα εξασφάλιζε υψηλό νοητικό επίπεδο. Το σπέρμα θα δινόταν σε γυναίκες με επίσης υψηλό δείκτη νοημοσύνης, κάτι όμως που αργότερα παρακάμφθηκε. «Στη σύγχρονη Αμερική οι ανίκανοι και οι ανόητοι είναι περισσότεροι από τους ευφυείς. Αυτή η γενετική αποσύνθεση μπορεί να οδηγήσει στον παγκόσμιο κομμουνισμό.
Αυτοί που θα μπορούσαν να μας σώσουν είναι οι ευφυείς άνθρωποι. Οι έξυπνοι πρέπει να κάνουν περισσότερα παιδιά», έλεγε ο Γκράχαμ. Σε μια άλλη συνέντευξή του είχε πει «ο κόσμος πρέπει να θυμάται το πώς κατέρρευσε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όταν οι πλούσιοι και μορφωμένοι ευγενείς Ρωμαίοι σταμάτησαν να κάνουν παιδιά από τη μια, ενώ από την άλλη οι αμόρφωτοι σκλάβοι και οι χαμηλού επιπέδου εργάτες άρχισαν να κάνουν πολλά παιδιά».
Όταν ανακοίνωσε την ιδέα του, οι ευγονικές του απόψεις θεωρήθηκαν αναχρονιστικές και ρατσιστικές και ο Τύπος τον γελοιοποιούσε. Δυο από τους νομπελίστες που είχαν δεχτεί να δώσουν το σπέρμα τους για το «καλό της ανθρωπότητας», όταν είδαν τα δημοσιεύματα αρνήθηκαν την πρόταση του Γκράχαμ, καθώς φοβήθηκαν πως αν κάποια στιγμή διέρρεε το όνομά τους, θα καταστρεφόταν η φήμη τους….
Το στοιχεία των δωρητών κρατούνταν σαν επτασφράγιστο μυστικό. Ο μοναδικός νομπελίστας που δέχτηκε να δώσει το σπέρμα του στην τράπεζα του Γκράχαμ και έγινε γνωστός ήταν ο αμερικανός επιστήμονας Γουίλιαμ Μπράντφορντ Σόκλε, ο οποίος είχε τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ Φυσικής για την εφεύρεση του τρανζίστορ το 1956. Ο Σόκλε ήταν ο άνθρωπος που ίδρυσε την πρώτη εταιρία στην Σίλικον Βάλλεϋ.
Ο φυσικός, παρά την αναγνώριση για τις εφευρέσεις του, είχε κατακριθεί γιατί υποστήριζε ότι οι άνθρωποι με λευκή επιδερμίδα είναι πιο έξυπνοι από τους μαύρους. Οι απόψεις του Σόκλε δυσφήμησαν περαιτέρω την τράπεζα σπέρματος του Γκράχαμ. Έτσι, αποσύρθηκε για λίγο, όμως γυναίκες που ήθελαν να αποκτήσουν παιδί συνέχιζαν να του χτυπούν την πόρτα. Ο Γκράχαμ συνέχισε να αναζητά ευφυείς άνδρες που μπορεί να μην είχαν πάρει Νόμπελ, αλλά θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τους Νομπελίστες του μέλλοντος.
Επιστήμονες, άνθρωποι των γραμμάτων, ακόμη και αθλητές των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν οι καλύτεροι υποψήφιοι δωρητές. Η Τράπεζα σπέρματος ενημέρωνε τις υποψήφιες μητέρες για το επάγγελμα, την κατάσταση της υγείας, τα ενδιαφέροντα και τα εμφανισιακά χαρακτηριστικά των δωρητών. Οι περισσότερες γυναίκες δεν επέλεγαν σπέρμα από Νομπελίστες, γιατί συνήθως ήταν σε προχωρημένη ηλικία και το σπέρμα τους ήταν αδύναμο. Υπολογίζεται ότι 218 παιδιά γεννήθηκαν από την τράπεζα των ευφυών ανδρών.
Ο Γκράχαμ ήταν πιο περήφανος για τα παιδιά από την τράπεζα παρά για τα δικά του. Τους έστελνε ακόμη και δώρα. Ο Γκράχαμ πέθανε το 1997 σε ηλικία 91 ετών. Η οικογένειά του έκλεισε την τράπεζα σπέρματος το 1999. Παρόλο που κατακρίθηκε έντονα, πολλοί θεωρούν ότι ο Γκράχαμ έδωσε την επιλογή στους πελάτες του να διαλέξουν τα χαρακτηριστικά του δωρητή τους και όχι να πάρουν το σπέρμα ενός τυχαίου άνδρα.
Μέχρι τότε ενημερώνονταν μόνο για την πιθανή ομάδα αίματος του παιδιού τους και για το χρώμα των ματιών του. Ωστόσο, το πείραμά του δεν θεωρήθηκε επιτυχημένο. Πολλές οικογένειες αρνήθηκαν να του μιλήσουν για την εξέλιξη των παιδιών τους. Άλλα παιδιά είχαν υψηλό δείκτη νοημοσύνης, άλλα όχι. Μερικά έγιναν καλοί αθλητές και άλλα όχι. Κάποια απέκτησαν προβλήματα υγείας στην πορεία της ζωής τους, ενώ άλλα όχι. Δεν βγήκε ποτέ το συμπέρασμα που ο Γκράχαμ επιζητούσε, ότι δηλαδή οι έξυπνοι άνδρες κάνουν έξυπνα παιδιά….
Η περίπτωση του Ντόνορ Μπλέικ Ο Ντόνορ Μπλέικ ήταν ένα από τα «ευφυή παιδιά του Γκράχαμ» και ο μόνος που έγινε γνωστός. Σε ηλικία 2 ετών μπορούσε να χρησιμοποιήσει υπολογιστή. Στο νηπιαγωγείο διάβαζε Άμλετ και μάθαινε άλγεβρα. Στα 6 του ο δείκτης νοημοσύνης του άγγιζε το 180. Εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, μια ιστορία για δεινοσαύρους σε ηλικία μόλις 9 ετών. «Ήμουν το έμβλημα του Γκράχαμ. Ήμουν το αγόρι με το υψηλό IQ που δεν του είχε καταστρέψει το πείραμα.
Ήμουν το ιδανικό αποτέλεσμά του», είχε πει ο Μπλέικ. Ο Ντόρον ήταν καλός στα μαθηματικά και έπαιζε μουσική από πολύ νωρίς. Πήρε υποτροφία για την Ακαδημία Φίλιπς Έξετερ, ένα από τα ιδιωτικά σχολεία στο Νιου Χάμσαϊρ. Κάθε φορά που ο Γκράχαμ μάθαινε μια επιτυχία του Ντόρον του έκανε δώρο βιβλία και τον προσκαλούσε για φαγητό. Όταν έφτασε τα 18 ο Μπλέικ είπε ότι η η ιδέα του Γκράχαμ να κάνει έξυπνα παιδιά, ήταν μια ανοησία.
«Μπορεί να έχει υψηλό δείκτη νοημοσύνης, αλλά αυτό δεν με κάνει καλό άνθρωπο, ούτε ευτυχισμένο. Όλοι περιμένουν να κάνω σημαντικά επιτεύγματα. Αλλά εγώ δεν έχω κάνει τίποτα το ιδιαίτερο. Αυτό που διαμορφώνει τον άνθρωπο είναι να μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον με αγάπη και χωρίς πίεση», είχε πει. Ο Μπλέικ δήλωσε ότι ήταν πολύ ντροπαλός και ότι ζούσε με τον φόβο ότι θα τον κατακρίνουν για κάθε επιλογή του. Η μητέρα του ήταν η Άφτον Μπλέικ, μια ψυχοθεραπεύτρια από το Λος Άντζελες.
Το 1980 ήταν 40 ετών και ανύπαντρη. Αποφάσισε ότι ήθελε να κάνει ένα παιδί. Απευθύνθηκε σε διάφορες τράπεζες σπέρματος στη βόρεια Καλιφόρνια, αλλά τις απέρριπτε γιατί δεν της αποκάλυπταν τίποτα για τον δωρητή. Τότε πήγε στην τράπεζα σπέρματος του Γκράχαμ που της έδωσε τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του κάθε δωρητή. Ο Γκράχαμ απέρριπτε όλες τις ανύπαντρες γυναίκες, αλλά η Μπλέικ του είπε ψέματα ότι ήταν παντρεμένη.
Αρχικά, πήρε σπέρμα από έναν νομπελίστα, αλλά δεν έμεινε έγκυος. Ξαναπροσπάθησε με άλλον δωρητή που ήταν καθηγητής φυσικής σε μεγάλο πανεπιστήμιο, είχε διακριθεί στην κλασική μουσική, είχε λεπτό πρόσωπο και του άρεσε το κολύμπι. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι υπέφερε από αιμορροΐδες. Η Μπλέικ γέννησε τον Αύγουστο του 1982. Ο Ντόρον ήταν το δεύτερο παιδί που γεννήθηκε χάρη στην τράπεζα σπέρματος του Γκράχαμ.
Το όνομά του προέκυψε από το ελληνικό «δώρον», ενώ παράλληλα ήταν και αναγραμματισμός του «donor», που σημαίνει δωρητής. Η μητέρα του τον λάτρευε. Τον θήλαζε μέχρι την ηλικία των 6 ετών. Δεν του είπε ποτέ όχι σε ό,τι και αν της ζητούσε. Δεν τον κατέκρινε ποτέ. Δεν τον πίεσε να γίνει το παιδί-θαύμα, όπως λέει ο ίδιος. Η Άφτον όμως, τον εξέθεσε στα φώτα της δημοσιότητας από πολύ μικρή ηλικία. Μέχρι τα 18 του είχε δώσει 100 συνεντεύξεις.
Πίστευε ότι έτσι θα έδειχνε στον κόσμο ότι η τράπεζα σπέρματος είναι μια καλή επιλογή για τα ζευγάρια που δεν μπορούν να κάνουν παιδιά, ενώ παράλληλα έβγαζε χρήματα. Τελικά, ο Ντόρον δεν έγινε επιστήμονας, όπως ο πατέρας του. Δεν πήγε στο Χάρβαρντ, όπως όλοι πίστευαν. Και αυτό γιατί παρόλο που είχε υψηλό IQ, η μητέρα του είχε αφήσει την ελευθερία να επιλέξει το επάγγελμα που του άρεσε και όχι αυτό που περίμενε η κοινωνία και ο Γκράχαμ. Ο Ντόρον μπήκε στο Κολέγιο Ριντ στο Όρεγκον, όπου σπούδασε μουσική….
Πηγή: mixanitouxronou