Το θύμα ενός σίριαλ κίλερ που ευθύνεται για 48 δολοφονίες κατάφερε να του κάνει… εξορκισμό και να σώσει τον εαυτό της, τον ίδιο και άλλα πιθανά θύματα
Πλησίαζε οκτώ η ώρα το βράδυ της 11ης Δεκεμβρίου 1981 και ο κατά συρροή δολοφόνος Στίβεν Μορίν οδηγούσε το SUV της τελευταίας του αιχμαλώτου, Μάρτζι Παλμ, προς τα βόρεια του Σαν Αντόνιο των ΗΠΑ. Ελικόπτερα έκαναν κύκλους γύρω από την πόλη και η αστυνομία χτένιζε τους δρόμους ψάχνοντάς τον, προειδοποιώντας τους κατοίκους να μείνουν μέσα και να κλειδώσουν τις πόρτες. Η αυτοκρατορία του τρόμου που είχε εξαπολύσει ο Μορίν έφτανε στο τέλος της ύστερα από ένα λάθος που έκανε ο ίδιος νωρίτερα την ίδια μέρα. Ο άντρας ήταν ύποπτος για τη δολοφονία, τα βασανιστήρια και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τον βιασμό περισσότερων από 30 γυναικών σε 9 ή 10 πολιτείες και οι περισσότεροι κάτοικοι του Σαν Αντόνιο γνώριζαν τώρα ότι κυκλοφορούσε ελεύθερος στη γειτονιά τους.
Στη θέση του συνοδηγού καθόταν η 30χρονη Παλμ, η οποία είχε αναγκαστεί να μπει στο αυτοκίνητο υπό την απειλή ενός ρεβόλβερ διαμέτρου 38 εκατ. στο πάρκινγκ ενός σούπερ μάρκετ της περιοχής, όπου έκανε τα χριστουγεννιάτικα ψώνια της.
«Φτιαγμένος» από μεθαμφεταμίνη και ανήσυχος για το κυνηγητό των αρχών, ο Μορίν αρχικά άρχισε να ουρλιάζει στην Παλμ και να την απειλεί ότι θα την σκοτώσει αν δεν τον υπακούσει λέγοντάς της ότι δεν του ήταν τίποτα «ακόμα μια». Ως τότε η Παλμ δεν είχε ακούσει τίποτα για τη δράση του Μορίν, αλλά το όπλο ήταν αρκετό για να την κάνει να τον ακολουθήσει.
Όταν η δημοσιογράφος του Vanity Fair, Τζούλι Μίλερ, τη ρωτά σήμερα γιατί δεν αντέδρασε ή δεν προσπάθησε να διαφύγει η απάντηση της είναι ότι «δεν είχα νιώσει ποτέ τέτοιου είδους φόβο» κάτι που πιθανότατα ίσχυε και για τα υπόλοιπα θύματα.
Ο Μορίν βλέποντας τα χριστουγεννιάτικα δώρα μέσα στο αυτοκίνητο άρχισε να τα πετά τριγύρω και να αναρωτιέται δυνατά γιατί αυτός ποτέ δεν πήρε δώρο όταν ήταν παιδί λέγοντας ότι στα ζώα οι άνθρωποι φέρονταν καλύτερα. Το μόνο που μπορούσε να μουρμουρίσει η Παλμ ήταν ότι λυπάται. Την πληροφόρησε ότι εκείνη την ημέρα πιθανότατα θα πέθαιναν και οι δύο από την ανταλλαγή πυρών με την αστυνομία.
Η Παλμ έκλεισε τα μάτια της για να ηρεμήσει και τότε κατάλαβε ότι ο άντρας που την απειλούσε – εκτός από το όπλο είχε πάνω του και τρία μαχαίρια- δεν ήταν εχθρός της. Αποφάσισε πως εκείνη βρέθηκε στο συγκεκριμένο σημείο για κάποιον λόγο. «Δεν τον φοβόμουν πια και δεν τον μισούσα».
Ο εξορκισμός
Η Παλμ άρχισε να προσεύχεται γι’ αυτόν δυνατά κι εκείνος αφού ξαφνιάστηκε αναφώνησε «Θεέ μου, βρίσκομαι στο ίδιο αυτοκίνητο με ένα φρικιό της θρησκείας».
Ο Μορίν ήταν ένας… επαγγελματίας εγκληματίας που αφόπλιζε τα θύματά του με το ιδιαίτερο χάρισμα που είχε να αλλάζει την συμπεριφορά του και να γίνεται γλυκός, τόσο εύκολα σχεδόν σαν ηθοποιός, ενώ χρησιμοποιούσε συνεχώς ψευδώνυμα και εντυπωσιακές – αλλά ψεύτικες- ιστορίες για τη ζωή του. (Ο ψυχολόγος που τον αξιολόγησε πριν από την πρώτη του δίκη τον βρήκε «μάλλον γοητευτικό», «φιλικό» και «ενδιαφέροντα» συνομιλητή, παρόλο που πιθανώς είχε αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας). Ο Μορίν σκέφτηκε ότι η Παλμ τον κορόιδευε με θρησκευτικές ανοησίες, αλλά άρχισε να την παίρνει στα σοβαρά όταν ανακάλυψε το μαύρο σημειωματάριό της, το οποίο ήταν γεμάτο με χειρόγραφα αποσπάσματα από τις γραφές.
Ο Μορίν είχε συνηθίσει να ρίχνει εύκολα τις γυναίκες, αλλά τώρα η Παλμ ήταν αυτή που τον έπιασε εξαπίνης. Ξαφνικά νιώθοντας σαν να την καθοδηγούσε μια δύναμη μεγαλύτερη από τον εαυτό της, έκανε κάτι που δεν είχε ξανακάνει και που τώρα αναγνωρίζει ότι ακούγεται παράξενο. Έβγαλε τα χέρια της από κάτω της, όπου ο Μορίν την είχε διατάξει να τα κρατήσει, τα έβαλε στο μέτωπο του Μορίν και προσπάθησε να διώξει το κακό από μέσα του.
«Διαβολικά πνεύματα, φύγετε τώρα! Δεν θα συνεχίσετε να καταστρέφετε τη ζωή του και την δική μου. Τώρα φύγετε από το αυτοκίνητό μου», άρχισε να φωνάζει η Παλμ.
Λίγο αργότερα η γυναίκα, που είναι και μητέρα δύο παιδιών, προσπάθησε να διώξει τα κακά πνεύματα από μέσα του και από το αυτοκίνητό της και τότε ο Morin τής είπε ότι δεν θέλει να της κάνει κακό. «Δεν θέλω να σε βλάψω, αλλά δεν ξέρω πώς θα καταφέρω να σε αφήσω να φύγεις». Χωρίς να το ξέρει, η Παλμ εφάρμοσε μια τεχνική που οι ψυχολόγοι ονομάζουν «εξωτερίκευση» και την χρησιμοποιούν για να κάνουν τους ασθενείς να νιώθουν λιγότερη ντροπή.
Ο σύζυγος της Παλμ, ο Μπαρτ, από την πλευρά του ανέφερε στο Vanity Fair: «Δεν συνηθίζω να κάνω εξορκισμό στους δαίμονες, αλλά νομίζω ότι αυτό ήταν που την βοήθησε: η πίστη της ότι ήταν εκεί για κάποιο σκοπό. Αυτό τον αποσυντόνισε, γιατί μισούσε τις γυναίκες. Ήθελε να τις εξουσιάζει. Αλλά δεν μπόρεσε να κυριαρχήσει στη Μάρτζι».
Γι’ αυτό ίσως αργότερα της είπε: «Δεν θέλω να σου κάνω κακό, κυρία. Αλλά δεν ξέρω πώς θα μπορέσω να σε αφήσω να φύγεις».
Δύο διαφορετικοί άνθρωποι
Η 30χρονη γυναίκα έμοιαζε με τα υπόλοιπα θύματα του Μορίν. Νέα, ξανθιά και όμορφη. Αντιπροσώπευε όμως και όλα όσα φαινόταν να μισεί ο Μορίν: δεν είχε δυσκολευτεί για τίποτα στη ζωή της καθώς προερχόταν από μια ευκατάστατη και διάσημη οικογένεια του Ελ Πάσο, ήταν εξαιρετική μαθήτρια και πλέον είχε έναν ευτυχισμένο γάμο και δύο παιδιά, ενώ τα τελευταία χρόνια είχε βρει την πίστη της στον Θεό, διαβάζοντας συχνά τις γραφές.
Ο Μορίν είχε μια τελείως αντίθετη πορεία. Πέρασε την εφηβεία του στην Φλόριντα, όπου συνελήφθη πολλές φορές για κλοπές αυτοκινήτων, ενώ κατέληξε σε ένα αναμορφωτήριο για αγόρια το οποίο ήταν γνωστό για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης με πολλά περισσότερα παιδιά απ’ όσα μπορούσε να διαχειριστεί και πολύ λιγότερο προσωπικό από το απαραίτητο. Έτσι, συχνά έδεναν τα αγόρια με αλυσίδες στους τοίχους, τα χτυπούσαν και τα κακοποιούσαν, ενώ δεν ήταν σπάνιο οι έφηβοι τρόφιμοι να πεθαίνουν «ξαφνικά». Ο Μορίν αργότερα υποστήριξε ότι εκεί έπεσε θύμα βιασμού, ενώ κατηγορούσε συχνά τη μητέρα του που κατέληξε εκει. Σύμφωνα με τον ίδιο, η μητέρα του είχε επίσης κακοποιήσει σεξουαλικά τον αδερφό του, ενώ ο ίδιος ήταν μάρτυρας. Βέβαια, ο Μορίν έτεινε να κατηγορεί συχνά άλλους για τις πράξεις του. Είχε κατηγορήσει μια από τις γυναίκες που δολοφόνησε για την πράξη του λέγοντας ότι… τον ανάγκασε να την σκοτώσει. Αφού βγήκε από το αναμορφωτήριο, τα εγκλήματά του γίνονταν όλο και πιο σοβαρά μέχρι που το 1976 βυθίστηκε ακόμα πιο βαθιά στο σκοτάδι. Παρέσυρε την 14χρονη φίλη της αδερφής του και την βίαζε επί έξι ώρες, ωστόσο την άφησε να ζήσει. Οι επόμενες γυναίκες που θα έμπαιναν στον δρόμο του δεν θα ήταν τόσο «τυχερές».
Τα ξημερώματα της 11ης Δεκεμβρίου, ώρες πριν απαγάγει την Παλμ, είχε κάνει ένα μοιραίο λάθος. Επιτέθηκε στην 21χρονη Κάρι Μαρί Σκοτ σε ένα πάρκινγκ, όταν εμφανίστηκε ξαφνικά μια φίλη της. Ο Μορίν ξαφνιάστηκε και πυροβόλησε και τις δύο κοπέλες-σκοτώνοντας την Σκοτ- ωστόσο ένας περαστικός κατέγραψε τις πινακίδες του. Η αστυνομία εντόπισε το αυτοκίνητό του έξω από ένα μοτέλ, όπου ο Μορίν κρατούσε κλειδωμένη μια άλλη κοπέλα, την Πάμελα Τζάκσον. Καθώς η αστυνομία προσπαθούσε να μπει μέσα, ο Μορίν τους κατάλαβε και κατάφερε να διαφύγει αφήνοντας πίσω του την Τζάκσον ζωντανή. Μετά από αυτό, το ανθρωποκυνηγητό της αστυνομίας ξεκίνησε.
Απαγωγή και εξομολογήσεις
Αφού η Μάρτζι Παλμ είχε περάσει αρκετές ώρες μέσα στο αυτοκίνητο μαζί με τον Μορίν, σταμάτησαν σε ψιλικατζίδικο και ο Μορίν την διέταξε να μπει στο μαγαζί και να του πάρει μια εφημερίδα, τσιγάρα και μπύρες. Διαβάζοντας το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας, η Παλμ ανακάλυψε τελικά με ποιον βρισκόταν τόσες ώρες: «Κατηγορείται για 30 δολοφονίες, 2 στο Σαν Αντόνιο», έγραφε η εφημερίδα. Όπως λέει η ίδια εκείνη τη στιγμή φρίκαρε και παρόλο που ήταν μόνη της με την ταμία μέσα στο κατάστημα δίστασε να της μιλήσει καθώς ο Μορίν παρακολουθούσε και φοβόταν ότι αν γινόταν κάτι μπορεί να πέθανε τόσο η ίδια όσο και η κοπέλα στο κατάστημα.
Έξω από το μαγαζί υπήρχε ένας τηλεφωνικός θάλαμος και ο Μορίν ανάγκασε την Παλμ βάζοντας το όπλο στον κρόταφό της να τηλεφωνήσει στον σύζυγό της, τον Μπαρτ, και να του πει πως θα αργούσε, γιατί αποφάσισε να ολοκληρώσει εκείνη την ημέρα όλα τα ψώνια για τα Χριστούγεννα. Του ζήτησε να ταΐσει τα παιδιά, να τα κάνει μπάνιο και να τα βάλει για ύπνο κάτι που έκανε πάντα η ίδια. Ο σύζυγός της παραξενεύτηκε, αλλά θεώρησε ότι η σύζυγός του είχε άγχος να τελειώσει τις δουλειές των γιορτών. Αργότερα όμως, όταν το ρολόι πλέον έδειχνε 22.00 ο Μπαρτ ανησύχησε και κάλεσε την αστυνομία.
Μετά από έξι ώρες μέσα στο αυτοκίνητο, ο μεγαλύτερος προβληματισμός του Μορίν εκείνη τη στιγμή δεν ήταν να βρει έναν τρόπο να δραπετεύσει, αλλά να βρει το κατάλληλο τραγούδι που θα αποτελούσε ένα είδος σάουντρακ αυτής της απαγωγής του. Άρχισε να ψάχνει τις κασέτες της Παλμ ωστόσο το μόνο που βρήκε ήταν χριστιανικές ομιλίες και σχολίασε στη γυναίκα ότι «είσαι πράγματι φανατική». Ωστόσο, ανακάλυψε μια κασέτα με το αγαπημένο του τραγούδι: το «Ride Like the Wind» του Κρίστοφερ Κρος και αυτό του έφτιαξε τη διάθεση και άρχισε να τραγουδά.
Σήμερα, κάθε φορά που η Παλμ ακούει αυτή τη μουσική μεταφέρεται αυτόματα πίσω σε εκείνο το αυτοκίνητο: «Ήμουν τόσο φοβισμένη καθώς αυτός τραγουδούσε. Αλλά ήταν και η πρώτη φορά που τον είδα να μαλακώνει λίγο», αναφέρει η Παλμ.
Πράγματι, ο Μορίν αμέσως μετά άρχισε να γίνεται πιο ήπιος και μάλιστα της ζήτησε συγγνώμη που έβρισε μπροστά της, ενώ άρχισε να της μιλά για τη ζωή του. Της είπε ότι μισούσε τον εαυτό του και ότι ήταν μια απάτη. Της είπε ακόμα ότι ήταν παντρεμένος, ενώ είχε και ένα γιο που τον αγαπούσε, αλλά τον εγκατέλειψε, ενώ της μίλησε ακόμα και για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. Πριν από αυτό, ο Μορίν εξέπεμπε μόνο μίσος- για τον εαυτό του και τους άλλους που ο ίδιος έλεγε ότι ήταν τοσο βαθύ που κανένας θεός δεν θα μπορούσε να το ξεριζώσει από μέσα του. «Και ξαφνικά μου λέει πόσο πολύ αγαπά τον γιο του», θυμάται η Μορίν.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του «ταξιδιού» τους, η Παλμ προσπαθούσε να μιλήσει στον Μορίν για την συγχώρεση και πως όλοι την αξίζουν, αλλά αυτός δεν έδειχνε να πείθεται. Μέχρι που του έκανε μια ερώτηση: «Αν ο γιος σου έκανε τα εγκλήματα που έχεις κάνει, πιστεύεις ότι θα μπορούσες να τον συγχωρήσεις;».
Ο Μορίν άρχισε να το καταλαβαίνει: «Κυρία μου, μου κάνεις κήρυγμα όλη μέρα, αλλά τώρα καταλαβαίνω τι θες να μου πεις». Η Παλμ άρχισε να χαλαρώνει από την συζήτηση και έφτασε ακόμα στο σημείο να αποκοιμηθεί μέχρι που ο Μορίν σταμάτησε το αυτοκίνητο. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά και φώναξε: «Κύριε, συγγνώμη για όσα έχω κάνει. Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με. Θέλω να πάω στον Παράδεισο».
Λίγο αργότερα σταμάτησαν σε ένα Σταθμό Εξυπηρέτησης αυτοκινήτων. Πριν την αφήσει ελεύθερη να φύγει, έβγαλε τις σφαίρες από το όπλο του και τις έριξε στην τσάντα της Παλμ και της υποσχέθηκε: «Δεν θα σκοτώσω ξανά». (Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν η αστυνομία τον συνέλαβαν αργότερα είχε πάνω του άλλες 11 σφαίρες καθώς και σακούλες με ναρκωτικά και υπνωτικά).
Κατά τη διάρκεια της ημέρας που οι δυο τους ταξίδευαν με το αυτοκίνητο, δεν ήταν μόνο ο Μορίν που είχε εξομολογηθεί πράγματα για τον εαυτό του. Το ίδιο έκανε και η Παλμ στον παρολίγον δολοφόνο της.
«Όλως περιέργως κατάλαβα ότι άρχισα να λέω σε αυτόν τον άνθρωπο που με απήγαγε και από τον οποίο δεν μπορούσα να ξεφύγω, πράγματα που δεν είχα πει σε κανέναν», όπως και τα βαθιά θρησκευτικά της πιστεύω τα οποία κρατούσε κρυφά από τους φίλους της επειδή φοβόταν ότι θα την κορόιδευαν. «Αν τα έλεγα στους ανθρώπους που ήξερα θα με περνούσαν για τρελή. Ήταν πολύ περίεργο να είμαι σε αυτό το αυτοκίνητο. Ένιωθα συμπόνια γι’ αυτόν τον άνθρωπο, ωστόσο από την άλλη ήταν ο απαγωγέας μου», αναφέρει.
Η Παλμ είχε πει στον Μορίν ότι οι ιερείς κήρυτταν την αγάπη του Θεού σε κρατούμενους που είχαν κάνει τα ίδια πράγματα που είχε κάνει και εκείνος και τους βοηθούσαν να απελευθερωθούν από το μίσος τους. Του μίλησε επίσης για τον Κένεθ Κόπλαντ, έναν τηλε-ευαγγελιστή με μεγάλη επιρροή στους πιστούς και πολλούς ακολούθους που άκουγε και η ίδια. Ο Μορίν αποφάσισε να επισκεφθεί τον τηλε-ευαγγελιστή και ζήτησε 300 δολάρια από την Παλμ. Η Παλμ του αγόρασε ένα εισιτήριο λεωφορείου για το Φορτ Γουόρθ, όπου βρισκόταν ο Κοπλαντ, και αυτός ετοιμάστηκε για το ταξίδι του.
Τη ρώτησε αν θα πήγαινε μαζί του, μα εκείνη του υπενθύμισε πως είχε δύο παιδιά που την περίμεναν. Αφού της ζήτησε την άδεια, την αγκάλιασε, τη φίλησε στο μάγουλο και της έδωσε ένα σκουλαρίκι με έναν σταυρό και μια πράσινη πέτρα. Αυτή του έδωσε το σημειωματάριό της με τα κείμενα από τις γραφές και του είπε να χρησιμοποιεί αυτό αντί για το όπλο του. Ο Μορίν μπήκε στο λεωφορείο και την κοιτούσε, χαιρετώντας τη μέχρι να απομακρυνθεί.
Εκείνη μπήκε στο αυτοκίνητο, κλείδωσε τις πόρτες και ξέσπασε σε κλάματα. Ένιωθε τρομερό φόβο, αλλά και μια μικρή ελπίδα. «Ένιωσα ότι του συνέβη κάτι υπέροχο. Είδα την αλλαγή», λέει ακόμη και σήμερα.
Όταν εμφανίστηκε με το αυτοκίνητό της στο σπίτι της ο άντρας της που είδε ότι ήταν καλά αρχικά της φώναξε που είχε καθυστερήσει τόσο και τους είχε κάνει να ανησυχήσουν κινητοποιώντας την αστυνομία. Όταν όμως η Παλμ τους αποκάλυψε ότι ήταν με τον σίριαλ κίλερ που έψαχναν και τους έδειξε τις σφαίρες που της είχε αφήσει όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό.
Στη συνέχεια, στο αστυνομικό τμήμα, βλέποντας φωτογραφίες από τα εγκλήματα του Μορίν αντιλήφθηκε και η ίδια από τι είχε γλιτώσει. Οι αστυνομικοί μάλιστα της είπαν πως ο Μορίν έδινε πάντα ένα σκουλαρίκι στα θύματά του πριν τα σκοτώσει, όπως αυτό που της χάρισε.
«Ένιωσα τόσο αηδιασμένη και άρρωστη. Δεν είχα ακούσει ποτέ ξανά για δολοφόνο κατά συρροή. Δεν είχα καταλάβει ακόμα πόσο τυχερή ήμουν που είχα ξεφύγει από αυτόν τον άντρα», αναφέρει.
Όπως λέει όμως ένιωθε και ότι την είχε κοροϊδέψει. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο άντρας που έκανε αυτά τα εγκλήματα σαν ένα είδος χόμπι, είχε δει τον Θεό μέσα στο αυτοκίνητό της. «Πίστεψα ότι με κορόιδευε όλη μέρα. Αυτό το συναίσθημα με έκανε να αηδιάσω. Ακόμα και αφού είδα όλα αυτά τα ανατριχιαστικά του εγκλήματα και έμαθα πόσο διαβολικός ήταν, ήθελα να πιστέψω ότι αυτό που έγινε ήταν αληθινό», αναφέρει.
Όταν η Παλμ είπε στους αστυνομικούς ότι ο Μορίν βρίσκεται σε ένα λεωφορείο με προορισμό το Φορτ Γουόρθ και ενδιάμεση στάση το Όστιν δεν μπορούσαν να την πιστέψουν. Ο άνθρωπος που κυνηγούσαν τόσα χρόνια και τους ξέφευγε πάντα δεν θα έκανε κάτι τόσο χαζό, όπως το να ταξιδέψει με λεωφορείο. Ωστόσο, έστειλαν αστυνομικούς ντυμένους με πολιτικά και τον βρήκαν να κάθεται πράγματι μέσα στη στάση του Όστιν περιμένοντας ήρεμα το επόμενο λεωφορείο και διαβάζοντας τα χειρόγραφα της Παλμ. Όταν οι αστυνομικοί τον πλησίασαν, παραδόθηκε χωρίς να φέρει καμία αντίσταση. Παρόλο που ο ίδιος έλεγε ότι μετά από όσα είχε περάσει στα σωφρονιστικά ιδρύματα δεν θα επέστρεφε ποτέ σε φυλακή ακολούθησε ήρεμα τους αστυνομικούς, ενώ το όπλο του παρέμεινε στην τσέπη του και μάλιστα άδειο. Μήνες μετά τη σύλληψη του Μορίν, η Παλμ άρχισε να πιστεύει ότι ο αδίστακτος αυτός δολοφόνος είχε αρχίσει πράγματι να πιστεύει στο Θεό και ότι ήθελε να αλλάξει.
Τέσσερις μήνες μετά την απαγωγή της Παλμ, ο Μορίν δικάστηκε για τη δολοφονία της Κάρι Μαρί Σκοτ, την οποία σκότωσε λίγο πριν απαγάγει την Παλμ. Ενώ ο εισαγγελέας διάβασε το κατηγορητήριο, ο Μορίν πετάχτηκε ξαφνικά όρθιος και άρχισε να φωνάζει «Ενώπιον των ενόρκων και του Θεού, δηλώνω ένοχος». Όταν του επισήμαναν ότι αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσε να καταδικαστεί σε ισόβια ή ακόμα και σε θάνατο απάντησε: «Ο μόνος διακανονισμός που έχω κάνει, αξιότιμε δικαστή, είναι με τον Κύριό μου». Στο δικαστήριο έφερνε τη δική του βίβλο, ενώ σύμφωνα με τον εισαγγελέα όλη του η υπεράσπιση στηρίχθηκε στο ότι είχε βρει πλέον το Θεό. Οι ένορκοι μετά από δύο ώρες διαβουλεύσεων τον έκριναν ένοχο και τον καταδίκασαν σε θάνατο καθώς όπως είπαν «θα μπορούσαμε να δεχθούμε ότι είναι ένας ξαναγεννημένος Χριστιανός, αλλά δεν μας έπεισε ότι αυτό θα τον σταματούσε να ξανασκοτώσει».
Δύο εβδομάδες μετά την καταδίκη του σε θάνατο, ο Μορίν έγραψε γράμμα στον δικαστή και του ζήτησε να ορίσει ημερομηνία εκτέλεσης: «Οι Χριστιανοί δεν φοβούνται να πεθάνουν. Έχω προετοιμαστεί να συναντήσω τον δημιουργό μου από την στιγμή που ευλογήθηκα να συναντήσω την κ. Παλμ», ανέφερε.
Και στις επόμενες δίκες για άλλους φόνους καταδικάστηκε επίσης σε θάνατο, ωστόσο αρνήθηκε να συνεργαστεί με τις αρχές για να λυθούν κι άλλες ανεξιχνίαστες δολοφονίες για τις οποίες ήταν πιθανό να ευθύνεται.
Η φιλία με τον απαγωγέα της
Μετά τη σύλληψη του Μορίν στις 12 Δεκεμβρίου 1981, η Παλμ προσπάθησε να συνεχίσει την ζωή της. Ωστόσο ο Μορίν δεν την ξέχασε ποτέ. Άρχισε να της τηλεφωνεί, να της γράφει και να της στέλνει ακόμη και χριστουγεννιάτικες κάρτες από τη φυλακή. Μάλιστα, άρχισε να γίνεται φίλος και με τη μητέρα και την αδελφή της, καλώντας τες όλες για τακτικές επισκέψεις, αν και δεν μπόρεσε ποτέ να «κερδίσει» τον Μπαρτ. Η Παλμ τον επισκέφθηκε στη φυλακή περίπου 15 φορές και έκανε το μακρύ ταξίδι για να τον δει στην πτέρυγα των θανατοποινιτών την ημέρα πριν από την εκτέλεσή του.
«Έγινα φίλη με έναν κατά συρροή δολοφόνο», λέει η ίδια σήμερα στα 72 της.
Μια ή δύο φορές την εβδομάδα, η Παλμ δεχόταν ένα τηλεφώνημα από τον Μορίν. Μιλούσαν για τη ζωή του και οι συζητήσεις τους ήταν κατά κύριο λόγο πνευματικές. Μια μέρα τη ρώτησε: «Πιστεύεις ότι θα πεθάνω;» και η Παλμ του απάντησε: «Ελπίζω ότι δεν θα πεθάνεις. Ελπίζω να ζήσεις και να βοηθήσεις άλλους με τον τρόπο που ο Θεός βοήθησε εσένα. Αλλά την ίδια στιγμή, αν πεθάνεις, πιστεύω ότι θα βρεθείς με τον Θεό».
Η Παλμ πάντως ξεκαθαρίζει ότι παρόλο που πίστευε ότι ο Μορίν θα μπορούσε να συγχωρεθεί, δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η θέση του ήταν στη φυλακή. «Είναι σαν τα άγρια ζώα. Προσπαθείς να εξημερώσεις ένα άγριο ζώο και είναι πολύ γλυκό για λίγο. Όμως μετά θα σου κόψει το κεφάλι. Ζούσε τόσο πολύ καιρό στην σκοτεινή πλευρά. Φαντάζομαι ότι οι σκέψεις με τις οποίες ζούσε όλα αυτά τα χρόνια θα μπορούσαν να επιστρέψουν».
Πάντως αρκετοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι η μεταμέλεια του Μορίν δεν ήταν ειλικρινής και ότι ήταν ένας ακόμα ρόλος. Ίσως ήταν μια προσπάθεια να γλιτώσει τη θανατική ποινή ή από την άλλη να την επισπεύσει για να γλιτώσει μια μίζερη ζωή πίσω από τα κάγκελα, όπως αυτή που έζησε στα σωφρονιστικά ιδρύματα στην εφηβεία του.
Η εκτέλεση
Ο Μορίν καταδικάστηκε σε θάνατο μόνο για τρεις δολοφονίες, για τις οποίες υπήρχαν αδιάψευστα στοιχεία ενοχής: της Κάρι Μαρί Σκοτ, της Τζάνα Μπρους και της Σέιλα Γουάλεν. Ωστόσο θεωρείται ότι βρίσκεται πίσω από 48 βίαιες δολοφονίες – κυρίως γυναικών αλλά και επτά ανδρών- που διαπράχθηκαν στις πολιτείες Γιούτα, Κολοράντο, Νεβάδα, Ουάσινγκτον, Αϊντάχο, Ιντιάνα, Μιζούρι, Πενσυλβάνια, Τέξας, Νέα Υόρκη και Καλιφόρνια.
Η Παλμ επισκέφτηκε τελευταία φορά τον Μορίν την ημέρα πριν από την εκτέλεσή του, αλλά δεν δέχθηκε να παρακολουθήσει την εκτέλεση γιατί αποφάσισε ότι ήταν πιο σημαντικό να είναι με τον άντρα της εκείνη την ημέρα. Όπως θυμάται, ήταν χαρούμενος. «Είμαι έτοιμος να φύγω. Θα είμαι με τον Κύριο τώρα», της είχε πει.
Όταν οι δυο τους διάβασαν μαζί αποσπάσματα από την Βίβλο, ο Μορίν ξέσπασε σε κλάματα: «Λυπάμαι για αυτό που ήταν η ζωή μου. Μακάρι να είχα κάνει κάτι με τον εαυτό μου», της είπε και πρόσθεσε «Λυπάμαι που σε απήγαγα, αλλά όχι ακριβώς. Χαίρομαι που γνωριστήκαμε, γιατί άλλαξε η ζωή μου. Δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν πριν…. Έχω τόσους πολλούς φίλους τώρα. Έχω όλους αυτούς τους ανθρώπους που με αγαπούν πραγματικά».
Την ημέρα της εκτέλεσης, στις 13 Μαρτίου 1985, ο 34χρονος Μορίν απέδειξε ότι όντως ήταν έτοιμος- ή τουλάχιστον αυτό άφησε να φανεί. Πηγαίνοντας στην αίθουσα εκτελέσεων αστειεύτηκε με τους φύλακες ρωτώντας τους αν κάποιος προτιμούσε να πάει για ψάρεμα. Όταν τον έδεσαν στο κρεβάτι παρέμεινε ήρεμος ενώ οι γιατροί έψαχναν για περίπου 40 λεπτά να βρουν μια κατάλληλη φλέβα για να του κάνουν την θανατηφόρα ένεση καθώς οι περισσότερες είχαν καταστραφεί από την μακροχρόνια χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών.
Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Ιησού Χριστέ, παραδίδω την ψυχή μου σε σένα. Σε υμνώ και σε ευχαριστώ».
Ο γενικός εισαγγελέας του Τέξας που ήταν παρών στην εκτέλεση, ο Τζιμ Μάτοξ, θυμάται ότι ήταν η λιγότερη βίαιη εκτέλεση που έχει δει ποτέ: «Ήταν σαν να αποκοιμίζεις κάποιον για να κάνει εγχείριση», λέει.
Η Παλμ, που δεν είχε μιλήσει ποτέ ως τώρα τόσο ανοιχτά για την ιστορία της επειδή φοβόταν ότι θα την περάσουν για τρελή της θρησκείας, σε καμία περίπτωση δεν πιστεύει ότι είχε κάποια μυστική συνταγή που δεν είχαν τα άλλα θύματα του Μορίν. Έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι συνάντησε τον Μορίν στο τέλος μιας εγκληματικής τρέλας, όταν εκείνος ένιωθε στριμωγμένος και ίσως γι’ αυτό ήταν πιο δεκτικός μαζί της. Αν την είχε απαγάγει μήνες πριν, κανείς δεν ξέρει αν θα είχε επιζήσει.