Το να είσαι τερματοφύλακας είναι από μόνο του μια δύσκολη υπόθεση.
Το να είσαι τερματοφύλακας στη Βραζιλία αγγίζει τα όρια της διαστροφής.
Υπάρχει όμως και κάτι πιο αμήχανο από το να είσαι ποδοσφαιριστής στη συγκεκριμένη χώρα και να έχεις επιλέξει για θέση σου εκείνη κάτω από τα δοκάρια.
Να είσαι Βραζιλιάνος και να μην ξέρεις μπάλα. Να μην ξέρεις πώς να τη στείλεις –με κάποιον έστω τρόπο- στο πλεκτό.
Κι αυτό ήταν κάτι με το οποίο δεν μπόρεσε ποτέ να συμβιβαστεί ο Ροτζέριο Σένι. Γι’ αυτό αποφάσισε να «θεσπίσει» τον πιο αντιφατικό ίσως ρόλο στην ιστορία του ποδοσφαίρου:
Αυτόν του τερματοφύλακα-σκόρερ!
Φυσικά υπήρξαν κι άλλοι γκολκίπερ κατά καιρούς που έβρισκαν δίχτυα. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον ημίτρελο Ρενέ Χιγκίτα ή τον «ογκόλιθο» Χοσέ Λουίς Τσιλαβέρτ;
Κανείς τους όμως δεν το έκανε με την επιτυχία και τη συνέπεια του «Μ1to» (όπως καθιερώθηκε το παρατσούκλι του, από τη λέξη «μύθος» στα βραζιλιάνικα γραμμένη με τον αριθμό της φανέλας του).
Μια ζωή πιστός στρατιώτης της αγαπημένης του Σάο Πάουλο και από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις ποδοσφαιρικών σημαιών που υπηρέτησαν για πάντα την ίδια ομάδα, ο Σένι έμεινε 23 χρόνια κι έπαιξε σε συνολικά 1.256 παιχνίδια.
Και πετυχαίνοντας συνολικά 131 γκολ (αριθμός που θα ζήλευε κι επιθετικός) δεν μπήκε απλώς στο top-10 των σκόρερ του συλλόγου.
Μα έγινε και με διαφορά ο τερματοφύλακας με τα περισσότερα τέρματα στην ιστορία του ποδοσφαίρου συνολικά!
Μακαρίζοντας πολλές φορές την επιρροή του πατέρα του (ο οποίος υπήρξε επίσης γκολκίπερ και τον παρότρυνε ν’ αγωνιστεί στην ίδια θέση και όχι ως μπακ) ο θρυλικός «M1to» δούλεψε πολύ για να γίνε σπεσιαλίστας σε εκτελέσεις φάουλ και πέναλτι.
Χάρη στη διορατικότητα του τότε προπονητή του, Μουρίσι Ραμάλιο, που πρόσεξε τις ικανότητές του με την μπάλα στα πόδια, προσερχόταν ΠΑΝΤΑ μισή ώρα νωρίτερα στην προπόνηση για να δουλέψει αυτό το κομμάτι.
Και υπολογίζοντας ότι έκανε περισσότερα από 15.000 χτυπήματα εξάσκησης, κατάφερε να μην φοβάται κανένας το ρίσκο του ν’ αναλαμβάνει εκείνος όλα τα ελεύθερα κοντά ή μέσα στην αντίπαλη περιοχή.
Παρόλο, δε, που η έφεσή του στο σκοράρισμα επισκίαζε τις επιδόσεις στα… κανονικά του καθήκοντα, ο Σένι υπήρξε εξαιρετικός και στο να κάνει αυτό που οι ομόλογοί του αδυνατούσαν απέναντί του:
Να προστατεύει υποδειγματικά την εστία του.
Εξάλλου διέθετε άψογες τοποθετήσεις, εξαιρετικά ρεφλέξ και αποφασιστικότητα κάτω από τα δοκάρια.
Στοιχεία που (μαζί με τα γκολ φυσικά) του επέτρεψαν να πανηγυρίσει συνολικά 20 τρόπαια, εκ των οποίων τρία πρωταθλήματα, δυο Κόπα Λιμπερταδόρες, ένα Διηπειρωτικό και ένα Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Συλλόγων.
Σε αυτό το τελευταίο μάλιστα, το 2005, επιβεβαίωσε και πόσο καλός τερματοφύλακας (πέρα από σκόρερ) υπήρξε:
Πραγματοποιώντας μεγάλη εμφάνιση στον τελικό με τη Λίβερπουλ και φοβερές επεμβάσεις (με χαρακτηριστικότερη αυτή στο φάουλ του Στίβεν Τζέραρντ) που του χάρισαν τον τίτλο του MVP του τουρνουά.
Βέβαια όλα αυτά δεν αποδείχθηκαν αρκετά για να αγωνιστεί ποτέ στην Ευρώπη. Πέραν της αφοσίωσής του εξάλλου στη Σάο Πάουλο θεωρείται δύσκολο ότι θα ρίσκαρε κάποια μεγάλη ομάδα της Γηραιάς Αλβιόνας να υιοθετήσει το… ριψοκίνδυνο στιλ παιχνιδιού του.
Κάτι που ουδόλως πτόησε ποτέ τον Σένι. Γιατί στην ομάδα που αγάπησε λατρεύτηκε και ο ίδιος σαν θεός.
Στο 100ο γκολ που πέτυχε σε ηλικία 38 ετών (και μάλιστα σε ντέρμπι με τη μισητή Κορίνθιανς) παραλίγο να… γκρεμιστεί το γήπεδο από τις εκδηλώσεις αγάπης κόσμου και συμπαικτών.
Μπορεί λοιπόν να αγωνίστηκε μόλις 16 φορές στην εθνική (και μία μονάχα σε επίσημο ματς) ωστόσο αυτό δεν τον εμπόδισε από το να γίνει ήρωας σε ολόκληρη τη χώρα.
Να μπει στο βιβλίο Γκίνες το 2014, όταν έφτασε τις 590 νίκες με την ίδια ομάδα και ξεπέρασε στη σχετική κατηγορία τον Ράιαν Γκιγκς.
Και ν’ αποσυρθεί έναν χρόνο αργότερα σε ηλικία 42 ετών, με τις δάφνες και την αποθέωση που άρμοζε σε μια εμβληματική φυσιογνωμία για το ποδόσφαιρο της Βραζιλίας (και όχι μόνο)…